Μια φορά κι έναν (τόσο αρχαίο που κανείς δεν θυμάται πια) καιρό, ήταν
μια (όχι τόσο όσο νομίζουμε) μακρινή
χώρα, κούκλα…. Παραθαλάσσια, αμμουδιά, φοινικόδασος (να τη βλέπει και να σκάει
το Βάι), όλα τα καλά του κόσμου κι ένα λιμάνι φοβερό να μπαινοβγαίνουν οι
θαλαμηγοπεντηκόντοροι και οι φορτηγοτριήρεις και να μην προφταίνουν οι σκλάβοι
τις φορτοεκφορτώσεις εμπορευματοαμφορέων, και τις νηομεταφορές εμπορευματοπανεριών (να τα βλέπει
η ΚΟΣΚΟ και να ονειρεύεται οργανισμούς λιμένος και συμβάσεις αποικιακές). Το
πρόβλημα ήταν ότι ήταν μια σταλιά κι
έτσι κανείς δεν θυμόταν πώς την έλεγαν. Από το πολύ -Σύρε, ρε, με το καράβι
μέχρι εκεί στη χώρα με τους φοίνικες – ξεχνάω πώς τη λέμε – που ξεμείναμε από χρυσάφι Κύπρου…. -Σύρε, ρε, στη
να δεις πώς τη λένε… ξέρεις εκεί με τους φοίνικες – ξεμείναμε από λάδι Κορώνης… πολύ δεν θέλει, της έμεινε
της χώρας το Φοινίκη και αργότερα (που ο φοίνικας αποψιλώθηκε με κάτι
αναπτυξιακά και κάτι πετρελαιογεωτρήσεις και λίγο πριν ξεκληριστούν πλούτη και
λαός -γνωστή σε όλους μας και στενόχωρη ιστορία) της έμεινε το Συρία (ευτυχώς
που έχετε βρει εδώ την πηγή της γεωγραφοετυμολογίας).
Εκεί, λοιπόν, ζούσε ένας βασιλιάς εξαίρετος (υιός του Ποσειδώνα του θεού
της θάλασσας, γαρ) ναυσιπλόος. Είχε φάει
(ξαδέρφι του θεού του πολέμου του Άρη, γαρ) και
δυο τρεις ηγεμόνες που του κουνήθηκαν σε κάτι εκβιαστικές
διαπραγματεύσεις (τύπου μιλάτε με τον
κήρυξ και θεσμό, κάντε ένα βήμα καλής θέλησης, παραδώστε την πόλη, το
χρηματοκιβώτιο συν κάτι κρατικά ακίνητα, κάτι νησιά κάτι κάστρα που σας
κάθονται ανεκμετάλλευτα και μετά βλέπουμε αν θα σας εντάξουμε εις το σύμφωνο
χαλάρωσης της θανατερής πολιορκίας) κι έτσι τον ονόμαζαν Αγήνορα (πάνω από
όλους τους άντρες). Ο Αγήνορας, με το
που έφτασε σε γάμου ηλικία, πήρε (όπως ταιριάζει σε έναν βασιλιά τέτοιου
γενεαλογικού δέντρου και δόξης) για βασιλοσύζυγο μια λαμπερή (εξ ού και το Τηλέφασσα) πριγκίπισσα και μπήκε με ζήλο στη
διαδικασία παραγωγής απογόνων και θεμελίωσης δυναστείας.
Με τον πρώτο, κιόλας, χρόνο του γάμου να σου η πρώτη εγκυμοσύνη να
κι η μεγάλη συγκίνηση για το νιόπαντρό ζευγάρι κι όλο το συγγενολόι σε ουρανούς
και γαίες (ευκαιρία ψάχναν οι θεότατοι για γλέντι και νέκταρ, ως γνωστόν).
Μόλις ήρθε, δε, η ώρα η καλή και βγήκε η ιέρεια της Ειλειθυίας (διότι πού να
βρεθεί γυναικολόγος και μαμή εκείνες τις εποχές και μετά απορούσαν που πεθαίναν
πιο πολλές επίτοκες κι από κομπάρσους στο Game of Thrones, άσχετο…) από το δωμάτιο της λεχώνας με το καλό
το νέο … -αγόρι - και τι αγόρι, να σας ζήσει, έκανε χαρά μεγάλη ο Αγήνωρ,
μοίρασε (ως είθισται) χρυσά τάλαντα για
τα συχαρίκια βγήκε και ανακοίνωσε και στον λαό… -εγεννήθη ο υιός μου κι έγινε
μεγάλη γιορτή και πολυήμερο γλέντι.
Αρχαία χρόνια ήταν, μικρές οι γνώσεις περί αντισυλλήψεως ήταν δεν πρόλαβε
να μπουσουλήσει ο μικρός (που είχε ήδη ονομαστεί για προφανείς λόγους)
Φοίνικας, να σου ξανά η βασιλοσύζυγος να της μυρίζουν από μήλα των εσπερίδων μέχρι μπακαλιάρο τάριχο και να τρέχει ο έρμος
ο Αγήνωρ με στρατούς και στόλους να φέρει της εγκυμονούσας και να’χει και στην
επιστροφή το… -Αχ, μου πέρασε… τσίμπησα έναν γάρο (τι να σας διηγιέμαι τώρα,
κάπου το έχετε ακούσει το δραματάκι της εγκυμοσύνης). Ξαναβγήκε, τες παν, σε
εννέα μήνες η ιέρεια με την καλή την ανακοίνωση… - να ένας αγόραρος… έκανε χαρά μεγάλη πάλι ο βασιλιάς (αφού σου
λέει παραφυλά η παιδική θνησιμότητα κάτσε να εξασφαλίσουμε τη δυναστεία και τη
διαδοχή). Βγήκε και ανακοίνωσε και στον λαό… -εγεννήθη ο Κίλικας (καθότι ζουμπουρλούδικο και με κάτι
αυτιά σαν χερούλια το μωρό, άσχετα που κανείς δεν το υποδείκνυε στον βασιλιά),
κι έκαναν μια γιορτή μέρες και βδομάδες (και με τα μισά λεφτά, μη σας πώ απ’
όσα χρειάστηκε ο Καμίνης για την 3ώρη φιέστα της Κοτζιά το 2016 μετά
Χριστόν) σε πρωτεύουσα και περίχωρα.
