Ο μικρός Βασιλάκης Ρώτας πάλι. σ’ εκείνο το συγκεκριμένο μάθημα είχε κάνει κοπάνα (ίσως πάλι να έκανε ιδιαίτερα στο σπίτι του και η αγγλοδιδάσκουσα να μην έδωσε και μεγάλη σημασία στο μαθησιακό κενό του), βοήθησε και η απεγνωσμένη αναζήτηση της ρίμας και του μέτρου (στην ωριμότητά του πλέον ο λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφεύς) κι έτσι το μεγαλύτερο υπαρξιακόοντολογικό δίλημμα όλων των εποχών το to be or not to be «να είσαι ή να μην είσαι» (έστω «να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις») στην Ελλάδα έγινε «να ζει κανείς ή να μη ζει» χάνοντας το νόημά του, προς μεγάλη απογοήτευση του Άγγλου βάρδου, που ακόμα (αν και όχι μόνο γι’ αυτό) γυρνά στον τάφο του.
Ο έλλην τώρα (που είναι γνωστό με πόση τελειομανία, κλασικοφιλία και ευρύτατη θεατρική παιδεία διάγει τον βίον του), ακριβώς λόγω αυτού του ερμηνευτικού προβληματακίου της οντολογίας του μύθου του Δανού πρίγκηπα, ψιλοσνομπάρει τα κλασικά ανεβάσματα του Άμλετ του Σεξπίρου (άσε που η πλήρης εκδοχή του έργου είναι τέσσερεις ώρες και τα ελληνικά θέατρα έχουν άβολες καρέκλες, πανάκριβο μπαρ με αγενείς barwomen και εξαιρετικά προβληματικές τουαλέτες) και αναζητεί εναλλακτικές εκδοχές που να καλύπτουν τις οντολογικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις του (και να μην του κοστίζει η γρανίτα σαμπάνια).
Τέτοιες εκδοχές προσφέρει αφειδώς η αγγλοσαξονική και γενικώς η δυτική θεατροπαραγωγή, η οποία έχει ασχοληθεί εκτενέστατα με το ζητηματάκι, έχει αναγνωρίσει τις ισορροπίες του περίφημου μονόλογου, όπου το υψιπετές συνταιριάζεται με το χαμερπές και το πνευματικό συμπληρώνει θαυμαστά το σωματικό κι έχει φροντίσει (αλλάζοντάς του, συνήθως, τα πετρέλαια) να το μετατρέψει από όπερα, της οποίας το λιμπρέτο είναι βασισμένο σε προσαρμογή (άλλή μια αιώνια απορία μου: τι είναι αυθεντικό, τι μεταγραφή, τι βασισμένο και τι λογοκλοπή, αλλά τέλος πάντων) του Δουμά (sic!), μέχρι ταινία με τον ό,τι-θέλουν-οι-γυναίκες-braveheart Mel Gibson....
Στο καπάκι διάφοροι δραματουργοί (ζηλώσαντες τη δόξα των Ιμπσεν, Ο’ Νιλ, ει μη και του ίδιου του Σεξπίρου) φρόντισαν να δανειστούν το οντολογικό του Άμλετ, ώστε να αναδείξουν τα σύγχρονα υπαρξιακά, βλέπε του Tom Stoppard's το Rosencrantz & Guildenstern Are Dead, το Hamletmachine του Heiner Müller (και άλλα τα οποία προφανώς αγνοώ, καθώς θεατρόφιλη, θεατρόφιλη, αλλά μην το παρακάνουμε κι όλας...) αποδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, ότι όσο περισσότερο περιμένουμε τον Γκοντό (ναι το ξέρω ότι αυτός είναι από άλλη δραματουργική σχολή, αλλά εμένα αυτός μου συμπλήρωνε το νόημα, μη σας πω ότι εκφράζει και το οντολογικό μου άψογα), τόσο λιγότερες οι πιθανότητες να έρθει...
Επειδή όμως ημείς (ως παρέα, ως οικογένεια, ως ζεύγος αλλά και ενίοτε κατά μόνας) είμεθα επίμονοι και δεν σταματούμε να αναζητούμε τη λύση του διλλήματος, Τρίτη βράδυ μέσα στο βαρύ χριστοδούλειο πένθος (που υπόρρητα έθετε το ερώτημα: τι είναι ο άνθρωπος? τι είναι ο θάνατος? τις μου εστί πλησίον? τι ώρα είναι η παράσταση? κ.α. να μη σας κουράζω τώρα και κλέβω και τη δουλειά από τον Γιανναρά) και το ακόμη βαρύτερο ψοφόκρυο (που μας έβαζε στο κρύο κλίμα της Ελσινόρης και την παγωνιά του θανάτου που υποφώσκει στο κάστρο, στις τάφρους, στις ακτές, τις λεωφόρους και τα σοκάκια)... βρεθήκαμε στο Soul stereo να παρακολουθούμε άλλη μια πρωτοποριακή παράσταση έξι πολύ (αλλά μιλάμε για πολύ) νεαρών (και ταλαντούχων) παιδιών, εις εκ των οποίων ο Γιάννης, το έτερο ήμισυ της Μετεωρίτης (παρεμπιπτόντως κούκλος στην παράσταση με το κόκκινο γυαλί), το Άμλετ reloaded (αυτό τώρα πώς θα το μεταφράζαμε στα ελληνικά?), αγνώστου εις εμέ συγγραφέως.
