"Κάθε παρέλαση είναι ένα δημόσια εκτεθειμένο ψέμα" είπεν ο σοφός παππούς Έκο. Ένα σωματικά δομημένο ψέμα, έμφορτο με εθνικιστικές συμπαραδηλώσεις επιθετικότητας και απόλυτα συνδεδεμένο με ιδεολογίες σωματικής πειθάρχησης, πνευματικής υποταγής και στρατιωτικής ετοιμότητας.
Το θυμήθηκα αφού ήρθε πάλι ο καιρός της παρελάσεως (ο εφιάλτης στο δρόμο με τα δίευρα...) και η εμμονή σε αυτήν της ελληνικής (ομού μετά τινών ανατολικασιαστικών δικτατοριών)

πολιτείας και κοινωνίας (ειδικά στις μαθητικές). Άλλη μια απόδειξη (για μένα) της υλικής πραγματικότητας που συνιστούν η πολιτική και η ιδεολογία και (καθώς, εδώ και πολλά χρόνια μάς έχει τελειώσει η παραδοσιακή καρτεσιανή διχοτομική προσέγγιση πνεύματος/σώματος) της αποδοχή; της σωματικοποιημένης έννοιας του ανθρώπινου όντος, ότι δλδ το άτομο είναι τα βιολογικά όρια του σώματος του, αφού (πολύ σχηματικά) χωρίς αυτό δεν υπάρχει (η σκέψη) το έξω από αυτό. {Ο εγκεφαλικός θάνατος -θάνατος της (έδρας της) σκέψης επέρχεται πριν ακόμα και τον καρδιακό θάνατο, ενώ το ζήτημα της (ύπαρξης ή ανυπαρξίας της αθάνατης) ψυχής άπτεται του πεδίου της παραψυχολογίας (ει μη και της θρησκειολογίας, ετέρου παράγοντα του μεταφυσικού) οπότε δεν αναιρεί το παραπάνω. (μιλάμε έχω αρχίσει να βάζω παρενθέσεις στις παρενθέσεις... Η κατάστασή μου επιδεινώνεται....)}. Άρα οι λειτουργίες (και οι χρήσεις) του σώματος (όπως η παρέλαση) σε ένα κοινωνικά δομημένο περιβάλλον, καταδεικνύουν τη σημασία του, ως παράγοντα στις λειτουργίες της αμοιβαιότητας και της ανταλλαγής ανάμεσα στα άτομα, και αποκαλύπτουν τις διασυνδέσεις ανάμεσα στη διαμόρφωση του σώματος και τη δόμηση του κράτους, στη νοηματοδότηση του σώματος και τις ιδεολογίες της εξουσίας (στις θεσμικά ιεραρχημένες αλλά και στις οριζόντια διαχεόμενες μορφές της).
Οι πρώτες διαφοροποιημένες από το καρτεσιανό μοντέλο αναφορές στην έννοια του σώματος παρατηρούνται στη νεωτερική κοινωνία στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι. Την περίοδο που μεταβάλλεται ο γεωπολιτικός και κοινωνικός χάρτη της Ευρώπης, λόγω των ναπολεόντειων πολέμων και της βιομηχανικής επανάστασης. Η οικονομική σημασία του σώματος, στην αλυσίδα παραγωγής, αλλά και η χρησιμότητα του για την κυριάρχηση πάνω σε άλλες πληθυσμιακές και εθνικές ομάδες, οδήγησε στην ανάπτυξη ενός διαφοροποιημένου λόγου (διάβαζε ιδεολογία) σώματος, πνευματικής και σωματικής υγείας, και φυσικής άσκησης. Έτσι, ανατίθεται (ή αναλαμβάνει, η σχέση δεν είναι τόσο ντετερμινιστική όσο ακούγεται, αλλά φυσικά ούτε τόσο συμπτωματική και αθώα...) η διάδοση του αθλητισμού και της Φ.Α., στη δημόσια εκπαίδευση, έναν από τους θεσμούς που συνέβαλε και στην εγκαθίδρυση των εθνικών κρατών.
Σε ένα παράλληλο χρονικά (και νοηματικά) επίπεδο, αν διαβάσουμε προσεκτικά τους λόγους

