
στην Αθήνα στις 24/9 συνέβη μια ιδιόρρυθμη βροχή μετεωριτών.... που παρακολούθησε μόνο ένας ευτυχής πατέρας (φαντάζομαι και κάποιοι ευτυχείς γιαγιαδοπαππούδες)

Να τους ζήσουν!!!!!
Κορίτσια (και αγόρια) μην πυροβολείτε τον Άντερσεν, τον Περό τους Γκρίμ και τους παλιούς παραμυθάδες, αφήστε να πυροβολήσουμε όλοι μαζί τον «κότσυφα (που) απαιτεί το δάσος να σωθεί», τον «ποτέ πια δε θα μαλώσουμε» κι όλες αυτές τις ρυθμιστικοδιδακτικές σαχλαμάρες που προσπαθούν να μας πείσουν ότι διδάσκουν τα παιδιά μας τον (με την καρτεσιανή έννοια της λέξης) ορθό λόγο καλύτερα από τα κλασικά τα κλασικότερα και τα κλασικότατα παραμύθια, όπως είναι η Χιονάτη, όπως είναι η Πεντάμορφη και το Τέρας, όπως είναι η Σταχτομπούτα, όπως είναι η Κοκκινοσκουφίτσα, όπως είναι ο Κοντορεβυθούλης, όπως είναι ο Χανς και η Γκρέτελ, όπως είναι η πριγκίπισσα και το μπιζέλι... όπως είναι.... όπως είναι.... όπως είναι....
Θέστε (μαζί μ’ εμένα που διαρκώς και με διαστροφική εμμονή αναρωτιέμαι) ένα ζήτημα:
Μήπως σε κάθε ανάγνωση παραμυθιού που λέει ότι η Σταχτομπούτα και η Χιονάτη και η Πεντάμορφη και η Ωραία Κοιμωμένη είναι οι άβουλες και ανεγκέφαλες σκλάβες που περιμένουν τον ουρανόσταλτο σωτήρα, ότι η πριγκίπισσα με το μπιζέλι και η πριγκίπισσα που φίλησε τον βάτραχο είναι οι ανεγκέφαλες κακομαθημένες, ότι η Κοκκινοσκουφίτσα έχει αντιοικολογική συνείδηση, ότι ο Πρίγκηπας της Χιονάτης, της Σταχτομπούτας, της Κοιμωμένης, και ο Βάτραχος της άλλης (η οποία παρεμπιπτόντως γιατί δεν έχει όνομα???) είναι οι αηδείς φαλλοκράτες που παρεμβαίνουν για να επιβάλλουν την παρουσία τους καταπιέζοντας τα άβουλα θηλυκά κι ότι ο Κοντορεβυθούλης ή ο Χανς και η Γκρέτελ, είναι σιχαμερά σπλάτερ,... μήπως, λέω, υπάρχει και άλλη ανάγνωση του (κάθε) παραμυθιού?
Μήπως αυτά τα παραμύθια προσφέρουν μια ανακούφιση από τις ανέκφραστες συγκρούσεις και τις φοβίες, από τις ένοχες επιθυμίες, τους ανομολόγητους πόθους και τις βαθιά θαμμένες τύψεις και απουσίες???
Θέλετε παραδείγματα?
Ποια πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο (νομίζω το ‘χετε) κρυφή και ταυτόχρονα καταδικαστική σύγκρουση από την (υποφώσκουσα από την κούνια ως το φέρετρο -ενίοτε και μετά από αυτό) σύγκρουση της κόρης (ποια δεν έχει σκεφτεί ότι δεν είναι το φυσικό παιδί της μητέρας της αλλά υιοθετημένη?) με τη μητέρα??????
Ποιος πιο υπόρρητος ανταγωνισμός από αυτών ανάμεσα στα αδέρφια (πείτε μου αν είμαι η μόνη που βλέπω τον εαυτό μου παιδί να τσακώνομαι και να δέρνομαι μέχρι αίματος με τη μικρή μου αδερφή μου την οποία, παρεμπιπτόντως, υπεραγαπούσα και υπεραγαπώ - και συνήθως υπερπροστάτευα και υπερπροστατεύω σπάζοντάς της τα νεύρα- ενώ και αυτή με υπεραγαπούσε και με υπεραγαπά)???????
