Τελικά είναι φοβερό όταν αφήνεις κάτι ημιτελές... Εδώ και δυο μέρες τα παραμύθια με τραβούν απ’ το χέρι, δε μ’ αφήνουν να κοιμηθώ. Μια Σταχτομπούτα χωρίς πόδι για το γοβάκι της, μια Κοκκινοσκουφίτσα χωρίς χέρια για να μαζέψει τα λουλούδια της, ένας γάτος με μια μπότα, ένας πρίγκιπας με πόδια βατράχου, η Οντέτ με φτερά κύκνου... όλοι οι παραμυθοχαρακτήρες, μισοί μέσα από το προηγούμενο ποστ, ζητούν την ολοκλήρωσή τους, γυρνούν μέσα στο μυαλό μου ψάχνοντας το κομμάτι που τους λείπει για ν’ αποκτήσουν νόημα, να κατορθώσουν να ολοκληρώσουν την ιστορία τους, να βρουν τη γαλήνη.
Γύρω μου στριμώχνονται οι ηρωίδες απαιτώντας να τους δώσω (τη δική μου) φωνή, να κάνω τον κόσμο (μέσα απ’ τα δικά μου μάτια) να ερμηνεύσει τη ζωή και τις πράξεις τους πέρα από τα εσκαμμένα...
Γιατί, αλήθεια, είναι τόσο συμβιβασμένες και άβουλες όσο τις κατηγορούμε ή μήπως αντίθετα κάθε παραμυθοκαμβάς πλέκεται γύρω από την απειθαρχία τους και την αψήφηση του κανόνα?

Μήπως αυτή η (κατά τη
Λιλή Ζωγράφου) πόρνη, η συμβιβασμένη η (που
αγαπά να μισεί η
mamma) Σταχτομπούτα είναι μάλλον επαναστάτρια, διεκδικώντας και τελικά επιτυγχάνοντας (ίσως με τα μέσα του
Κοέλιο, αλλά, εντάξει... παραμύθι είναι) τη συμμετοχή της στο κοινωνικό γίγνεσθαι που της αρνούνται. Αλλά και εντός αυτού, μήπως αγνοεί το όριο που της τίθεται και της απαγορεύει την ολοκλήρωση της συμμετοχής της? Μήπως επιλέγει να διασχίσει το κατώφλι που την κρατά αιωρούμενη, ούτε εντός ούτε εκτός του κοινωνικού συνόλου, παρά την απειλή της επικείμενης τιμωρίας? Μήπως αυτή ακριβώς η αψήφηση κάνει προσωρινή την τιμωρία της πριγκίπισσας του χορού και φέρει τη δικαίωση της δούλας? Μήπως η αποκατάσταση της Σταχτομπουτας με το κρυστάλλινο γοβάκι της πριγκίπισσας και τα παλιόρουχα της υπηρέτριας διδάσκει τα μικρά μας ότι το άτομο μπορεί και πρέπει να επιβάλλει την πραγματικότητα του πάνω από το προσωπείο, δύναται να καταλάβει τη θέση που του ανήκει μέσα από την αλήθεια του?

Μιας αλήθειας τόσο εύθραυστης όσο το κρυστάλλινο γοβάκι και τόσο δυσδιάκριτης όσο ένα μπιζέλι κάτω από άπειρα στρώματα, κομφορμισμού, συμβάσεων, προϊδεασμών, μυστικών και δεισιδαιμονιών, που μόνο ένα αυθεντικό, προσανατολισμένο σ’ αυτήν άτομο θα μπορούσε να διακρίνει. Μήπως λοιπόν αυτή την κρυμμένη αλήθεια, η οποία ταυτόχρονα πιστοποιεί τη δική της αυθεντικότητα (κρυμμένη κάτω από ταλαιπωρημένο εξωτερικό –τα σκισμένα βρεγμένα ρούχα– και εσωτερικό –παγωμένο βρεγμένο και καταπονημένο σώμα), ανακαλύπτει η μικρή πριγκίπισσα των μόλις τριών (που τόσο άκαρδα ΜΕ φαίνεται και βιαστικά
κατέστρεψε το βλαστάρι της
Δήμητρας) σελίδων του
Άντερσεν? Μήπως αυτή την αλήθεια νιώθει στο (μάλλον όχι κακομαθημένο αλλά, αντίθετα, δεκτικό και πρόθυμο) σώμα της, αφού κάθε αλήθεια γίνεται αντιληπτή πρώτα σωματικά (εγώ σας το έχω ξαναπεί ότι ο Άντερσεν ήταν πολύ προχώ και ανατρεπτικός –και όχι μόνο για την εποχή του) και αναγκάζει και τους υπόλοιπους να ομολογήσουν την ύπαρξή της και μαζί να αποδεχτούν την αυθεντικότητα της αναζητούσας ?