Ομολογώ ότι δεν είχα ξαναπαρευρεθεί σε παρόμοια εκδήλωση τεατράλε, όπου οι ηθοποιοί μπαίνουν μαζί με τους θεατές στο μπαράκι αναζητώντας τη θέση τους πείθοντας μας όλους ότι οι θέσεις είναι αριθμημένες και κάνοντας μας να αναζητούμε στο εισιτήριο το νούμερο μας (τελικά τα νούμερα ήμασταν εμείς που φάγαμε τόσο εύκολα το happening των - γλυκύτατων, το είπα ή το ξέχασα? - παιδιών), οπότε γοητεύτηκα (και σας τα λέω για να ζηλέψετε). Επειδή, φυσικά, δεν υπήρχαν αριθμημένες θέσεις, βολεύει και το μέγεθός μου, εγώ χώρεσα πάνω στο ηχείο, ενώ η υπόλοιπη παρέα βολεύτηκε σε σκαμπό του μπαρ και καναπέδες. Ως μπόνους (που είμαι καλό κορίτσι petite et raffinée) είχα το ποτάκι μου και κάπνιζα και το τσιγάρο μου, άρα ήμουν εξαιρετικά άνετα, ήταν κι ο καλός μου μακριά, άρα κανείς δε με γκρίνιαζε, το παιδί μου κοιμόταν στη φίλη της άρα κανείς δε με σκότιζε στο κινητό, το θέαμα (εδώ δειλά θα μπω στα χωράφια του Γεωργουσόπουλου αλλά θα με συγχωρήσετε και όταν μου κάνει τη μήνυση ο σεβάσμιος πλην χολερικός κριτικός, θα προβάλετε ως υπερασπιστικό επιχείρημα την καλή μου προαίρεση...) ήταν πάνω από τον μέσο όρο πολλών συμβατικών παραστάσεων (ανέφερα ότι ο Γιάννης ήταν κούκλος με το κόκκινο γυαλί??) άρα πέρασα εξαιρετικά.
Τα (πολύ όμορφα και γοητευτικά, σε περίπτωση που δεν το έχω ήδη επισημάνει) παιδιά απόδωσαν με μεράκι και συγκινητικό (στην αρχαία του έννοια της αγάπης προς την τέχνη) ερασιτεχνισμό το (αποδεκτό, αν και αρκετά αμερικάνικο κατ’ εμέ) κείμενο, χόρεψαν (παρεμπιπτόντως έχω να προτείνω στη βουλή των Ελλήνων – και την Ευρωβουλή, αν χρειαστεί – να απαγορέψει δια νόμου στους άντρες – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – να χορεύουν), αποδόμησαν με επιτυχία το σεξπιρικό εργάκι, (με την Οφηλία και τον ίδιο τον Άμλετ, οι μόνοι που εμφανίζονται στην παράσταση, να παραπέμπουν από το ελισαβετιανό θέατρο ως την κομέντια ντελ άρτε και το γαλλικό μπουλβάρ), ακύρωσαν τους σεξπιροθεωμενοαναλύοντες (αν και μέσα από τις στερεοτυπικά χαζές γυναίκες και τον αρχετυπικά επιφανειακό αρσενικό) και συνέδεσαν το οντολογικό και τη μεταφυσική αναζήτηση του 1600 με τις σεξουαλικές νευρώσεις του 2000 (σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα τελική σκηνή όπου οι ηθοποιοί βομβαρδίζουν ο ένας τον άλλο με τα εσωτερικά τους νοήματα αντικατοπτρισμένα εντός της δράσης του Άμλετ), χωρίς να κάνουν το Σέξπιρ να γυρνά στον τάφο του.
Και επειδή όπως λέει και ο Γιάννης/Walter (μήπως λησμόνησα να τονίσω ότι το κόκκινο γυαλί του είναι το κερασάκι στην τούρτα της παράστασης?) σε κάποια στιγμή στην παράσταση (για τους Rosencrantz & Guildenstern) δεν έχει σημασία ποιος είναι ποιος, όλα τα παιδιά συμμετείχαν σε μια συλλογική προσπάθεια που κάνει το θεατή να μη θεωρεί ότι «απώλεσε την ημέρα (ή μάλλον τη νύχτα)».
Εμείς περάσαμε πολύ όμορφα, στη συνέχεια κατεβήκαμε και στο κάτω μοδάτο, αλλά όχι πολύ δήθεν, μπαρ (ίσως βοήθησε και η Τρίτη, το ψοφόκρυο, το πένθος και ότι πρέπει να μιλάς δυο ξένες γλώσσες για να κυκλοφορήσεις στην Ευριπίδου βράδυ) και συνεχίσαμε το ποτό (ώσπου από κάποια στιγμή και μετά κυκλοφορούσε αίμα στο αλκοόλ μας) και σας το συστήνουμε (χωρίς αναρωτήσεις αυτή τη φορά) ανεπιφύλακτα...