Ποια μεγαλύτερη απουσία από αυτή του μονίμως (και μιλάω για τις φυσιολογικές περιπτώσεις, πολλώ δε μάλλον για τα διαζύγια και τις μονογονεϊκές οικογένειες) απόντος πατέρα (η κόρη μου να στέκεται μπροστά στην πόρτα και να λέει στον εμβρόντητο καλό μου που προσπαθεί να προλάβει τη δουλεία –ο παρατονισμός ηθελημένος– του «αν φύγειχ χια είναι χια να πεχιάνεις και γιε χιέλω» -όπως έχω τονίσει το παιδί μου αγνοούσε τα χειλικά και οδοντικά φωνήεντα επί μακρώ) με την εξαιρετικά περιορισμένη συμμετοχή στην ανατροφή του παιδιού, τόσο λόγω συνθηκών (άγρια ωράρια, champions league ενίοτε γκόμενες...) όσο και λόγω της (ευτύχως όλο και εξαλειφόμενης) κουλτούρας (του έλληνος υιού ελληνίδος μάνας –τα μικρά εσκεμμένα επίσης, εις πείσμα του Μοζίλος που θέλει να τα κεφαλαιώσει)?????
Ποια δυσκολότερη διαχείριση από αυτή του (φυσιολογικά επερχόμενου) θανάτου (συνήθως υπεραγαπημένων) γιαγιάδων και των παππούδων????
Για πιάστε τώρα τις φιγούρες των παραμυθιών....
Τι ακριβώς κάνει η κακιά μητριά (στη Χιονάτη, στη Σταχτομπούτα, στη Ραπούνζελ και ξεχνάω πια τις άλλες....) μήπως προσφέρει ακριβώς τη μετάθεση και την εκτόνωση της οργής? Μήπως με τα βάσανα της ηρωίδας από την κακιά μητριά προσφέρεται στο κοριτσάκι (και στο αγοράκι, ας μη γελιόμαστε) κατ’ αρχάς η ταύτιση και στη συνέχεια η μετάθεση της οργής αφού... Πόσο ίδια με τα βάσανα της Χιονάτης και τις αγγαρείες της Σταχτομπούτας δεν είναι οι επιταγές της άμετρα και αέναα απαιτητικής μητέρας? Πόσο κοινή η απόρριψη αφού κάθε προσπάθεια αποτυγχάνει να φτάσει στην –παρ’ όλες τις προσπάθειές του– ανικανοποίητη μητέρα? Πόσο ίδια φυλακισμένο με την Ραπούνζελ δεν είναι το κοριτσάκι (και το αγοράκι ενίοτε περισσότερο) τόσο από την φυσική όσο και από την φαντασιακή εξουσία της μητέρας? Μήπως μέσα από την κατίσχυση της Χιονάτης πάνω στην πνιγμένη μητριά, και της Χηναρούς πάνω στην κλεισμένη στο μπαούλο με τα καρφιά μητριά, και της Ραπουνζέλ στην γκρεμισμένη από τον πύργο μητριά, αίρεται η ενοχή του μίσους προς τη μητέρα (αφού η φιγούρα ΔΕΝ είναι η μητέρα, απλά εκτελεί χρέη μητέρας) και το παιδί εκτονώνει έναν συμπιεσμένο προς τη μητέρα θυμό (που αλλιώς παράγει τον Πιέρ Ριβιέρ)? Μήπως τέλος αυτή η κατά κανόνα θανάτωση της μητριάς σε συνδυασμό με τη (μοναδική τότε δυνατή) διαφυγή, της δημιουργίας του δικού οίκου δεν προσφέρεται η απελευθέρωση από τη μητρική εξουσία και –δυστυχώς– η εγκαθίδρυση μιας νέας (μητρικού τύπου) εξουσίας?