Πέρασαν καμπόσοι μήνες. Άρχισε ο Κίλικας (που ήταν πολύ ζωηρός) να
μπουσουλά κι ό,τι πιάνει στο χέρι να το χιλιοκομματιάζει, είχε και ο Φοίνικας
τα ζητήματα ζήλειας του πρωτότοκου, όπου έβρισκε τον μικρό τον καταχέριζε,
αγόρια ήταν ό,τι τους έφερναν για δώρο το έκαναν όπλο για μάχες φονικές (μην τα
πολυλογούμε, παιδιά έχετε, ξέρετε) το είχαν το παλάτι εργοτάξιο κάνει. Το
σκέφτηκε, λοιπόν, ο Αγήνορας φωνάζει την
Τηλέφασσα… -καλοί οι διάδοχοι, θα υπερασπίσουν και την πατρίδα σε ό,τι τύχει
αλλά ένα ποτήρι νερό άμα γεράσουμε δεν το βλέπω να μας δίνουν….-άσε που ποιος
ξέρει και τι νύφες θα μας φέρουν συμπλήρωσε η Τηλέφασσα (τι να λέμε? μάνα ήταν
το Οιδιπόδειο ήταν η φυσιολογική της κατάσταση), η οποία μπήκε στο νόημα
αμέσως…. πρέπει να κάνουμε ένα κορίτσι, να μπει λίγη χάρη και στο παλάτι, λίγη
ομορφιά να φτιάξουν οι δούλες κάνα
κοτσιδάκι, να διδάξω κι εγώ πώς γίνεται το κοπανέλι της μάνας μου…
Μία που το είπαν μία που η Τηλέφασσα (που από ότι φαίνεται κρεμούσε άντρας
το χιτώνα δίπλα στον χιτώνα της και γκαστρωνόταν εκεί που άλλες γυναίκες τρώνε
όλα τους τα λεφτά στις εξωσωματικές κλινικές “Οι Κάβειροι” και τα τάματα στη
Λητώ και την Ήρα) έμεινε έγκυος. Έκανε χαρά μεγάλη ο Αγήνορας πήγε και σε κάτι
ονειροκρίτες, πήγε σε μάντισσες σε χαρτορίχτρες (όχι για να δει που χάνεσαι
όλες τις νύχτες)… -κορίτσι μεγαλειότατε, κορίτσι… Φευ, στους εννιά μήνες που
έβγηκε (πιο δισταχτικά τούτη φορά) η ιέρεια με τον γιο, του ‘ρθε ένας ντουβρουτζάς. Τι να κάνει όμως?
Έκανε τα πικρά γλυκά, βγήκε και ανακοίνωσε στον λάο…. -η Τηλέφασσα έκανε πάλι
αγόρι κι έστρωσαν και τα τραπέζια (μη λέει ο κόσμος, ότι ξεχωρίζει ο βασιλιάς
τα παιδιά του). Απ’ τη σύγχυση, ωστόσο, δεν είχαν σκεφτεί να δώσουν ένα όνομα
στο μωρό κι έτσι με το… -θα σου πει η Τηλέφασσα και… -θα σου πεί ο Αγήνορας… κάθε φορά που τους ρώταγαν -πώς τον λέτε,
καλέ, τον μπέμπη (Χριστέ μου! τι πηγή παρασκηνιακών πληροφοριών έχετε βρει εδώ)
του έμεινε το Θάσος του μωρού, άειντε να μας ζήσει.
Τώρα, πλέον, ο Αγήνορας το είδε πατριωτικά. Δεν μπορεί σου λέει ο ξάδερφος
ο Δαναός να έχει πενήντα κόρες (άσχετο που δεν ήξερε σε τι βούρκο θα
κατρακυλούσαν ανεψιές και ξάδερφος για να γλιτώσουνε την προίκα) κι εγώ να μην
μπορώ να έχω μήτε μία, κι έτσι όπου έβρισκε την Τηλέφασσα παρ’ όλες τις
ασθενείς και για τα μάτια του κόσμου (έναν άλλονε φώς μου, άσχετο παρασύρθηκα)
διαμαρτυρίες της …-κάτσε βρε χριστιανέ μου και μας κοιτάει και το δουλικό
προσωπικό… την κουτούπωνε με το γνωστό και αναμενόμενο αποτέλεσμα. Το ’χε,
τώρα, σίγουρο. Έκανε και μια βόλτα σε μαντεία και σπλαχνοσκόπους αφού οι πρότεροι
ονειροκρίτες (που είχαν την ίδια επιτυχία με κάτι παγκόσμιους και έλληνες
κασανδροοικονομικοπολιτικοκοινωνικοαναλυτές της σήμερον) είχαν, μετά από
συνοπτικές διαδικασίες, συναντήσει τους χθόνιους και καταχθόνιους θεούς τους,
όπου πήρε τις (λίγο πιο διφορούμενες αυτή τη φορά) διαβεβαιώσεις τύπου… -αν η
Τηλέφασσα δεν κάνει αγόρι τότε το παιδί θα είναι κορίτσι… τις ερμήνευσε κατά το
δοκούν και μόνο η αίθουσα του θρόνου γλίτωσε το ροζουλί. Πλην όμως, άμα τη
εμφανίσει της ιέρειας (που με το ζόρι -όχι πάλι εγώ, παιδιά, προς Θεάς- κι αφού
έχασε στον κλήρο βγήκε να κάμει την ανακοίνωση) ίσα που το γλίτωσε το
εγκεφαλικό ο βασιλεύς και μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο της λεχώνας, η οποία δεν
άφηνε το βρέφος από τα χέρια της μην της το ξεπαστρέψει ενώ ταυτόχρονα τον
παρακαλούσε… -έλα, μανούλα μου, κοίτα το τό αθώο, ο καλύτερος των αγοριών μας
θα είναι αυτός… αφού δεν έρχεται η κόρη αυτόν θα έχουμε για το νερό. Ε, ο
καλύτερος από δω, ο καλύτερος από κει… τον είπε Κάδμο ο βασιλιάς, έστειλε κι
έναν κήρυκα να κάνει ανακοίνωση στον από κάτω από το παράθυρο μαζεμένο και
απογοητευμένο (καθότι στα στοιχήματα 1 προς 200 είχε απόδοση το κορίτσι) λαό,
έγινε και το σύνηθες τραπέζι και
κλείσθηκαν στο παλάτι.
Όπως φαντάζεστε μετά από τέτοια απογοήτευση Αγήνορας και Τηλέφασσα έπεσαν
σε μελαγχολία, ασχολιόνταν όλη την ώρα με τα μικρά τους κι από σεξ, μην τα
συζητάτε (και κυρίως όχι με νέους γονείς που ‘χουν την εξάντληση έχουν και τον
καημό τους) μια στο τόσο. Έλα όμως που, ως προείπαμε, πιο εύκολα είχε η
Τηλέφασσα τις εγκυμοσύνες παρά το ΔΝΤ τις απαισιόδοξες προβλέψεις για την
οικονομία της Ελλάδος και παρ’ όλη τη χάση και τη φέξη, να την πάλι η
εγκυμοσύνη.
