
Ήρθε άλλη μια ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα ιστορικό νήμα (το οποίο θα τυλίξει όλους μας, από τον Πρέκα μέχρι τον Άδωνι και από τον Τσίπρα ως την Κανέλη και τον Άνθιμο) με αφετηρία τον Τρωικό πόλεμο και τους άθλους του Ηρακλέους, μη σας πω (και όσοι είναι και στο τσακίρ κέφι της ιστορικής υπερηφάνειας υποπτεύομαι θα το ξεκινήσουν από Ωρίωνα μεριά με την απογείωση των αερόπλοιων που μας –τι ποιους «μας»? εμάς τον περιούσιο- έφεραν σε αυτή την ασήμαντη γη) και τέρμα το αειφόρον (η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει –και κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, λέτε να ‘ναι σύμπτωση– δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά) του ελληνικού κράτους να το πω? της φυλής να το πω? του εμείς θα το πω? Η ιστορία γίνεται μια αφήγηση που πραγματεύεται στο εξής τις περιπέτειες ενός κάτι που κινείται κάτω και πέρα από το κράτος και το έθνος. Κάτι που την ίδια ώρα διαπερνά το δίκαιο, που είναι παλαιότερο, και ουσιαστικότερο τόσο από το κράτος όσο και από το έθνος.
Όλες αυτές οι (από τους συμμετέχοντες ενενηντάχρονους πλέον, όσοι ζουν, ως τους ιστορικούς ειδικούς) αφηγήσεις, οι (από τον Τζέημς Πάρη και τον Νίκο Φώσκολο με τον Πρέκα να εξολοθρεύει τους εχθρούς ως μηρμύγκια και την Βουγιουκλάκη να βασανίζεται διότι έλιωσε το ρίμελ, αλλά εκεί αυτή.... ηρωίδα να μη λυγίζει με τίποτα, ως τα ντοκιμαντέρ του Παρασκηνίου και του Εξάντα) κινηματογραφικές απεικονίσεις, οι (από τον Τσώρτσιλ, που επειδή η κοσμική ισορροπία έχει χιούμορ, βραβεύτηκε για την πεντάτομη εκδοχή του τού 2ου Παγκοσμίου Πολέμου με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ως το Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο του Ελύτη) γραπτές μαρτυρίες συγκροτούν μια γνώση. Μια γνώση κατασκευασμένη από ίδιο τον (στην ευρεία έννοιά του ) κρατικό μηχανισμό για το κράτος. Μια γνώση για το εμείς ως υπηκόους (που νομιμοποιούνται και υποχρεούνται να θεωρούνται προνομιούχοι και υπερήφανοι που είναι υπήκοοι από τους αγώνες τους στα Δερβενάκια, στο Εσκι Σεχίρ, στην Κορυτσά, στην Πάφο και στα Ίμια για την επιβίωση και την μακροημέρευση) αυτού του κράτους. Η ιστορία ως όπλο στα χέρια της πολιτείας, πίσω από τις γραμμές και τις παραγράφους της (ερμηνευμένες από τις φωνές, ενίοτε τις κραυγές και τα δάκρυα των υποκειμένων της) αποκρυπτογραφεί, υπομνύει και καταγγέλλει τους εξωτερικούς (υπονοώντας και στοχοποιώντας ταυτόχρονα) και τους εσωτερικούς εχθρούς ώστε να παραμένει διαρκώς το φάσμα τους μπροστά στα μάτια των υπηκόων και να εξασφαλίζεται η συνοχή ενός (στην ουσία) ταξικά, πολιτισμικά και πολιτικά διαιρεμένου κοινωνικού σώματος.