Και τι ακριβώς κάνουν οι (ουδεπόποτε όμαιμες) αδερφές και οι (παραδόξως, πάντα όμαιμοι) αδερφοί.... Γιατί της Σταχτομπούτας, είναι άσχημες και κακές όταν η Σταχτομπούτα είναι καρακουκλάρα και άγγελος και φυσικά παίρνει τον πρίγκηπα ενώ αυτές καταλήγουν στα πλυσταριά του κάστρου? Γιατί η αδερφή της Ροδιάς βγάζει βατράχια και (όχι μεταφορικά όπως εγώ) αγκάθια απ’ το στόμα όταν η Ροδιά βγάζει λίρες (ελισσαβετιανές φαντάζομαι γιατί οι γεωργιανές είναι μικρότερης αξίας) και ρόδα και φυσικά την παίρνει ο βασιλιάς, ενώ την κακιά αδερφή την παίρνει το ποτάμι? Γιατί οι (εδώ όμαιμες, αλλά εξίσου κακές και ύπουλες) αδερφές της Πεντάμορφης ζητούν χρυσά και λούσα όταν αυτή ζητά ένα τριαντάφυλλο (το γιατί είναι αυτό το δυσκολότερο θα το δούμε στο κεφάλαιο πατήρ) και φυσικά καταλήγει στο παλάτι του (προσωρινά) Τέρατος, ενώ αυτές μένουν γεροντοκόρες στο αρχοντικό του έμπορα? Γιατί οι μεγάλοι γιοί του μυλωνά είναι απατεώνες που ρίχνουν τον μικρότερο αδερφό και του δίνουν μόνο τον (Παπουτσωμένο) γάτο, ενώ αυτός τα καταφέρνει να γίνει βασιλιάς? Γιατί τ’ αδέρφια του Ιβάν Τσάρεβιτς είναι δειλοί και κρυψίνοες ενώ αυτός αγνός και γενναίος κι έτσι ανακαλύπτει το Πουλί της φωτιάς??? Μήπως έτσι (αφού ο άλλος διαρκώς υπονομεύει και υποβλέπει) γίνεται δυνατή η έκφραση του (πρώτου που βιώνει το παιδί) ανταγωνισμού, του αδερφικού και νομιμοποιείται η βίωση των αρνητικών αισθημάτων απέναντι σε (...τέσσερα, τρία, δύο) ένα πρόσωπο ταμπού? Μήπως η κατίσχυση του/της ήρωα/ίδας με την καλοσύνη, την εξυπνάδα, την ομορφιά την υπομονή, την πίστη απέναντι στην απάτη, την ψευτιά, τον δόλο την κακοπιστία οδηγεί στην εκμάθηση (ώστε να μην καταλήξει ένας Πιέρ Ριβιέρ) του θεμιτού και του αθέμιτου στις (όλες τις μετέπειτα) αντιπαραθέσεις? Μήπως η δικαίωση του ήρωα (και της ηρωίδας από κοντά) επιτρέπει στο παιδί να αποδεχτεί χωρίς ενοχές την ενδόμυχη επιθυμία του να υπερισχύσει και να κατακτήσει μια καλύτερη θέση στην καρδιά του/ων γονιού/ων, να διεκδικήσει την περίσσεια της αγάπης του/ων γονιού/ων εις βάρος του/ης άλλου/ης? Μήπως αυτή η συμβολική τιμωρία και θανάτωση της θετής αδερφής και του όμαιμου αδερφού απομακρύνει τις τύψεις για τη θανάσιμη και βασανιστική ζήλεια απέναντι στον εχθρικό άλλο που (παρεισφρέοντας στη ζωή του και προσπαθώντας να καταχραστεί τους πόρους -της αγάπης-, τον χώρο -της αγκαλιάς-, ακόμα και τη ζωή την ίδια του ήρωα ή της ηρωίδας) διεκδικεί το ίδιο κομμάτι από την προσοχή, την τρυφερότητα, τη φροντίδα του/ων γονιού/ων????