Αυτή τη φορά ούτε μάντεις ούτε ιερείς
κι από προετοιμασίες τίποτα! με τα παλιά μωρουδιακά και τα φασκιώματα θα
την έβγαζε το ερχόμενο βασιλόπαιδο. Ε, ήρθε η ώρα και τα γνωστά, πιάσαν την
Τηλέφασσα οι πόνοι, βημάτιζε νευρικά απ’ έξω ο Αγήνορας (και βλαστημούσε που θα
του το ισοπεδώνανε το παλάτι τόσα αρσενικά), βγήκε βιαστική βιαστική η ιέρεια (που μόνο σπίτι
τους δεν είχε εγκατασταθεί, πια, τόσο συχνά που την καλούσαν) και… -ΚΟΡΙΤΣΙ μεγαλειότατε κορίτσι… Άλαλος έμεινε
ο Αγήνορας μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο και βρήκε τη λεχώνα να κλαίει με την
κόρη στην αγκαλιά και γύρω ΤΗΝ αναμπουμπούλα. Το κοριτσάκι μια χαρά ήταν και
ολόγερο πλην όμως είχε κάτι μάτια σαν πιατάκια του καφέ και κοίταζε γύρω γύρω
σαν περισκόπιο. Δεν πα να το κοιτάγανε οι δούλες και οι ιέρειες καλά, καλά (τι
’ν’ τούτο, Ήρα μου και Βαγγελίστρα μου?) ο βασιλιάς (όπως κάθε πατέρας) το
βρήκε το ωραιότερο μωρό του κόσμου, το ονόμασε Ευρώπη (τι ματάρες έχει η
κουκλίτσα μου? τι?) έστειλε παντού την ανακοίνωση του ερχομού της πριγκίπισσας
στον λαό (που αφού δεν βρισκόταν κανείς να δεχτεί στοιχήματα περί κόρης σιγά
μην καθόταν έξω από το παλάτι) και διάταξε να κάνουν μακροχρόνια γλέντια στη
χώρα που μπροστά τους η δεξίωση γάμου του Τσοχατζόπουλου (αρχαίος διπλοθεσίτης,
από τη μία αμυντικός υπεύθυνος της χώρας και από την άλλη έμπορος δοράτων και
ασπίδων που θησαύριζε, που να θυμάστε τώρα) έμοιαζε με τσάι κυριών.
Μεγάλωνε, λοιπόν, η Ευρώπη καμάρι του πατέρα της και παρηγοριά της μάνας
της, λέμε τώρα, διότι (και δυστυχώς) θες από το πολύ το χάδι (αφού μάνα,
πατέρας, θεογιαγιάδες και θεοπαππούδες συν όλο το ιερατείο, συν το δουλικό
προσωπικό έτρεχαν από πίσω της), θες τα μάτια της τα τρομερά που έβλεπαν πολύ
πιο μακριά από όπου έφταναν τα βλέμματα των άλλων ανθρώπων (κι ως γνωστό το
μάτι είναι πιο λαίμαργο από το στόμα) πολύ ιδιότροπο τους είχε βγει τούτο το
θηλυκό κι όσο μεγάλωνε τόσο χειρότερο γινόταν. Μόλις έβλεπε κάποιο από τα
αδέρφια της να παίζει άρχιζε τις τσιρίδες και τα …..ζικό μουουουου!!!! Το
σέλωωωωωωω!!! γύριζε και τα τρομακτικά μάτια της προς αυτούς…. πανικοβάλλονταν
τα αγόρια της το έδιναν και το ’σκάγαν. Αν έβλεπε κάποιο από τα αγόρια στην
αγκαλιά της μάνας ή του πατέρα της ξανάρχιζε τις τσιρίδες και τα κλάματα μέχρι να διώξει το αγόρι και να κατσικωθεί
αυτή στην πατρική ή μητρική αγκαλιά. Αν κάποιος ξένος, δε, έδινε γλυκό ή δώρο
στα αγόρια αμέσως πεταγότανε να το πάρει ουρλιάζοντας… -ζα μέναααααααα… με
αποτέλεσμα τα αγόρια (μη σας πούμε κι οι επισκέπτες) να έχουν αρχίσει να έχουν
σύνδρομα, αγοραφοβίας, παιχνιδοφοβίας, κοριτσοφοβίας και πάει λέγοντας (μιλάμε
τα σύνδρομά τους ο Φρόιντ και η Κλάιν μια στους Λαβδακίδες και μια πάνω τους
τις στήριξαν). Δεν συζητάμε, δε, τα κοριτσάκια των αυλικών οικογενειών που
έρχονταν να παίξουν και που κατέληγαν να τα ξεμαλλιάζει η Ευρώπη και να τους
παίρνει ό,τι είχαν (και καλά δώρο στην πριγκίπισσα). Μισά βγαίναν τα έρμα μετά
από κάθε (οι θεοί να το κάνουν) παιχνίδι αλλά που να τολμήσουν οι οικογένειες
να διαμαρτυρηθούν στον βασιλιά για τον θηλυκό συνδυασμό του Ιχθυοκένταυρου και
της Έμπουσας. Κάνα δυο που διαμαρτυρήθηκαν, να ζήσουμε να τους θυμόμαστε και να
χαίρεται ο βασιλιάς την περιουσία τους που κατασχέθηκε υπέρ της ευημερίας του
κράτους.
Anyhow και συμπερασματικά, μπροστά στην Ευρώπη το
κοριτσάκι του Εξορκιστή έως και αγγελούδι το έλεγες. Όσο μεγάλωνε, δε, τόσο
χειρότερη, πιο συμφεροντολόγα και πιο χειραγωγική γινόταν και για να γίνει το
δικό της δεν δίσταζε να στρέφει τα αδέρφια της το ένα εναντίον του άλλου, όλους
μαζί κατά του πατέρα τους και τον πατέρα τους που, παρεμπιπτόντως, τη λάτρευε
(μιλάμε, τέτοια τυφλαμάρα πατέρα απέναντι σε κόρη είχαμε να δούμε από τον καιρό
που ο Τραμπ άφηνε την Ιβάνκα να κοιμάται στον καναπέ του οβάλ στον Λευκό Οίκο)
εναντίον όλων τους.
Και σαν να μην έφτανε η ιδιοτροπία της, όσο μεγάλωνε, χωρίς να είναι άσχημη
-ίσα, ίσα- τόσο πιο τρομακτική γινόταν εξαιτίας των τεράστιων ματιών της που,
όσο περνούσε ο καιρός, έδειχναν και πιο μεγάλα σχεδόν κάλυπταν όλο της το
πρόσωπο και το βλέμμα τους έφτανε στα πέρατα της γης. Και ναι μεν, στο
βίρτσουαλ το θέμα λυνόταν με κάτι ψηφιδοσόπ και κάτι αμφορεοαντόμπ, που Ευρώπη
του έδινες του καλλιτέχνη και τη Ναόμι τη μαύρη γαζέλα σου έβγαζε (αλλιώς
-καλλιτεχνικές ελευθερίες και αηδίες- κινδύνευε να τελευτήσει τον βίο του σε
μπουντρούμια και κωπήλατα), στο δια ζώσης, όμως, η Ευρώπη λαχταρούσε τον κόσμο.