Μήπως εξίσου αναζητούσα είναι και η (εχθρός του
νατασσακίου) Ωραία Κοιμωμένη και καθόλου αναμένουσα τον πρίγκηπα για τη σωτηρία της εν υπνώσει? Μήπως, αντίθετα, από την αρχή βλέπουμε μια γυναίκα που τριγυρνά στον περιορισμένο από τους γονείς (την κοινωνική τάξη) χώρο αναζητώντας την κατάρα της γνώσης που αποκρύπτεται (γιατί ματώνει και συνεκδοχικά σκοτώνει)? Μήπως ανακαλύπτοντας τη γνώση που της λείπει, αποχωρίζεται από τον υπόλοιπο (της κρυμμένης γνώσης) κόσμο, αδυνατώντας να παραμείνει εντός του? Μήπως δεν είναι η αποχωρισμένη από τον κόσμο πριγκίπισσα εν υπνώσει, αλλά είναι ο κόσμος που πρέπει να αγωνιστεί να φτάσει (πληγωνόμενος και ματώνοντας από τ’ αγκάθια που έχουν καλύψει τον αποχωρισμένο χώρο) τη(ς) γνώση(ς), όχι για να αφυπνίσει την κάτοχο αλλά για να ενταχθεί στον χώρο της, επιτρέποντας έτσι την επανένωση ενός διαιρεμένου κόσμου ανάμεσα στην αθωότητα της άγνοιας και το αιματηρό και επαχθές της γνώσης?
Μήπως από έναν τέτοιο κόσμο άγνοιας και προκατάληψης ξεφεύγει η (που δε μπορεί κάποιος

θα της τα ‘σουρε κι αυτηνής, επ’ ευκαιρία) Χιονάτη? Μήπως και αυτή μέχρι να φτάσει στην ένωση με τον πρίγκηπα (που δεν αντιλαμβάνομαι, γιατί επικεντρωνόμαστε στη φιγούρα που δεν εμφανίζεται παρά για μερικές γραμμές στην αρχή και επανεμφανίζεται λίγες γραμμές πριν το τέλος και ακυρώνουμε έτσι όλη την πλοκή και οντολογία του παραμυθιού) καταρρίπτει τις συμβάσεις, τη μια μετά την άλλη? Μήπως αυτή η Χιονάτη που καταφεύγει στο σπιτάκι των (τεράτων) νάνων κατορθώνει το αδιανόητο?

Μήπως αποδέχεται μια ετερότητα που την ημέρα εργάζεται στα έγκατα της γης επιβεβαιώνοντας τη χθόνια καταγωγή (δική της και δική μας) και το υπόλοιπο της ζωής της αναγκάζεται να κρατιέται μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο για να μην του θυμίζει ότι αν και οι επιδιώξεις του είναι ουράνιες οι ρίζες τους βυθίζονται στο ίδιο χώμα με τον
ετερογενή. Μήπως η Χιονάτη, βρίσκει καταφύγιο στον
έτερο, αποσυνάγωγός κι αυτή και ετερόμορφη, και υποκύπτουσα (παρ’ όλες τις αποτροπές) επαναλαμβανόμενα (αν θυμάστε το αυθεντικό παραμύθι κι όχι τη γλυκανάλατη σαχλαμάρα του Ντίσνεϊ, η Κακιά Μάγισσα εμφανίζεται τρεις φορές φέρνοντας ένα δηλητηριασμένο χτενάκι, μια μαγική ζώνη και μόνο στο τέλος το μήλο) στην
αμαρτία της φιλαρέσκειας, της επιτήδευσης και τέλος της λαγνείας? Μήπως, λοιπόν, εδώ έχουμε άλλη μια ηρωίδα εκτός ορίων, μια μη μετανοούσα και αυτοκαταστροφική ηρωίδα που διαρκώς φλερτάρει με τον θάνατο? Μήπως η Χιονάτη είναι μια αλλότρια γυναίκα που τελικά το πάθος της τη λυτρώνει από το θάνατο, έναν θάνατο στον οποίο την καταδικάζει η (με τη μορφή του μήλου στο λαιμό) καταπιεσμένη λαγνεία?
Αυτή η λαγνεία (που η απελευθέρωσή της οδηγεί στη ζωή), μήπως είναι η κινητήρια δύναμη που πλέκει τους καμβάδες και σε πολυάριθμα άλλα παραμύθια? Μήπως καθόλου δεν είναι