Και ποιος είναι αυτός ο άγνωστος του παραμυθιού, ο πατέρας? Γιατί σχεδόν πάντα ο πατέρας είναι ή νεκρός ή απών? Γιατί ο βασιλιάς πεθαίνει αφήνοντας την Χιονάτη στα νύχια της Κακιάς Μάγισσας? Γιατί ο πατέρας της Πεντάμορφης δυσκολεύεται τόσο να της βρει το τριαντάφυλλο? Γιατί ο Τσάρος πιστεύει τους μεγάλους γιούς ότι ο μικρότερος τον πρόδωσε? Γιατί ο πατέρας της Γκρέτελ και του Χανς συμφωνεί τόσο άβουλα με τη μάνα να αφήσουν τα παιδιά στο δάσος και γιατί στον Κοντορεβυθούλη ο ένας πατέρας είναι αυτός που επιβάλλει την εγκατάλειψη, ενώ ο πατέρας δράκος ξεγελιέται τόσο εύκολα και σκοτώνει τα δικά του τα παιδιά, ώστε να γλιτώσουν ο Κοντορεβυθούλης και τ’ αδέρφια του ενώ ο πατέρας τη Ωραίας Κοιμωμένης παρ’ όλες τις απαγορεύσεις αδυνατεί να την προστατέψει? Μήπως γιατί η (φυσική) απουσία του πατέρα στο παραμύθι λειτουργεί ανακουφιστικά ταυτιζόμενη με τον (συνήθως) απόντα από το σπίτι πατέρα? Μήπως η έλλειψη της πατρικής φιγούρας, ενίοτε η υπο-παρουσία της στο παραμύθι λειτουργεί νομιμοποιητικά στον (κατά βάση κι ας μην το παραδεχόμαστε) μητριαρχικό χαρακτήρα της οικογένειας?
Μήπως η δυσκολία να αρθεί ο πατέρας στο ύψος των περιστάσεων, επιτρέπει την αμφισβήτηση της πατρικής εξουσίας από τη μεριά του αγοριού και τη διαφυγή από αυτή από τη μεριά του κοριτσιού, ώστε να δομηθεί μια ζωή εκτός συμπλεγμάτων (αλλιώς ο Πιέρ Ριβιέρ καραδοκεί...)? Μήπως η υποταγή της φιγούρας του πατέρα στη μητριά, τη μητέρα, τη μάγισσα λειτουργεί αποτρεπτικά στην εξάρτηση της κόρης από αυτόν, την ωθεί να ζητήσει τον (φυσιολογικό) έρωτα εκτός της οικίας, όπου την πρωτοκαθεδρία (θα) διατηρεί (εσαεί) η φιγούρα της μάνας? Μήπως η δυσχέρεια του πατέρα να ανταπεξέλθει στις απλές επιθυμίες (όπως το τριαντάφυλλο της Πεντάμορφης) κάνει κατανοητή την αδυναμία έκφρασης και βίωσης της αγάπης που παρουσιάζεται συνήθως στις σχέσεις παιδιού πατέρα? Μήπως η αδυναμία (ενίοτε η άρνηση) του πατέρα να προστατέψει το παιδί δεν αποτελεί ένα μάθημα αυτονομίας, μια αποδοχή της ανάγκης προστασίας του εαυτού μας με ίδια μέσα από ότι μας απειλεί, όπως ο λαβύρινθος που αφήνεται ο Κοντορεβυθούλης σηματοδοτεί τη δυσκολία ένταξης στην ενήλικη ζωή? Και τέλος μήπως ο θάνατος του πατέρα δε σηματοδοτεί την κατάλυση της πατρικής εξουσίας (ο Κρόνος να σκοτώνει τον Ουρανό, ο Δίας να ρίχνει στα Τάρταρα τον Κρόνο, ο Οιδίπους να σκοτώνει τον Λάιο στο τρίστρατο της ζωής του) τη δημιουργία του απαραίτητου κενού ώστε να εξασφαλιστεί όχι απλώς η εναλλαγή και η διαδοχή, αλλά η εξέλιξη και η σταδιακή μεταρρύθμιση της κοινωνικής τάξης?