Οι, δε, πρίγκηπες που έρχονταν πρώτη φορά παρασυρμένοι από τους
ινσταγκραματοαμφορείς με τη μορφή της επάνω, οι οποίοι έφταναν ως τα βάθη του
τότε γνωστού κόσμου, σταλμένοι από την Τηλέφασσα (διότι τον είχε τον φόβο και
την αναρώτηση, η έρμη η μάνα, του ποιος αντέχει την Ευρώπη γεροντοκόρη στο
αιώνα τον άπαντα) κάλλιο το ’χαν να αντιμετωπίσουν τη Γοργώ παρά τα τρομακτικά
μάτια της Ευρώπης.
Όμως (και όπως λέει και η σοφή σεβάσμια μαμά μου), μην κοιτάς τα πόδια
(στην περίπτωσή μας τα μάτια) μου τα στραβά (στην περίπτωσή μας τα τεράστια και
τρομακτικά) κοίτα την τύχη μου την ίσια. Κι εκεί που ’τρεχε σε λειμώνες και
παραλίες, σε ναούς και τάματα, όπου την έστελνε η μάνα της, παρέα με τις
θεραπαινίδες και τις αυλικοκόρες αφ’ ενός για να μην τρομάζει τον κόσμο κι αφ’ ετέρου να γλιτώνει την τρομοκρατία της
το παλάτι, της έφεξε της Ευρωπίτσας μας κι έπεσε επάνω της έτερο μάτι (πιο
τεράστιο από τα δικά της) ον τα πανθ’ ορά
(ή τουλάχιστον εόρα εκείνη την εποχή). Το μάτι του Θείου (και θείου του
πατέρα της αλλά που δεν τον πολυπροβλημάτιζαν τέτοιες λεπτομέρειες περί
αιμομιξίας τον τρισμέγιστο) Δία, ο οποίος όπως διαβεβαιώνει και ο Όμηρος (που μεγαλόφθαλμη
ανεβάζει την Ήρα, βοομάτα την κατεβάζει άρα κάτι ξέρει περί των προτιμήσεων του
Διός) πολύ τις πήγαινε της μεγαλομάτες γυναίκες. Μόλις την είδε, λοιπόν, την
Ευρώπη σε κάτι προσκυνήματα και κάτι θυσίες με αυτά τα μάτια τα τεράστια
(μοντέλο της Μάργκαρετ Κιν στους big eyes πίνακές της, λέμε) του γυάλισε και δεν σας περιγράφουμε τις
συνήθεις γελοιότητες στις οποίες κατέφυγε για να τη γοητέψει. Τι μεταμορφώσεις
σε κύκνους, φίδια και χρυσές βροχές, τι βροντές και αστραπές τυλίχθηκε και περιδιάβαινε
(και νόμιζε ότι δεν τον καταλάβαιναν κι όλας που είχε γίνει βούκινο ο τύπος σε
ανατολές και δύσες, τες παν), τίποτα η Ευρώπη! να μη γυρνάει να τον κοιτάξει
(τρόπος του λέγειν). Διότι και επειδή, η Ευρώπη (όπως ο αναγνώστης, εν
αντιθέσει με τον Δία -που σκεφτόταν με το κάτω κεφάλι- έχει αντιληφθεί) μεγάλη
μουσίτσα, την είδε (που λέει ο λόγος και πάλι)
την ευκαιρία για τα απόλυτα μεγαλεία και τη διαφυγή από την ασήμαντη
χωρούλα. Αλλά ταυτόχρονα κοίταζε να διαφυλαχθεί από τη (λίγο ως πολύ γνωστή εις
όλη την αρχαιότητα μέσω των γνωστών, μεσημεριανοτελάληδων και
κουτσομπολοαοιδών) μοίρα των προηγουμένων άμυαλων κορασίων και αγορίων μιας και
τα περί φύλου ήτο ασήμαντες λεπτομέρειες τότε (μην τα λέτε όμως αυτά του
Αδώνιδος -του γνωστού Αδώνιδος- αγριεύει), οι οποίες και οποίοι κατέληξαν από
υπόγειους δεσμώτες και μελλοντικά γεύματα δράκων ως καρβουνιασμένες δάδες και
υπηρετικό προσωπικό στον Όλυμπο.
Και του το ’κοψε….-κατ’ αρχάς και μεταξύ μας σας γνωρίσαμε Θείε (και
μακρινοθείε) Δία και διατί να το κρύψωμεν άλλωστε (που έλεγε και σχεδόν
συνομήλικος με την ιστορία μας Έλλην πολιτικός του οποίου το χάρισμα ήτο η
-δίκαιη- πίστη του ότι ο λαός ξεχνά) πολύ με ενδιαφέρετε και κούκλο σας βρίσκω
πλην όμως…. Ή τη βέρα ή βρείτε εταίρα!.
Εγώ για ξεπέτες δεν είμαι. Πήγε να πει κάτι κοψομεσιασμένα (που έλεγε και ο
σοφός μακαρίτης πεθερός μου –μιλάμε λόγω καταγωγής παραμυθιού το ‘χω ρίξει στην
προφορική βιβλιογραφία), τύπου… -να πάρω εσένα τώρα και θα το πάρω και το
διαζύγιο αργότερα. Να της το φέρω μαλακά, είναι και τα παιδιά μην τρέχουμε σε
ψυχολόγους, τι φταίνε τα αθώα. Αλλά πού η Ευρώπη, η οποία (όπως έχετε
αντιληφθεί ως τα τώρα) δεν είχε οίκτο για τους δικούς της θα είχε για τα ξένα
παιδιά που ήξευρε ότι ήταν και κοτζάμ μουλάρια Άρηδες και μουλάρες Αθηνές?
Γύρισε στον Δία που την κοιτούσε να πεταρίζει τις ματάρες τις πελώριες (να
πετάγονται πανικόβλητες οι κουκουβάγιες από τις φωλιές τους, λέμε) και έλιωνε
κι ίσα που δεν του γέλασε κατάμουτρα….. -όοοχι γλυκούλι μου. Χωρίς στεφάνι
κρεβάτι δεν έχει. Ή αφέντρα και κυρά ή κάτω από τον χιτώνα χέρι δεν απλώνεις.
Τον χαβά του ο άλλος… -πώς να σε πάρω με στεφάνι, μάνα μου, που θα μου πάρει η
άλλη τον μισό Όλυμπο συν τις καλλιέργειες της αμβροσίας, τα αστραπόβροντα και
το κέρας της Αμάλθειας, έλα στα σύγκαλά σου στην εποχή του χαλκού είμαστε, δεν
είμαστε στην εποχή του αυτόματου διαζυγίου… άσε, μάνα μου, να σε πάρω και θα
σου πάρω μεζονέτα στα καλύτερα προάστια να σε βλέπουν και να ζηλεύουνε…δούλες,
χρυσά, όλα στο χέρι θα στα ’χω…. -δεν πας καλά μου φαίνεται! αυτά τα έχω και
στο παλάτι μου. Πριγκίπισσα με έχει ο πατέρας μου… κι όσο για να με βλέπουν
ούτε που να το συζητάς… Να με δει κι η
κακιώσω στον Όλυμπο και να βρεθώ αγελάδα να γυρνάω στις πεδιάδες και τα όρη.