μυξοπαρθένες οι ηρωίδες των παραμυθιών αλλά αντίθετα έντονα σεξουαλικά πλάσματα? Μήπως η σεξο

υαλικότητα είναι αυτό που οδηγεί την Πεντάμορφη να επιστρέψει στο Τέρας, την Κοκκινοσκουφίτσα να ξαπλώσει στο κρεβάτι της γιαγιάς με τον Λύκο, τη μικρή (θα σκάσω που είναι) ανώνυμη πριγκίπισσα να πάρει στο κρεβάτι της τον Βάτραχο και την αταίριαστη τερατο-ανθρώπινη ένωση (που επιστρέφει ως επίμονο μοτίβο) σε πλείστα άλλα παραμύθια? Μήπως αυτό που (με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης) ανα-γιγνώσκουν τα παιδιά μας (κι εμείς από κοντά) δεν είναι ένας φόβος ή μια απειλή αλλά η αποδοχή της ζωώδους, πρωτεϊκής πλευράς της σεξουαλικότητας (το φίδι στο δωμάτιο, κατά τον σοφό παππού
Φρόυντ), η τρομακτική μορφή του συγκαλυμμένου πόθου, το θανάσιμο της απώθησης της επιθυμίας, η οδυνηρότητα της εν κρυπτώ ηδονής?
Και οι πρίγκηπες? Τι κομίζουν στον μύθο αυτά τα φαλλοκρατικά γουρούνια που έμπαιναν στο

παραμύθι μόνο για να αποδείξουν την ανωτερότητά τους σε σχέση με την αναξιοπαθούσα ηρωίδα? Ή μήπως καθόλου έτσι δε γινόταν? Μήπως, όσο δεν ήταν αναξιοπαθούσες (καθόλου μάλιστα) οι ηρωίδες, άλλο τόσο δεν ήταν ουγκ-γκάου (που λέει και το καμάρι μου) οι ήρωες? Μήπως αντίθετα η (περιορισμένη κατά κανόνα και μόνο σε εξαιρέσεις πρωταγωνιστική) παρουσία τους σημαδευόταν (και σημαδεύεται δλδ) από το ότι ξεσκίζονταν στ’ αγκάθια της αλήθειας, καταδιώκονταν από φλογοβόλους δράκους

που προστάτευαν το μυστικό της ζωής, μεταμορφώνονταν σε δύσμορφα και αποκρουστικά τέρατα από μάγους και μάγισσες γιατί αψήφησαν ή θέλησαν να μεταρρυθμίσουν την εξουσία, σκαρφάλωναν σε βουνά και τρύπωναν στα έγκατα σκοτεινών σπηλαίων για να αποζητήσουν τη γνώση, διέσχιζαν θάλασσες και παρασύρονταν από ποτάμια αναζητώντας το άλλο μισό του ουρανού? Μήπως ήταν πρόθυμοι να διακινδυνέψουν τη ζωή, τη θέση, ακόμα και την υπόστασή τους, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ανεπαρκείς, ανολοκλήρωτοι χωρίς τον έτερο εαυτό ενυπάρχοντα στο πρόσωπο που έλειπε? Μήπως η