Το υποκείμενο της αφήγησης, εντασσόμενο τόσο εντός (αφού είναι ο βιώσας) της αφήγησης όσο και εκτός (αφού μεταφέρει και τις εικόνες των άλλων) αυτής, ανάγεται στο νέο ιστορικό και ταυτόχρονα πολιτικό υποκείμενο, αφού αποδέχεται ότι η βιωμένη του αλήθεια (όπου υπερασπιζόμενος τις αξίες του -τη μάνα, τον γιό, το σπίτι του- στο Τεπελένι, σκασίλα του αν ο Ιταλός υποχωρώντας προς την Κορυτσά, ή ο Γερμανός καθηλωμένος δεκατόσες μέρες απέναντι απ’ το Ρούπελ τις μοιραζόταν επίσης) δεν έχει καμία σχέση με τη μη-αξιακη, αλλά καθολικά οριζόμενη αλήθεια των φιλοσόφων. Η αποδοχή αυτή, ωστόσο, δεν εμποδίζει τον αφηγητή να επιδεικνύει ένα θεμιτό πάθος για την επέκταση αυτής της ιστορικής γνώσης, για τη συμπερίληψη, υπό το κράτος της αέναης εξωτερικής απειλής (πότε του Τούρκου, πότε του Σκοπιανού, πότε του εκ βορρά, πότε του εξ ανατολών, anw του παντιόθεν κινδύνου) ή της εσωτερικής συνωμοσίας (πότε των αναρχικών, πότε των κουκουλοφόρων, πότε των λαθρομεταναστών, πότε των ομοφυλοφίλων ενίοτε και της Ρούλας που μοιράζει τον εθνικό πλούτο στα ξενόφερτα τεκνά, λες και χάθηκαν οι έλληνες νταβραντισμένοι) όσο το δυνατόν περισσότερων ατόμων στην αλήθεια του, βοηθώντας έτσι στη δημιουργία μιας ομάδας, μιας κοινότητας, μιας κοινωνίας, ενός έθνους, και εντέλει μιας ενισχυμένης (κατά το μάλλον ή ήττον) πολιτειακής εξουσίας.
Κάθε ιστορική αφηγηματική προσέγγιση δηλώνει, μεν, ένα πάθος για την αντικειμενική (που δεν υπάρχει, εκτός αν είσαι ο Ζουράρις οπότε, εντάξει, έχεις ένα ατού στα χέρια σου, είσαι κολλητός με τον Θουκυδίδη, ίσως και τον Ηρόδοτο) ιστορική γνώση, αποδεικνύει, δε, μια συστηματικά μονομερή ερμηνευτική κατανόηση. Το καταγγελτικό αυτό πάθος, νομιμοποιημένο από την διάρθρωση της αφηγουμένης ιστορίας, γύρω από έναν συμωμοσιολογικό άξονα, όπου το κράτος βρίσκεται διαρκώς υπό την απειλή επίθεσης (θα ‘ρθει η ώρα που θα τον προσκυνάμε τον Λιακόπουλο, που τα είχε όλα καταλάβει και έχει βγάλει στη σέντρα και τους Νεφελίμ και τους Ελωχίμ κι όλα τους τα σόγια) δεν έχει άλλο στόχο, από τη δημιουργία μιας κοινωνικής συνοχής και μιας προθυμίας υποταγής στα εξουσιακά κελεύσματα (για να εξουδετερωθεί και ο στρατηγός άνεμος).
Φυσικά πάντα είναι παρούσα και η αντιπαρατιθέμενη ιστορική αφήγηση, η οποία προσπαθεί μέσω ρηγματώσεων στην κρατούσα ιστορική γνώση, να αποσυνδέσει την απόλυτη βούληση της αυθαιρεσίας της εξουσίας (οι Βατοπαιδινοί να κολυμπούν στη λίμνη Βιστωνίδα, επιχειρώντας να υποκλέψουν τις συνομιλίες των Ζημενσιανών, για να μάθουν σε ποιες μετοχές του 99 έπρεπε να επενδύσουν, πριν κανάς Ζαχόπουλος βουτήξει απ’ τη βεράντα, ακολουθούμενος από τις κατάρες των υπευθύνων των ασφαλιστικών ταμείων που έπρεπε να τον περιθάλψουν) από την ευπείθεια των υποκειμένων (ώστε να τολμήσουν να ζητούν αναδασμό του υφάλμυρου νερού και να ποδοπατήσουν αυτοί τους όρους της συνθήκης Νατούρα). Κι είναι αυτή η αντιπαλότητα (ο Ζέρβας απέναντι στον Βαφειάδη) των ιστορικών αφηγήσεων που επιτρέπει τη δόμηση ενός πεδίου θεμιτής και νομιμοποιημένης σύγκρουσης και διαπάλης (η Αλέκα ενάντια στον Κωστάκη και ο Αλέξης απέναντι στον Γιωργάκη) για τη νομή της εξουσίας. Η σιγουριά της κοινότητας των βιωμάτων (εν προκειμένω ο Γοργοπόταμος, που είχε και ένα γκλάμουρ ξενικό, μια βρετανική εσάνς κι όλο αυτόν αναφέραμε στις σχολικές εορτές) επιτρέπει την ιστορική και συνεπαγωγικά την πολιτική διαπάλη, η οποία λειτουργεί ως εργαλείο κοινωνικής πολιτικής και πολιτισμικής εξέλιξης.