Και, καθότι (παγκοίνως γνωστό) είσαι και καρπερός, τα παιδιά μας? Τι θα
απογίνουν τα παιδιά μου (πάει το μας)? Να γυρνάνε να κάνουν άθλους σαν τους
τσιρκολάνους? Ξέχνα το κι ούτε να το συζητάς!
Τες παν και να μην σας το τραβάω (γιατί αυτή η άκαρπη διελκυστίνδα με τις
διαπραγματεύσεις, τις απειλές, τις παραχωρήσεις, τις υπαναχωρήσεις και τις
ανανεούμενες απαιτήσεις τράβηξε μήνες -κι αν σας θυμίζει κάτι, καλώς σας
θυμίζει), είδε κι απόειδε ο Δίας ότι χωρίς μεγάλο συμβιβασμό το μάτι το
τεράστιο στο σκότος δεν το βλέπει αλλά είδε και απόειδε κι η Ευρώπη ότι
διαζύγιο γιοκ κι έπρεπε να αλλάξει αιτήματα. Στο καπάκι είχε στριμώξει και η
Τηλέφασσα για γάμο (να παίρνει και ‘κανας άλλος σειρά, που με τις παραδόσεις
και τις αηδίες, -αν δεν αποκατασταθεί το κορίτσι γάμο δεν έχει- είχανε πήξει τα
αγόρια και δεν έμπαινε άνθρωπος στα μπάνια του παλατιού για τους γνωστούς και
προφανείς σε όλους τους αγορογονείς λόγους) κι όλο της κουβαλούσε της Ευρώπης
κάτι δευτεροκλασάτους πρίγκηπες διότι (όρα κάτι παραγράφους παραπάνω) οι
πρωτοκλασάτοι ούτε να το συζητήσουν να ξυπνάνε το βράδι με την Ευρώπη στο
κρεβάτι τους και τα μάτια της στο σκοτάδι να μοιάζουν με τα λέηζερ του Island (καλή του ώρα και πού το θυμήθηκα,
Παναγία μου?). Αποφάσισε, λοιπόν, πριν ο γνωστομουρνταροτρισμέγιστος βρει κάνα
καινούργιο ενδιαφέρον και της την κάνει και την αφήσει αμφορέα (διότι ως
γνωστόν οι μπουκάλες δεν ήχουν εφευρεθεί) και πριν η ίδια βρεθεί με κάναν
σώγαμπρο να τελειώνει τις μέρες της στη Φοινίκη, να υποχωρήσει κι αυτή. Και το
συνέλαβε το μεγαλοφυές, να κλεφτούνε.
Πριν, ωστόσο, έθεσε όρους με
προγαμιαιοκλοπιμαιοσυμβιωσοσυμβόλαιο (διότι -και να μην επαναλαμβάνομαι- ούτε
το τηλεσκόπιο στο Αρεσίμπο δεν έβλεπε τόσο μακριά όσο η Ευρωπίτσα μας)…- τα
δικά μου -προ συμβιώσεως- δικά μου και απ’ τα δικά σου, αν με αφήσεις, τα μισά
δικά μου …- τι λες κουκλίτσα μου που θα σε αφήσω εγώ? κορώνα στο κεφάλι μου θα
σε έχω και τι να τα κάνω τα δικά σου κοτζάμ θεός (μιλάμε ούτε ο μακαρίτης
ο εφοπλιστοκααναλαρχοΚυριακού πριν το
διαζύγιο με τη Μαρί δεν ήταν τόσο εντελώς yolo όσο ο Δίας μας) …-συνεχίζω μη διακόπτεις… μακριά
από τη χώρα, μακριά απ’ τα αδέρφια μου, μακριά από την Ήρα, μακριά από τη
φτώχια μακριά απ’ τη μιζέρια για να κλείσω τα μάτια και ν’ απλώσω τα χέρια (και
μέσα στην τραγουδοδιακειμενικότητα σας έχω, λέμε!)… -σώπα μάνα μου, τι μιζέριες
μου λές τώρα? παντού κυρά και βασίλισσα θα σε έχω... Υπεγράφη λοιπόν το
συμβόλαιο, στάξαν και κάτι νερά από τη Στύγα για να είναι απαράβατοι και σεβαστοί
οι όροι (πώς δεν επιτρέπεται πάνω από 3% το θετικό πλεόνασμα στις χώρες της ΕΕ
και το σέβεται η Γερμανία? ε, έτσι), βούτηξε και κάτι χρεώγραφα από το
χρηματοκιβώτιο του Αγήνορα, κάτι τίτλους ιδιοκτησίας υπερδάφους κι υπεδάφους
της Φοινίκης, η αχόρταγη, σήκωσε κι ό,τι χρυσό και μετρητό μπορούσε να
κουβαλήσει αυτή και ο ερωτοχτυπημένος, έκανε ο Δίας και καλά ότι την άρπαξε
μεταμορφωμένος σε ιπτάμενο ταύρο (διότι από φαντασία στα καινούργια εφφέ,
ανεξάντλητος ο Θεότατος από σοβαρότητα πάλι.... not so much), έκανε και η ίδια κάτι τύπου…-βοήθεια,
μανούλα μου, με κλέβουν…. και την έκαναν.
Να μη σας περιγράψω αναλυτικά το ταξίδι (και σας μαυρίζω την ψυχή) πάντως η
Ευρώπη, στάθηκε στο ύψος του κωλοχαρακτήρα της…-μην πετάς ψηλά ζαλίζομαι, μην
πετάς χαμηλά βρέχομαι, μην πετάς γρήγορα φοβάμαι, μην πετάς αργά βαριέμαι, μη
σταματάς εδώ είναι μικρό, μη σταματάς εδώ είναι ξερό, μη χαιρετάς αυτούς μου
φαίνονται γύφτοι, μη μιλάς σ’ αυτούς μου φαίνονται ξιπασμένοι, μην περνάς πάνω
απ’ την Κύπρο μας βλέπουν, μη στρίβεις από δω θα το πουν του πατέρα μου… άμα δεν είχε στο νου του το πήδημα ο Δίας κι
άμα δεν τον θάμπωνε κάθε τόσο με τα πεταρίσματα των ματιών της θα την ξαμόλαγε
στο πέλαγο και θα είχε γλιτώσει (κι εσείς μαζί) πολύ ταλαιπωρία.
Φτάσανε, τες παν, κάποια στιγμή και με το καλό στο Ιδαίο άντρο και ξαναπήρε
τη μορφή του και μόνο που δεν άφρισε η (ως αντελήφθημεν άπαντες) ντομινατρίξ κι
ο Δίας, εκεί! άλαλος μέσα στην υποταγή,
και με σκυμμένο κεφάλι (μα τι πήδημα φανταζόταν ότι έκανε η εν λόγω, απορώ)...