του Κουμπερτέν (εις την αλλοδαπήν), του Βικέλα (εις τα καθ' ημάς) ή των τεχνοκρατών του αθλητισμού (σήμερα), θα διακρίνουμε το υπονοούμενο (και λιγότερο υπονοούμενο) ότι κάθε αθλητικό (σωματικό) επίτευγμα είναι απόδειξη πως έχει προοδεύσει η ίδια η ανθρωπότητα, τόσο ως προς τη σωματική κατάσταση συνολικά των ατόμων, αλλά, κυρίως (πέφτοντας στην ύπουλη παγίδα ότι αφού κάθε επιτυχία, επιτυγχάνεται μέσω της θεϊκής επιθυμιάς τότε η νίκη αποκτά μια ηθική πλευρά- εφόσον -ελέω- δεν μπορεί να αποδοθεί στους αήθεις), ως προς το ήθος (να μην ξαναναφέρω ως χαρακτηριστική την αντιμετώπιση των ατόμων με "προβλήματα βάρους", ως παρεκκλίνοντων όχι απλά του σωματικά φυσιολογικού, αλλά του πνευματικά, συναισθηματικά και ψυχολογικά "κανονικού"). Ένα ήθος που αξίζει την επιβράβευση (μετάλιο), αλλά και υποχρεούται στην επίδειξη (παρέλαση πριν την έναρξη των αγώνων, και μετά από αυτούς) επιβεβαίωση της ανωτερότητας του έθνους (αφού γέννησε τον) νικητή.
Έτσι, λοιπόν ήταν (είναι) επόμενη η σύνδεση της προόδου του έθνους, έμμεσα (ή λιγότερο έμμεσα), με την καλή φυσική κατάσταση, την υγεία και τη δύναμη των πολιτών και από εκεί (ο εκφυλισμός) σε αυτό που ο σεβάσμιος αθλοερευνητής ο Alter ονομάζει σωματικό εθνικισμό.

Συνεπαγωγικά, λοιπόν (μιλάμε μέσα στον ντετερμινισμό είμαι σήμερα) τα μέσα του 19ου αι. δημιουργούν της κατάλληλες συνθήκες ένταξης της Φυσικής Αγωγής (τότε Γυμναστικής ή Σωματικής Αγωγής) στην εκπαίδευση (για τη δημιουργία του ικανού προς εργασιακή απόδοση και επίτευξη των ιμπεριαλιστικών στόχων ατόμου, μέσω του ελέγχου και την πειθάρχηση του σώματος) με συστήματα μαζικής γύμνασης με μιλιταριστικό σχεδιασμό, όπως το
γερμανικό, το οποίο συνίστατο στην άσκηση σε πυκνές παρατάξεις, με δοσμένες ομαδικές εντολές, με απόλυτο συγχρονισμό, τη χρήση πολεμικών οργάνων, ακόμη και την εξάσκηση σε πρακτικές πολέμου. Είναι επίσης η εποχή όπου προκύπτουν οι πρώτες (στρατιωτικές) παρελάσεις ως εκφοβιστικές εκ(και συμπαρά- μη σου πω)δηλώσεις αποφασιστικότητας και (εργασιακής και μιλιταριστικά ερμηνευμένης) επιθετικότητας, επίγονοι των ρωμαϊκών θριάμβων, όπου ο νικητής τροπαιοφόρος στρατηγός παρήλαυνε με το στρατό του στους δρόμους της πόλης (πιστοποιώντας την κατοχή της από αυτόν, άρα και την υποχρέωση των κατοίκων της να του προσφέρουν τις προσόδους τους) περιφέροντας μαζί σιδηροδέσμιους τους ηττημένους (πιστοποιώντας έτσι την κατωτερότητά τους άρα και τον λόγο για τον οποίο έχασαν -τη δυνατότητα- της ελευθερίας και των προσόδων τους...).
Αλλά εκεί που η παρέλαση (και το περίφημο βάδισμα της χήνας)

βρήκε τη χαρά της ήταν η επιβολή των φασιστικών (όλων των χρωμάτων, καθότι μόλις μου ήρθε στο νου και η Κόκκινη Πλατεία με τους κομμισάριους της να περνούν καμαρωτοί με γόνατο τεντωμένο και κουντεπιέ στητό, μπροστά από τον Στάλιν, στον Χρουτσόφ, τον Μπρέζνιεφ κ.ο.κ...) και εθνικοσοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη που απέβλεπαν στη δημιουργία του πνευματικά, σωματικά και ηθικά «χαλύβδινου ανθρώπου», στην υπηρεσία του αρχηγού και του κράτους, και πρέσβευαν τη διαμόρφωση του πολεμικά πρόθυμου υποκειμένου, του στρατιωτικά έτοιμου σώματος...
Στην Έλλάδα, η διδασκαλία της Φυσικής Αγωγής (η μάνα της παρέλασης, ενώ και η παρέλαση σε μια κυκλικά ανατροφοδοτούμενη σχέση παράγει τη Φυσική Αγωγή) ανατίθεται αρχικά σε στρατιωτικούς (καθηγητές εκπαιδεύονται πολύ αργότερα και πάντα η εκπαίδευσή τους γίνεται μέσα σε μιλιταριστικά πλαίσια και συμφραζόμενα) και μάλιστα εκτός του σχολικού ωραρίου. Αποκτά έτσι μια λειτουργία επέκτασης του σχολικού χρόνου, σε μια γενικευμένη προσπάθεια υπόρρητου ελέγχου των σωμάτων των μαθητών, τονίζοντας τη συμπληρωματική προς την εκπαίδευση (η οποία -στη θεσμική της έκφραση το σχολείο- με μια σειρά μηχανισμών χώρου -όπως η στενότητα των διαδρόμων στην τάξη, η τοποθέτηση της έδρας ψηλότερα από τα θρανία, οργάνων -όπως τα θρανία, ειδικά τα παλαιότερα, ένα μέγεθος από την πρώτη μέχρι την τελευταία τάξη του σχολείου που υποχρεώνει τα παιδιά σε μια αφύσικα καμπουριασμένη ή τεντωμένη στάση, μεθόδους και τεχνικές -όπως η Φ.Α., η σωματική τιμωρία, ή η παρέλαση- τυποποιεί και κανονικοποιεί τα παιδιά διασφαλίζοντας την υποταγή