Οι ιστορικές αφηγήσεις, που έχουμε να φάμε στη μάπα όλες αυτές τις μέρες τόσο στη σοβαρή (αντικρουόμενες και παραπληρωματικές αφηγήσεις για το έπος του σαράντα και τη δυστυχία της κατά μόνας και ομαδικής αντίστασης που ακολούθησε από ελασίτες και εαμίτες, από εδεσίτες και ανίδεους που πεθαίναν στα αντίποινα), όσο και στην ανεκδοτολογική τους μορφή (ο καλός έλλην αγωνιστής Χρήστος Πολίτης να κραυγάζει αεράααααα καθώς εξοντώνει τον κακό γερμανό Κομνηνό... τι ήθελε κι αυτός ο χριστιανός να είναι τόσο ξανθός? με τόσους θανάτους πια, πέθανε από κοντά και η καριέρα του), σηματοδοτούν αλλά και γίνονται θεμέλιο των πολιτικών ανακατατάξεων, της ανατροπής των συσχετισμών δυνάμεων και εν τέλει των εναλλαγών εξουσίας. Και κάθε εναλλαγή αφού νομιμοποιήσει τον δικό της ιστορικό λόγο (το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να αναγνωρίζει την εθνική αντίσταση, άσχετα αν τελικά, αντίσταση στους γερμανούς, -σύμφωνα με το ποιοι καταθέσαν χαρτιά και πήραν συντάξεις- βρέθηκε να έκαναν οι οκτάχρονοι και οι νεογέννητοι μη ΣΕ πω) δεν μπορεί παρά να αναμένει την ανατροπή και τη ρηγμάτωση (ο Καρατζαφέρης με τον Πλεύρη –μακριά από μας– να προσπαθούν να εμπεδώσουν με δήθεν άσχετες και άγνωστες ιστορίες στο λαϊκό υποσυνείδητο την αθωότητα των Χιτών, των μαυραγοριτών, των δοσιλόγων –κι όταν δεν τους κοιτάμε– ακόμα και των πρωταιτίων της επταετούς δικτατορίας) της ιστορικής της γνώσης και αλήθειας από τους επόμενους διεκδικητές της εξουσίας.
Η ιστορία, σύμφωνα με τον Foucault (βρε, πού ήταν αυτός και άργησε να φανεί?) κάνει κάτι πολύ περισσότερο από το να αποτελεί την καταγραφή των συσχετισμών δυνάμεων, καθώς αυτός ο συσχετισμός, αυτό το πλέγμα εξουσίας που δημιουργείται απ’ αυτόν αποτελούν και την ίδια την ουσία της εξουσίας. Φυσικά τα γεγονότα υπάρχουν (ο Μεταξάς άρθρωσε όντως το Όχι) και φυσικά πρέπει να διατηρηθούν οι μνήμες (όχι, Ν. μου, δεν ήταν ο Κολοκοτρώνης που φώναζε αέρα στα βουνά της Πίνδος), απλά πρέπει να έρθει και στο προσκήνιο αφ’ ενός το πλέγμα της εξουσίας που τα κατέστησε δυνατά (ο φόβος του Μεταξά για την ανατροπή του ήταν ισχυρότερος από τον φόβο του για τους Ιταλούς), αφ’ ετέρου ο απορρέων πολιτικός υπολογισμός που επιβάλλει μια ερμηνεία τους (τελικά το Όχι το είπε ο Μεταξάς όταν κυβερνά η Ν.Δ. και ο λαός όταν κυβερνά το ΠΑ.ΣΟ.Κ.) . Η ιστορία φτάνει πολύ βαθύτερα από την καταλογογράφηση, αφού αυτός που αφηγείται μια ιστορία δεν καταγράφει, κατά που λέει και ο (σοφός αλλά παρεξηγημένος και παρερμηνευμένος) Μακιαβέλι τους συσχετισμούς δυνάμεων. Αντίθετα απεργάζεται τη μετατροπή ή τη διατήρηση των συσχετισμών, την ανατροπή ή την εμπέδωση της διάταξης και τη μεταβολή ή τη διατήρηση της ισορροπίας.