-και για να έχουμε καλό ρώτημα εδώ στους βράχους θα τη βγάλουμε? Που’ν τα
παλάτια και οι σκλάβες, που’ν τα χρυσά και τα τζοβαΐρια, που΄ν τα μεγαλεία,
καλέ... -προς το παρόν, μανούλα μου, εδώ γεννήθηκα, είναι ασφαλές, δεν θα μας βρει ποτέ η
Ήρα… -εγώ εδώ δεν μένω είναι στενόχωρο
και μυρίζει αγριοκάτσικο -ΜΗ μιλάς έτσι για την Κρήτη, Ευρώπη μου, γιατί θα σ’
ακούσει κάνας Κρητικός κι η Ήρα θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας.
Σου υπόσχομαι από αύριο θα βρω τους καλύτερους να σχεδιάζουν και να σου χτίζουν
παλάτια που όμοιά τους δεν θα υπάρχουν, έλα που τόσους μήνες είμαι με τη ζώνη
αγνότητας… ε, και φαντάζεστε τη συνέχεια της βραδιάς (ούτε οι Κούρητες με το
βροντοκόπημα των ασπίδων τους δεν κάλυπταν τον θόρυβο)….
Από την επομένη άρχισε η βασιλεία της Ευρώπης αλλά (γιατί πάντα υπάρχει ένα
άλλα) μέσα στον φόβο του πατέρα της που (μεριά κι επειδή, όσο να πεις, του
κόστισε η προδοσία της, μεριά επειδή υπέφερε από την απουσία της διότι είπαμε
ήταν το κοριτσάκι του) έστειλε τα αδέρφια της να την ψάχνουν σε ουρανούς, θάλασσες
και στεριές με εντολή να μη γυρίσουν χωρίς αυτή. Άσε, δε, τον φόβο των αδερφών
της που, ναι μεν, μόλις έκλεισαν την πόρτα πίσω απ’ τον Αγήνορα το έριξαν στον
πυρρίχιο, τους ανάπαιστους και τους ιάμβους …-έφυγε η Ευρώπη, έφυγε η Ευρώπη…
και σκορπίσαν στους πέντε ανέμους (εκτός
από τον Φοίνικα, ο οποίος -τι να κάνει, πρωτότοκος γαρ- έμεινε να φυλάει τους
βαρυγκωμισμένους γονιούς που του αφήσανε οι άλλοι αμανάτι) για να στήσουν δικά
τους βασίλεια μακριά της (και ουδεμία διάθεση έδειχναν να την αναζητήσουν) αλλά
που αργά ή γρήγορα θα αναζητούσαν την πατρική περιουσία που καταχράστηκε
φεύγοντας.
Οπότε, ελέω Δία που ικανοποιούσε όλες της τίς ιδιοτροπίες (στην αρχή γιατί
τρελαινόταν για πάρτη της, στη συνέχεια για να γλιτώνει τη γκρίνια και στο
τέλος γιατί τη σκιαζότανε) άρχισαν οι αρχιτέκτονες να σχεδιάζουν κι οι μαστόροι
να στήνουν, κατά τα γούστα της Ευρώπης παλάτια και πόλεις… -εδώ ψηλό τείχος να
μη περνάει ούτε πετούμενο πουλί, εδώ φράχτης αγκαθωτός να μην χωράει ούτε γάτα,
εδώ καστρόπορτα σιδερένια να μην παραβιάζεται ούτε από ταύρο, εδώ κελάρια
πλινθόκτιστα να μην τρυπώνουν ούτε ποντίκια, εδώ μπουντρούμια γρανιτένια να μην
ξεφεύγει ούτε μύγα… Οι, δε, στρατοί που της χάρισε ο Δίας να φτάνουν στα πέρατα
της γης. Και να ισοπεδώνουν τον Λίβανο
για τον κέδρο των παλατιών της Ευρώπης… να ξεθεμελιώνουν την Αιθιοπία για τα
διαμάντια των κοσμημάτων της Ευρώπης… να ξεπαστρεύουν την Αίγυπτο για το λινό
και το βαμβάκι των οτκουτυροχιτώνων της Ευρώπης… να αποσαθρώνουν την υποσαχάρια
Αφρική για τον χρυσό, τον χαλκό και τον σίδερο των στρατών της Ευρώπης… να
ξεφωλιάζουν από θάλασσες και ωκεανούς κοπάδια τα ψάρια και τα θαλασσινά και να
κατασφάζουν στις τούνδρες και τις στέπες αγέλες τα ζώα και σμήνη τα πετούμενα
για τα γεύματα της Ευρώπης… να ξελογγώνουν δάση και ζούγκλες σε
νεοανακαλυπόμενες χώρες για τον καφέ και τα μπαχάρια των συναναστροφών της
Ευρώπης (όχι βέβαια ότι την πλησίαζε άνθρωπος, ούτε τα αδέρφια της και οι
γονιοί της ακόμα, διότι αφού οικειοποιηθήκε ό,τι υπήρχε γραμμένο στα κλεμμένα
χρυσόβουλα της Φοινίκης κι ότι δεν υπήρχε, στο τέλος τους έβαλε και να
σκοτώνονται αναμετάξυ τους για να μην την κυνηγήσουν) … να ξεριζώνουν από την
κεντρική και τη Νότια Αφρική καραβιές τους σκλάβους για τα χωράφια, τα γιαπιά,
τα εργαστήρια της Ευρώπης και τις σκλάβες που θα μεγάλωναν τα παιδιά της
Ευρώπης…. Βλέπετε, πήρε η Ευρώπη μας από την Τηλέφασσα τη φοβερή ικανότητα
τεκνοποιίας, ήταν κι ο Δίας καρπερός και αδιάφορος για την αντισύλληψη κι ούτε
αριθμούνται μέσα στους αιώνες τα παιδιά τους που δεν σταμάταγε να τα στέφει σιδερόφραχτους
βασιλείς και βασίλισσες η Ευρώπη.
Και πάλι ευχαριστημένη δεν ήταν.