Μιλάμε έχω κατά πολύ ξεφύγει, όχι απλώς από τη μία οθόνη που είναι το όριο της Just me, αλλά και από τις δυο ίσως και τρεις που είναι το όριο το δικό μου κι έχω ακόμα να πω τόσα πολλά... Γι’ αυτό, είναι η πρώτη φορά που θα αναρτήσω ποστ σε συνέχειες και θα πρέπει να περιμένετε κανα δυο μέρες αν θέλετε να μάθετε πόσο σκλάβα θεωρώ την Σταχτομπούτα, πόσο φαλλοκράτη τον πρίγκηπα, πόσο συγγενής με την Πάρις Χίλτον είναι η πριγκίπισσα με το μπιζέλι και πόσο η Κοκκινοσκουφίτσα καταστρέφει τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου μας...
Όπως κάθε χρόνο, εδώ και πολλές δεκαετίες, το σχολείο θα κηρύξει στις (ή ο Μπιν Λάντεν είχε χιούμορ, ή το ελληνικό κράτος είναι γκαντέμικο) 11/09 την έναρξη ενός νέου κύκλου ετήσιας (οιονεί) μαθητοπαιδότρομοκρατίας. Μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας, της προσομοίωσης και του θεάματος, που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, ο επίσημος θεσμός της εκπαιδευτικής αναπλαισίωσης της γνώσης θα υποδεχτεί τους (ασυνείδητα) έν-τρομους (και γι’ αυτό αρνητικά διακείμενους απέναντί του) μαθητές του. Τα ελληνάκια και τα ξένα, τους μικρούς και τους μεγάλους, τις καλές και τις κακές, τους ήσυχους και τους άταχτους, τις αριστεύσασες και τις απορριφθείσες. Σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον κρίσης ταυτοτήτων και πολωτικών διχασμών ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, το θεμιτό και το αθέμιτο το ίδιον και το άλλον το σχολείο απλοποιεί την παιδική (μαθητική) ύπαρξη δημιουργώντας μέσα από τους δικούς του δυισμούς υπαρξιακών διαφοροποιήσεων τον Άλλο, τον αποδιοπομπαίο. Όπως σε κάθε μανιχαϊστικό δίπολο ο κυρίαρχος πόλος δομεί τον αντίποδά του μέσα από την έλλειψη ή την αντίθεση.
Είναι εντυπωσιακό ότι 174 χρόνια τώρα το σχολείο (και το εκπαιδευτικό σύστημα γενικότερα) σέρνει πίσω του την κατηγορία της αποτυχίας του ως συνοδό της διατήρησής του. Η αποδοχή και η αποτυχία του σχολείου γεννήθηκαν την ίδια μέρα.
Και το ερώτημα που τελικά τίθεται είναι όχι πώς και γιατί (αν) αποτυγχάνει το σχολείο, αλλά σε τι χρησιμεύει η αποτυχία του! Σε τι είναι χρήσιμα τα φαινόμενα ανεπάρκειας που καταγγέλλει η κριτική του συστήματος τόσο στο γνωστικό όσο και στο παιδαγωγικό επίπεδο? Τι κρύβεται σ’ αυτή την κυνική παρακμή του συστήματος που, ωστόσο, νομιμοποιείται να αποδίδει στους μετέχοντες στο σχολείο (σχεδόν) για πάντα τη σφραγίδα της ιεραρχικής τους θέση σ’ αυτό?
Μήπως, τελικά, το σχολείο (και η εκπαίδευση γενικότερα) αντί να ενδιαφέρεται για την κατάργηση της αμάθειας και των αποκλεισμών αποσκοπεί στην πολιτισμική διάκρισή και ιεράρχησή τους, την κοινωνική κατανομή μέσα από την ποσοστικοποίησή τους και εν τέλει στην αναγωγή τους σε λειτουργικά τμήματα της (όπως νοείται από το καπιταλιστικό σύστημα) οικονομικής παραγωγής?