Καθίστε λοιπόν στον διθέσιο (στον τριθέσιο, βάλτε τον τσόγλανο με απλωμένα όλα τα παραφερνάλια: κηρομπογιές, μαρκαδόρους, χαρτιά, γόμες, και όλα τα συναφή, ώστε αφ’ ενός να ακούει –έστω και υποσυνείδητα– αφ’ ετέρου να μη λυσσάει μπαμπά και μπαμπά, μαμά και μαμούνια και σας αποσπά την προσοχή) πάρτε το τηλεκοντρόλ στα χέρια, απλώστε τα αφιερώματα των εφημερίδων στο τραπεζάκι (και μην έχετε τύψεις που δεν σπεύσατε να αγοράσετε το εικοσιοκτωβριανό πόνημα Γκιουλέκα θα το μελετήσετε του χρόνου που θα το δίνουν οι εφημερίδες ως ένθετο) και ξεκινήστε τη συγκριτική ακροανάγνωση(και αναγνωσοακρόαση το ίδιο είναι).
Κι αφού αναρωτηθείτε, αν τελικά υπάρχει ή όχι κοινή αντίληψη της ιστορικής και πολιτικής διάστασης αυτού που ονομάζουμε κράτος, έθνος, φυλης....
Κι αφού αναρωτηθείτε πώς να συλλέξετε όλα αυτά τα χιλιάδες θραύσματα αναστημένης μνήμης και παραγνωρισμένης ή μη βιωμένης εμπειρίας ώστε να επιτευχθεί μια συνεκτική ιστορική αφήγηση...
Κι αφού αναρωτηθείτε, πώς είναι δυνατόν για άλλη μια φορά να έχει δίκιο ο (σοφός γενειοφόρος γέρων) Μαρξ, ότι μέσα από τη διαφορετικότητα των ερμηνειών της ιστορίας από τις κοινωνικές τάξεις νομιμοποιείται η συγκρότηση των συσχετισμών δυνάμεων που αντιπαλεύουν για την εξουσία....
Και αφού αναρωτηθείτε αν το αφιέρωμα αφηγείται μια κωδικοποιημένη ιστορία ή μήπως δομεί μια κοινωνική πραγματικότητα....
Και αφού αναρωτηθείτε γιατί οι ιστορικοί ειδήμονες αναλαμβάνουν το βαρύ έργο να κωδικοποιήσουν τον ιστορικό λόγο και γιατί προσπαθούν (φανερά ή λιγότερο φανερά) να τον εντάξουν πλήρως στις πρακτικές του κράτους....
Κι αφού αναρωτηθείτε τινί δικαίω κάθε ομάδα, χρησιμοποιώντας τις ιστορικές αφηγήσεις και ερμηνείες, προβάλλει το δικό της δίκαιο και τη δική της διεκδίκηση στην εξουσία...
Αφού αναρωτηθείτε για τους μηχανισμούς με τους οποίους η ιστορία ανάγεται στον γενικό λόγο αληθείας των πολιτικών και ηθικών αγώνων.....
Τότε, θα έχει έρθει η ώρα να ανακράξωμεν (λυτρωτικά και) όλοι μαζί:
Ζήτω το όχι!
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!
Ζήτω το έθνος!
Ζήτωσαν όλοι (κι ο Θεός βοηθός)