Ό,τι έπεφτε στα μάτια της τα περισκοπικά το ήθελε και δικό της. Κι από την
Κρήτη (που της έπεφτε πια μικρή και στενόχωρη για να χωρέσει τα μεγαλεία που
της έταξε ο Δίας, και τη σπορά του) ζήτησε την ενδοχώρα να εγκαταστήσει τα
βασιλοκαμάρια της κι ο Δίας της την έδωσε… και από την ενδοχώρα ζήτησε τις
πόλεις να βασιλεύουν τα βασιλοπαίδια της κι ο Δίας της τίς έδωσε… και από τις
πόλεις ζήτησε τα βουνά και τις πεδιάδες να έχουν προσόδους τα βασιλοβλαστάρια
της και ο Δίας της τα έδωσε… και από τα βουνά ζήτησε να περάσει στις διπλανές
χώρες να κυριαρχούν οι βασιλοαπόγονοί της κι ο Δίας της τίς έδωσε…. και ζήτησε
όλη την ήπειρο κανείς να μην φτάνει τους βασιλοκληρονόμους της κι ο Δίας την
ονόμασε Ευρώπη… και ζήτησε κι άλλα παλάτια κι άλλους στρατούς κι άλλες γαίες
όλα για τη βασιλοσπορά της κι ο Δίας της τα έδωσε… και ζήτησε από τον Δία να
αλλάξει το όνομά του να χαθούν τα ίχνη του και ο Δίας το άλλαξε σε Γεχβά... και
ζήτησε και το κεφάλι του μικρού του γιου (όπως γίνεται φανερό, μπροστά στην
κακία και την εκδικητικότητα της Ευρώπης
την Ήρα ως και καλόβολη την έλεγες) που
απέκτησε με μια ασήμαντη Εβραιοπούλα (διότι πρώτα βγαίνει η ψυχή -που δεν
βγαίνει κι όλας στους θεούς- και μετά το μουρνταροχούι) κι ο Γεχβά της τον
έδωσε να τον σταυρώνει…
Κι όσο γίνονταν πιο μεγάλα τα παλάτια της τόσο πιο μικρή γινόταν η καρδιά
της. Κι όσο πιο εύφορα τα χωράφια και οι αγροί της τόσο πιο άγονο το μυαλό της.
Κι όσο πιο απαλά τα παπλώματα και τα μαξιλάρια της τόσο πιο σκληρό το πετσί
της. Κι όσο πιο μακριά εξαπλωνότανε κι αυτή και η βασιλογέννα της μέσα στους
αιώνες τόσο γίνονταν πιο αχόρταγη και άπληστη. Κι όσο γινόταν πιο αχόρταγη τόσο
ξεχείλωνε και φάρδαινε και πάχαινε και βάραινε (να βογγάνε οι ζυγαριές... -ώπα
παιδιά! ένας, ένας ανεβαίνουμε και ζυγιζόμαστε-…) και ξεχειλίζανε λίπη και
σάρκες από πάνω της και κρέμονταν τα διπλοσάγωνα και βούλιαζαν τα μάτια τα
πελώρια στα παραμάγουλα. Έτρωγε η Ευρώπη… και έτρωγε και ψευδόταν (πιο πολύ κι
από τη Σούζη, καλή της ώρα εκεί στην Παριζιάνα που έπαιζε). Κι όσο πιο γεμάτη η
κοιλιά της τόσο πιο άδεια η ψυχή της κι όσο πιο πολύ ακινητούσε μέσα στην
πλαδαρότητα και την παχυσαρκία το κορμί της τόσο πιο αεικίνητα γίνονταν τα
μάτια της ψάχνοντας κάτι, τι… Κι όλο και
λαχταρούσε αφόρετα ρούχα, αδοκίμαστες γεύσεις, περίτεχνα κοσμήματα, περίβλεπτα
παλάτια, απερπάτητα χώματα, απρόσιτους πλανήτες. Και δωσ’ του οι στρατοί της
αρματωμένοι και μη να περπατάνε στα ξένα για να ικανοποιούν τις ιδιοτροπίες της
και να αφήνουν πίσω τους χαμένους, νεκρούς, ξεσπιτωμένους.
Ένα βράδυ, μέσα σε μια τρομερή καταιγίδα με τη βροχή να πέφτει
καταρρακτωδώς και τις αστραπές και τις βροντές (που, από τότε που ο Δίας έγινε
Γεχβά, από χέρι σε χέρι ανίδεων για τη δύναμη της φύσης, άχρηστων, αδέξιων κι
ανίκανων να τους χειριστούν περνούσαν και δεν σας περιγράφουμε πως συμπλήρωναν
τις ζημιές που έκαναν οι στρατοί της Ευρώπης) να παίρνουν και να δίνουν,
ακούστηκε ένα κτύπημα στην πύλη της πόλης (ποιος να ‘ναι έξω τέτοια ώρα, τέτοια
μέρα, τέτοιο μήνα, τέτοιον αιώνα?) και ο Θεότατος (θες τα χρόνια, θες το
καλόβολο αυτό μικρό του παιδί που κάθε χρόνο αδιαμαρτύρητα άφηνε την τρελή να
τον σταυρώνει και περίμενε υπομονετικά αυτόν να τον αναστήσει και του χάριζε
μια συγχώρεση που ούτε του χρωστούσε ούτε την άξιζε) παρά τις διαμαρτυρίες της
Ευρώπης… -μην ανοίγειειειεις… μηηηη…. τα
λεφτάαα… τα χρυσαφικάααα… τα
κηροπήγιαααα… τα φαγητάααα… τα παιδ….
άνοιξε
Ήταν μια μικρούλα που στεκόταν έξω εκεί, μπροστά στην πόρτα. Αλλά, κύριε
και Θεέ μου (ό,τι όνομα και αν έχεις πια) σε τι κατάσταση τραγική αφήνεις τα
παιδιά σου… Το νερό έτρεχε από τα μαλλιά της μέχρι τα ξεσολιασμένα παπουτσάκια
της, τα ρούχα της στέκανε κουρελιασμένα στο κορμάκι της, τα μάτια της (που κατά
έναν παράξενο τρόπο έμοιαζαν σαν το αρνητικό αποτύπωμα των ματιών της Ευρώπης) ήταν
μελανιασμένα και κόκκινα σαν αίμα (καθώς είχαν δει πράγματα που οι άνθρωποι δεν
θα έπρεπε να βλέπουν ποτέ), στα χέρια της κρατούσε μόνο ένα μπογαλάκι κι
επέμενε πεισματικά ότι ήταν μία αληθινή πριγκίπισσα διωγμένη από ξένους
στρατούς από τη δική της χώρα και κυνηγημένη από ντόπιες καταιγίδες στην ξένη
χώρα, Δεν σας περιγράφουμε τα βλοσυρά βλέμματα και τους βρυχηθμούς της Ευρώπης,
ειδικά μόλις το πιο μικρό της πριγκηπόπουλο, το μοσχαναθρεμένο (με τις
ευρωδιακηρύξεις του, την ευρωοικονομοανάπτυξη του, την ευρωεκπαίδευση του, την
ευρωδικαιοσύνη τους και τους ευρωστρατούς του) δήλωσε πώς η πριγκίπισσα θα
κοιμόταν στον πύργο…. -τι λες, καλό μου, από-και-κλείεται… δεν πληροί τα
απαραίτητα κριτήρια… δεν έχει χαρτιά… δεν έχει… -μάνα, μην το συζητάμε δεν την
αφήνουμε να κοιμηθεί στην καταιγίδα … -τι λες, παιδάκι μου? κινδυνεύουνε τα
ιερά και τα όσια μας… απειλείται ο τρόπος ζωής μας… εποφαθλμιούντ.... -άσε μας, ρε μάνα, που απειλείται το παλάτι
από ένα ασυνόδευτο κοριτσάκι…
Τι να κάνει? Είχε πεισμώσει ο μικρός, μουρμούραγε και ο (Γεχβά που θυμήθηκε
ότι ήταν ο) Δίας κάτι τύπου… -εγώ είμαι ο Ξένιος… και όλοι δικαιούνται άσυλο
κάτω απ’ τη στέγη μου… και είναι ανεπίτρεπτη η εκδίωξη ικετών… και αντίκειται
στη χάρτα δικαιωμάτων του ανθρώπου… και κάτι τέτοιες σαχλαμάρες (που τώρα τις
θυμήθηκε κι αυτός, τόσα χρόνια που έδινε στρατούς και στόλους στην Ευρώπη και
ισοπεδώναν τη χάρτα των δικαιωμάτων και την άφηνε να σφραγίζει την ήπειρο και
να εξευτελίζει τα άσυλα των ικετών, άντε μην πω τίποτα στα σοβαρά με τόσους
πνιγμένους στην αναζήτηση της φιλοξενίας του) την άφησε να μείνει. Κι έβαλε να
της στρώσουν δίπλα στο δωμάτιο της (και καλά να την τιμήσει, στην
πραγματικότητα να την έχει το νου της). Χωρίς να πει όμως τίποτα, με το που
βγήκαν οι καμαριεροδούλες πήγε στο υπνοδωμάτιο, τ΄ άδειασε, άφησε ένα
ξεροκόμματο στο τραπέζι (ούτε συζήτηση να φάει στο τραπέζι τους η ζητιάνα -αυτό
της έλειπε, δα, είχε και καλεσμένούς
σήμερα για εμπορικές συναλλαγές- να αποκαλυφθεί η γύμνια, η πείνα και η δίψα
της), πήρε όλα τα στρωσίδια από το κρεβάτι κι άφησε τις τάβλες γυμνές με ένα
στρώμα (μην νοιώσει κι άνετα η ξενοπούλα και της κατσικωθεί) κι ένα σεντονάκι.