Μήπως το εκπαιδευτικό σύστημα με μια αφανή και λεπτουργική περιθωριοποιητική λειτουργία, συγκροτούμενη πάνω στους διασταυρούμενους άξονες της επιτυχίας και της αποτυχίας, της επιδοκιμασίας και της απόρριψης, διαμορφώνει τις απαραίτητες συνθήκες νομιμοποίησης της κυριάρχησης άλλα και αποδοχής της υποτέλειας, κατά που θα ‘λεγε και ο σοφός μακαρίτης Foucault (τι? δεν σας είχε λείψει?)?
Είναι πιθανό, μέσα από την αποτυχία του, το σχολείο να επιτυγχάνει το στόχο του προετοιμάζοντας, οργανώνοντας, φέρνοντας στην επιφάνεια και συνεκδοχικά αποδίδοντας στον παραγωγικό τομέα της κοινωνίας την επιβράβευση και τον μηδενισμό ως ποσοτικοποιημένους κλειστούς (αλλά φυσικά) διαπεράτους (ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα και επιβίωση του συστήματος) χώρους / πεδία? Μήπως κατασκευάζει έτσι τα όρια εντός των οποίων δικαιούνται να δρουν και να κινούνται όσοι ανήκουν (ή προσεγγίζουν) τον θετικό πόλο του δίπολου επιτυχία αποτυχία και ταυτόχρονα νομιμοποιεί τον αποκλεισμό των ανηκόντων στον αρνητικό πόλο και την εξουδετέρωση όσων αρνούνται να αποδεχθούν την κανονιστική, αξιολογητική και ιεραρχική λειτουργία του (εντός και εκτός εκπαίδευσης) συστήματος, αντιδρούν στην ένταξή τους σε έναν από τους δυο πόλους?
ΜΕ φαίνεται (που λένε και στο εξωτικό Ντεπώ όπου κατοικεί ο Ίνδικτος), όσο καλοπροαίρετη και να είμαι (που, εντάξει, δεν είναι και από τις αρετές που καταγράφονται στο βιογραφικό μου), ότι το σχολείο αποτυγχάνοντας υλοποιεί την κρυφή ατζέντα της πολιτείας συμπεριλαμβάνοντας μέσα στη συμβολικότητα του απορριπτόμενου κάθε κοινωνικό ανοίκειο και παραβατικό, εγκλείοντας μέσα στο πρότυπο του βραβευμένου (απουσιολόγου και σημαιοφόρου) κάθε κανονικοποιημένη μορφή υποταγής στον κανόνα / νόρμα της κοινωνίας και εκμηδενίζοντας μέσα στο συμβολισμό των γκρίζων ζωνών της παραπομπής (του μεταξεταστέου) κάθε ανυποταγή....
Επέστρεψα, (επιστρέψαμε) στους οντολογικούς, ιδεολογικούς, υπερβατικούς, και (ενίοτε) μεταφυσικούς πειθαναγκασμούς μας τους οποίους νομίζαμε ότι αποσείσαμε από πάνω μας καθώς πηδάγαμε με μανία πάνω στην ξεχειλισμένη (και άρα αρνούμενη να κλείσει) βαλίτσα των διακοπών μας.
Επιστρέψαμε την αναπαράσταση του εαυτού μας, στη διαρκή επανεφεύρεση της πραγματικότητας της αμήχανης πόλης όπου ο φθινοπωρινός πολιτισμός του θεαματικού απλώς αναμένει να προσκυνήσει τα laser της κυρίας Τσικόνε...
Επιστρέψαμε σε μια οθόνη όπου όλα είναι ορατά χωρίς ποτέ να ορούν. Κάθε τερματικό, ένας πανοπτικός, ατέρμονα δι-επεκτεινόμενος Benthamιανός πύργος με στεγανά διαχωριστικά και σχεδιαστικής ακρίβειας ανοίγματα όπου όλοι βλέπουν όλους χωρίς κανένας να είναι ορατός από κανέναν.....
Επιστρέψαμε.....