των σωμάτων και των δυνάμεών τους) λειτουργία της, όσον αφορά στην πειθάρχηση των μαθητών αλλά και στην ελεγχόμενη ανάπτυξη της επιθετικότητάς τους (όπως λέει και ο σοφός αθλοκοινωνιολόγοθεωρητικός Dunning), ώστε μελλοντικά να λειτουργήσουν ως υπερασπιστές του κράτους. Κι εκεί στη δεκαετία του τριάντα, με την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία... η Σωματική Αγωγή γεννά την μαθητική παρέλαση ώς απόδειξη αυτής της υπερασπιστικής δεινότητας, αυτής της πολεμικής ετοιμότητας, αυτής της ομόθυμης υποταγής στον
άριστο. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν τη διατήρησαν αποζητώντας την ιδεολογική και κοινωνική ενσωμάτωση μιας μαθητικής νεότητας που προερχόταν από τα παιδιά του πολέμου και της εμφύλιας σύγκρουσης, η χούντα των συνταγματαρχών τη διατράνωσε και τη συμπλήρωσε με γιορτές τύπου "Ελληνική αρετή".... και δε γλιτώσαμε από δαύτη ποτέ....
72 χρόνια αργότερα εξακολουθούμε να επιδεικνύουμε (μέσα από) τη σωματική ρώμη των παιδιών μας την πνευματική τους ενάργεια, να αποδεικνύουμε (μέσα από) τον συγχρονισμό στο βήμα τους την πειθάρχησή τους στον φορέα της αλήθειας, να αναδεικνύουμε (μέσα από) την τιμητική περιφορά των λαβάρων την ετοιμότητά τους να πολεμήσουν κάθε (πραγματικό και προπάντων) φαντασιακό εχθρό.
Ωστόσο, αναρωτιέμαι....
Είναι σκόπιμο να συζητιούνται θέσεις για την κατάργηση των παρελάσεων, όταν ακόμα μέσα από συλλαλητήρια (με εθνοκεντρικές ομιλίες και πολιτειοφοβικές αγορεύσεις) για το όνομα της όμορης χώρας, που είναι αμφίβολο αν θα υπάρχει σε 15 χρόνια, μέσα από προσκυνήματα εικόνων ειδικά φερμένων (για την ενίσχυση του θρησκευτικού αισθήματος του λαού) από ιερά βουνά και λαγκάδια αποδεικνύουμε ότι ο χρόνος μας παραμένει παγιδευμένος σε μια προνεωτερικότητα?
Μήπως γίνονται γραφικοί όσοι θεωρούν ότι ήρθε ο καιρός διαφοροποίησης των πανηγυρισμών για την εθνική παλιγγενεσία, όταν ακόμα μέσα από σταυροφορίες (με ανοικείες επιθέσεις και αμφισβητήσεις της ιθαγένειάς τους και λοιδώρησης) για την απόσυρση (ει μη και καύση) ενός βιβλίου, όταν με την περιφορά ιερών λαβάρων (ώστε η εθνεγερσία -σοφά αποκομμένη από την κοινωνική της διάσταση- να εγείρει συνδέσεις και συνειρμούς) για την εμπέδωση του δικαιώματος της θρησκείας να παρεμβαίνει στη λειτουργία της πολιτείας (όσον αφορά ατον καθορισμό της ταυτοτήτας των πολιτών) καταδεικνύεται ο προ-αστικός χαρακτήρας της ελληνικής πολιτείας?
Μήπως είναι ανοησία να αμφισβητείται η συμβολή των παρελάσεων στην υγιή ανάπτυξη των προσωπικοτήτων των μαθητών/τριών, όταν μέσα από τα καναλοπαράθυρα (που βρίσκουν θέμα στις χαλεπές -ειδησεογραφικά- μέρες των αργιών), για τις φουστίτσες των μαθητριών και τα αθλητικά των μαθητών, όταν μέσα από τους καυγάδες (των ίδιων εκείνων ελλήνων γονιών, που βρήκαν τον Πικάσσο τολμηρό και το "Λεωφορείον ο πόθος" ανήθικο) για την ελληνικότητα των σημαιοφόρων αναδεικνύεται η υπόρρητη συντηρητικότητα και η ξενοφοβία της ελληνικής κοινωνίας?
Βρε μήπως το παρακάνω με τις αναρωτήσεις μου και εκνευριστεί ο Ζουράρις και οι συν αυτώ?