αποδοχή πως τα μάγια, που τους κρατούσαν σιδηροδέσμιους, μεταμορφωμένους μαρμαρωμένους, μπορούσαν να λυθούν μόνο από το θηλυκό, με το οποίο θα παρέμεναν μαζί (το ...και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα... είναι θέμα άλλου παραμυθιού και ποστ πιθανά) δεν είναι παρά η ομολογία της δυικότητας της ύπαρξης? Και τέλος μήπως η αποδοχή της ηρωίδας, ακόμα κι αλλόμορφης (όπως η Οντέτ στη λίμνη των κύκνων), απόμακρης (όπως η Ελίζα στους δώδεκα κύκνους), εκπεσούσης (όπως η θαλασσογενημένη στον ψαρά και στη γοργόνα), διαφορετικής τάξης (όπως στη Χηναρού), δηλώνει μια εκούσια υποταγή στη θηλυκή οντότητα, επίγονο και κληρονόμο της μητέρας-γης?
Σίγουρα τα παραμύθια έχουν κοινωνικούς προσανατολισμούς και προγραμματισμούς. Αυτούς που τους δίνει ο καθένας μας αφού, όπως λέει ο σοφός μακρινός (που καιρό είχε να φανεί, δε συμφωνείτε?)
Ντεριντά, το μάτι είναι που συν-διαμορφώνει το κείμενο, γι’ αυτό ας φροντίσουμε να μην αναγκάζουμε τους παραμυθοήρωες να κουβαλούν τις δικές μας φορτωμένες αρνητικά συναισθήματα και φοβίες αποσκευές. Σ’ αυτή τη λογική, εγώ κάθε φορά που διάβαζα (και απαντούσα στα αναρίθμητα γιατί που προέκυπταν από κάθε) ένα από τα (επιπλέον μικρά λογοτεχνικά αριστουργήματα) παλαϊκά παραμύθια είτε για (όπως θα έλεγε και η just me με μάτι προ-νηπίου σε σώμα μετ-ενηλίκου) εμένα, είτε για την πριγκίπισσά μου, άφηνα να εμφανιστούν μόνο γυναίκες εξαιρετικές, να ξεπερνούν το όριο, να αψηφούν τη νόρμα, να ανατρέπουν την τάξη, να αρνούνται να ενταχθούν σε ρυθμιστικές διαταγές, να υποταγούν σε κανονιστικά όρια.
Κάθε μικρή ηρωίδα –από την Κοκκινοσκουφίτσα που παρακούοντας τη μητέρα της, επιλέγει τον δικό της δρόμο θέτοντας την προτεραιότητα της ομορφιάς πάνω από την πρακτικότητα και την ασφάλεια και συναινεί στη συνεύρεση με τον αλλόμορφο ακόμη κι αν (στο αυθεντικό παραμύθι του Περώ, που ΔΕΝ υπάρχει το αναιρετικό εύρημα της παρέμβασης του κυνηγού) αυτό προεικονίζει το χαμό της, τη σιωπηλή Ελίζα που αρνείται την εντολή του βασιλιά/άντρα της και συνεχίζει, ως τον τόπο της εκτέλεσής της, να πλέκει τα τσουκνιδοπουκάμισα που θα λυτρώσουν τους κύκνους/αδέρφια της, δίνοντας ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο σ’ αυτό που οι άλλοι φοβούνται γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν και να επικοινωνήσουν και ως την (