Και την ώρα του ύπνου έσπρωξε τη μικρή μέσα και μπήκε κι αυτή να ξεραθεί στα
δώματα και τις κάμαρές της.
Ωστόσο, αυτό το βράδυ έκανε πολύ
ανήσυχο ύπνο… Ανά πέντε λεπτά φώναζε τις δούλες να στρώνουν και πιο πολλά
στρωσίδια πάνω στους σωμιέδες και πιο πολλά πουπουλένια στρώματα πάνω από τα
στρωσίδια και πιο πολλά χρυσοβάμβακα μαξιλάρια πάνω από τα πουπουλένια στρώματα
για να κοιμηθεί ανετότερα και, πάλι, μάτι δεν έκλεινε. Σαν κάτι να υπήρχε στο
κρεββάτι, κάτι που τρυπούσε το κορμί και την (ας πούμε τώρα) ψυχή της. Το πρωί
έβαλε σκλάβες και προσωπικό να ψάχνει το κρεββάτι εξαπολύοντας κατάρες κι
απειλές αν δεν λύσουν το πρόβλημα και περάσει άλλη νύχτα ξάγρυπνη.
Στο πρωινό ο πρίγκηπας κι ο Δίας (διότι αυτή, με τις ματάρες τις τεράστιες
χαμένες μέσα στα λίπη και τα διπλομάγουλα ούτε που την έβλεπε, άσε που
χλαπάκιαζε ό,τι βρισκόταν στο τραπέζι κι όλο μπουκωμένη ήταν- κι όταν τρώνε δεν
μιλάνε) ρώτησαν την πριγκίπισσα πώς είχε κοιμηθεί… -κάτι έλειπε από το κρεββάτι
μου… -στρωσίδια? -όχι… -στρώματα? -όχι.. παπλώματα? -όχι… -μαξιλάρια? -όχι,
όχι.. το μπογαλάκι μου που ακουμπάω το κεφάλι μου τόσες μέρες, μήνες, χρόνια,
που περιπλανιέμαι… κι όμως, το είχα όταν στρώσανε οι κοπέλες σας…Πού να ‘ναι,
άραγε… Τη στιγμή που το ΄λεγε (ε, τι? άμα είναι να δημιουργήσω σασπένς θέλω και
το σωστό timing) μπήκε η
υπηρέτρια με το δισάκι ανά χείρας. Την κοίταξαν καχύποπτα Δίας και
πριγκιπόπουλο… -πού ήταν αυτό? -στο κρεββάτι της μεγαλειοτάτης… Συνειδητοποίησε
η Ευρώπη ότι όπως βούτηξε τα στρωσίδια βούτηξε και το δισάκι αλλά έκανε το
κορόιδο… -δεν έχω ιδέα… κάποιο λάθος θα έγινε… θα συγκροτήσω επιτροπή
έρευνας.... θα αποκαλύφουν και θα μαστιγωθούν όλες οι ένοχες… και κάτι τέτοια
που προοικονομούσαν ότι πάλι άλλος θα πλήρωνε το μάρμαρο. Αλλά, πάλι, τρωγόταν… κάτω από τόσα στρώματα,
κάτω από τόσα πούπουλα, κάτω από τόσα μαξιλάρια, κάτω από τόσα παπλώματα (κάτω
από τόσο λίπος, μεταξύ μας) πώς ένα τόσο
δα δισάκι την κράτησε ξάγρυπνη όλη νύχτα?… κι, επιπλέον, γιατί ήταν σαν να μην
είχε κοιμηθεί όλη της τη ζωή? Δεν άντεξε τον πειρασμό… -και για να έχουμε καλό ρώτημα δεσποσύνη...
ΤΙ έχει μέσα το πολύτιμο δισάκι σου? Κοσμήματα? -όχι… Χρυσάφι? -όχι… Χρήματα? -μα όχι, όχι… τα οστά των δικών μου… του παππού μου του
Αγήνορα, της Γιαγιάς μου της Τηλέφασας, του πατέρα μου του Φοίνικα…
Μετά από τόσα χρόνια η γενιά της, τα αδέρφια της, οι γονείς της την έφτασαν
και είχε έρθει η ώρα να διεκδικήσουν την οικειοποιημένη κληρονομιά και τη
δικαιωματική τους θέση στη ζωή της.
Η πριγκίπισσα που ήταν τόσο αληθινή (κι ακόμη περισσότερο από) όσο η Ευρώπη
και όλα τα παιδιά της, έμεινε στον πύργο, τα οστά βρήκαν τη θέση τους στο
κενοτάφιο του παλατιού να θυμίζουν στην Ευρώπη τη ρίζα της και το δισάκι
τοποθετήθηκε στο μουσείο, όπου μπορείτε να το δείτε και σήμερα, αν δεν το έχει κλέψει κανείς.
Ναι, ήταν μια αληθινή ιστορία (που έλεγε και ο σοφός παραμυθοπολύγραφος
Άντερσεν)