μην το ξαναπιάσω το θεματάκι ανώνυμη) πριγκίπισσα με τον βάτραχο, που αρνούμενη να υποταγεί σε μια υπόσχεση εκβιαστικά αποσπασμένη, ανατρέπει τους όρους ενός παιχνιδιού στο οποίο εισήλθε ακούσια απελευθερώνοντας τον εαυτό της αλλά και τον άλλο από την υποχρέωση υποταγής στη διαμορφωτικό κανόνα – δίδασκε στη Ν. (όχι με τον διδακτικό και ρυθμιστικό ρόλο των –τόσο της μόδας αλλά σπάνια ενδιαφερόντων λογοτεχνικά – πολιτικώς ορθών παραμυθιών και επιπλέον συνήθως ξενέρωτων αρκετά ώστε να βάζουν τον λύκο παρέα με τον λαγό να αγωνίζονται για τη διάσωση του καραφλοκότσιφα ει μη και του αλιαετού– που στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση ευρυθμίας και ομόνοιας για το παιδί, αγνοούν ότι η θραύση της δεν μπορεί παρά να αποβεί τραυματική γι’ αυτό) κι ελπίζω σε κάποια χρόνια από τώρα να διδάξει στα εγγόνια μου, το διαφορετικό, το όμορφο, το ύποπτο, το ενδιαφέρον και μυούσε σε έναν ενήλικο κόσμο όπου η ομόνοια, η ειρήνη, η συνύπαρξη δεν ήταν αυτονόητα αλλά κατακτήσεις αγώνων και διαπραγματεύσεων ενώ το λάθος, η οδύνη και ο θάνατος δεν είναι εξόριστα στοιχεία, αλλά εγγενή....
Ακόμη μεγαλύτερο το δεύτερο μέρος, αλλά θα ήθελα να πω κι αυτό (αδύνατον να αφήσω και Τρίτη συνέχεια... θα καταλήξω μια τρελλή, σας το ορκίζομαι, να ανοιγοκλείνω τον υπολογιστή στις τρεις η ώρα τη νύχτα και να κρατώ σημειώσεις τις ώρες του μαθήματος, κάνοντας τα παιδιά μου να κρυφογελάνε και να σκουντιούνται) το τελευταίο, συγκρίνοντας τα κλασικά παραμύθια με τα σημερινά μεταμοντέρνα, αποδομιστικά και πολυχρηστικά.
Ίσως φταίει που μεγάλωσα με τα κλασσικά, ίσως φταίει που πίσω από κάθε λέξη βρίσκω μια άλλη, ίσως φταίει που το κραυγαλέα διδακτικό με κάνει να μαζεύομαι στο καβούκι μου εν αμύνη, πάντως μου μένει ένα ανικανοποίητο και μου δημιουργειται ένας σκεπτικισμός όσον αφορά στην ποιότητα των καινούργιων... Ομολογώ ότι ως (προοδευτική, ψαγμένη -και καλά- και ανατρεπτική) μάνα αγόρασα άπειρες φορές, άπειρα νεοπαραμύθια... αλλά πείτε μου ειλικρινά, εμένα μου φαίνεται, ή όντως ήταν ελάχιστες οι επιτυχημένες επιλογές, όχι μόνο όσον αφορά στο διδακτέον, όπου ήταν τόσο κραυγαλέα (σχεδόν χυδαία) εμφανές, όχι μόνο στην εξέλιξη του μύθου, που ήταν από σχηματική ως κακή, όσο και στη μορφή, τη γλώσσα επιτηδευμένα απλοϊκή (λες και τα μωρά δεν είναι μωρά αλλά ηλίθιοι και απαίδευτοι ενήλικες) και την εικονογράφηση, που εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων έφερνε σε κάτι που θα μπορούσαν να το έχουν φτιάξει τα παιδιά ή μάλλον (γιατί τώρα που το σκέφτομαι σιγά μην είχαν αυτά τη φρεσκάδα του παιδικού χεριού) η ατάλαντη εγώ?
Μήπως επειδή τα παλαϊκά παραμύθια, αρχικά απευθύνονταν σε ενήλικες (τα μικρά συνήθως παραμόνευαν σε πόρτες για να κρυφακούσουν και πολύ αργότερα έγιναν το προνομιούχο τους κοινό).... μήπως επειδή διαβάζονταν σε νυχτέρια εργασίας ή βεγγέρες σε τζάκια και μαζώξεις (κατά κανόνα γυναικών) σε κουζίνες και κατώγια.... μήπως επειδή ξεκίνησαν ως προφορική παράδοση (οι
Γκρίμ, στην πραγματικότητα δεν έγραψαν παραμύθια, συνέλεξαν τα παραδοσιακά παραμύθια της Κεντρικής Ευρώπης και τα μετέγραψαν)..... μήπως επειδή τα αφηγούνταν ο πρεσβύτερος ή η πρεσβύτερη, ή ο καλύτερος παραμυθάς (χάρισμα που αργότερα μετατράπηκε σε επάγγελμα)..... μήπως επειδή εφευρέθηκαν σε κοινωνίες πιθανά πιο κλειστές, πιθανά πιο συντηρητικές, αλλά σίγουρα όχι τόσο ομοιόμορφες, και κανονιστικές όσο οι δικές μας, μήπως τέλος επειδή ο
Άντερσεν και ο
Περό είναι σπουδαίοι λογοτέχνες (ακόμη και πριν από σπουδαίοι παραμυθάδες)... Λέω μήπως γι’ αυτό έχουν ένα ενδιαφέρον, μια ποικιλότητα, μια σκοτεινότητα ή φωτεινότητα, που βοηθούν την πραγματική ανάπτυξη της φαντασίας των παιδιών, (κάτι που αδυνατεί να κάνει σχεδόν η πλειοψηφία των κανονιστικών και διδακτικορυθμιστικών νεοαναγνωσμάτων) και μια μοναδική ροή της γλώσσας που εξελίσσει την εκφραστική δεινότητα των παιδιών (όπως ελάχιστα νεοπαραμύθια -με φωτεινές εξαιρέσεις όπως τα πολυαγαπημένα και πολύαναγνωσμένα δικά μου και της Ν.
Τρία μικρά Λυκάκια θα το κατορθώσουν ποτέ)??????
Τελικά αυτό το πράγμα βγήκε τεράστιο, ελπίζω να υπολογίζει σωστά η
just me, και οι αντοχές σας σε οθόνες να συναγωνίζονται τις ζωές της γατούλας....