"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

....Και ο λύκος με περιμένει....

Μια (διότι αυτά δεν συμβαίνουν και δεύτερη) φορά κι έναν (όχι πολύ καλό αλλά δεν θα τον έλεγες και χάλια) καιρό και σε έναν μακρινόν (διότι ως γνωστόν αυτά δεν συμβαίνουν ποτέ στον δικό μας) τόπο ήταν ένα κοριτσάκι που ζούσε σε ένα χωριό με ένα εσπεριδοειδοελαιοδάσος. Το κοριτσάκι μας ζούσε ευτυχισμένο  κολλημένο στην (από το τράβα τράβα μακραμέ) φούστα της μάνας της και καβάλα στο άλογο του πατέρα της και είχε δυο (κι άλλα είχε αλλά εμάς και δια την οικονομίαν της ιστορίας μας μάς ενδιαφέρουν μόνο αυτά τα) κουσούρια.  
Άλφον: Σιχαινόταν τα πράσινα (μη καρποφόρα) φυτά (η ταπεινή παραμυθοσυγγραφεύς δεν μπορεί να σας περιγράψει πόσα γιούκα, πόσες δράκαινες και πόσες τούγιες πήγαν από χεράκι της για να μη γεμίσουμε την ιστορία με βία και –κυριολεκτικά- ξεριζωμό) ενώ αντιθέτως λάτρευε τα (κατά προτίμηση) κόκκινα λέλουδα (τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, καμέλιες και άλλα πολλά) και (πού την έχανες πού την έβρισκες την άνοιξη)  μάζευε  κόκκινες ανεμώνες.   Βήτον (και κυρίαρχο πρέπει να ομολογήσουμε) όποτε ερχόταν η διοικητική συνέλευση των (ως γνωστόν διοικούντων ουχί μόνο του παραμυθιού μας αλλά και όλων των χωρών τα δάση και τις πολιτείες) αλεπούδων  αυτή πεισμόνως (και αγύριστο κεφάλι θα την έλεγες) και αδιαλείπτως συντασσόταν με τις (που τις φαίνονταν πιο συμπαθητικές πιθανά διότι δεν κατάφερναν ποτέ να συμμετάσχουν στη διοίκηση) κόκκινες αλεπούδες. Ε, όπως καταλαβαίνετε χωριό ήτο, στενοκέφαλοι χωρικοί ήτο, δάσος απομεμακρυσμένο ήτο, κάτι κουνάβια, κάτι κότες, κάτι σαθροβαθρακοί (άλλως γνωστοί και ως βούζες), κάτι τσακάλια ήτο, και αυτή αγύριστο κεφάλι ήτο, πολύ δεν ήθελε τις το κόλλησαν το παρατσούκλι η Κοκκινοκεφαλίτσα.
Η Κοκκινοκεφαλίτσα μας μεγάλωνε όπως όλα τα χαρούμενα παιδάκια των χωριών και των δασών, με σχολείο, πετροπόλεμο και κάτι άλλα παιχνίδια με λάστιχα ποδηλάτων, τσιγκάκια και κουρέλια που η συγγραφεύς (ούσα από πόλη παρότι της τα περιέγραψαν) δεν τα πολυκατάλαβε και με την καθοδήγηση και τις συμβουλές της μητρός της ώσπου εγένετω μια εξαιρετική νέα με ιδιαίτερον τάλαντον στη μαγειρική.  Συχνά πυκνά της ανέθετε η μητέρα την ευθύνη της βρώσης και της πόσης αυτών που περιποιούντο τις συγκομιδές από το (όσο) δάσος (ανήκε στην οικογένειά της) κι έτσι  έφτιαχνε συχνά πυκνά καλαθάκια  για να τα μεταφέρει σε αυτούς, αναγόμενη εις την εφευρέτρια του αγροτοεργατικού πικνίκ μετά την αυθεντική Κοκκινοσκουφίτσα που ήτο, ως γνωστόν, η εφευρέτρια του πικνίκ γενικώς (ευτυχώς που έχετε τη συγγραφέα να καλύπτει τα γνωσιακά σας κενά).
Τα προβλήματα της Κοκκινοκεφαλίτσα μας ξεκίνησαν από την αρχή της ενηλικίωσής της καθώς άρχισε και ξέφευγε και όλο και διαπίστωνε ελλείψεις στο χωριό και το δάσος που μέχρι τότε δεν είχε παρατηρήσει. Ελλείψεις τύπου σαμπουάν (και ας μην ήτο και γούος ενδ γο βρε αδερφέ), τζίν (όχι το ποτό το άλλο, το ρούχο αν και τώρα που το σκέφτομαι κι από το ποτό ψιλοέλλειψη θα είχαν), καλού γούστου, τρόπων, συνεννόησης ανάμεσα εις χωρικούς και κατοίκους του δάσους, ατομικών ελευθεριών, καλών ταινιών (μιλάμε είχε γονατίσει από τον Ξανθόπουλο και το κλάμα της Βούρτση), σάλτσας μπεσαμέλ, (δυστυχώς) πόρων διαβίωσης και καρότων. Αποφάσισε λοιπόν να μετοικήσει σε μεγαλύτερο δάσος και χωριό όπου δεν υπήρχαν οι προαναφερθείσες ελλείψεις. Πήρε λοιπόν το καλαθάκι της, το εγέμισε καλούδια (τύπου κάπαρη, λάδι, ελιές, μακαρονόπιτα, γλυκό νεραντζάκι και κρασί) και είδη πρώτης ανάγκης (τύπου φούστα-μπλούζα, μολύβι ματιών, τσιγάρα, το «ένα βήμα μπρος δύο πίσω» του Λένιν, έναν δίσκο του Αγγελόπουλου –πάρε κατάλαβε– και μια τράπουλα για δηλωτή) και ελλείψει γιαγιάς ξεκίνησε να βρει μια μακρινή θεία.  
Πριν φύγει πήρε και την ευχή και  τη συμβουλή της μάνας της κάτι τύπου «Σύρε παιδί μου στο καλό και την καλή την ώρα αλλά κοίτα μη χαζεύεις και κοιτάς γύρω-γύρω στο δάσος που είναι οι ανεμώνες (διότι οι μάνες πάντα ξέρουν). Και κοίτα μην κάνεις του κεφαλιού σου (ως προείπαμε οι μάνες είναι μεγάλες connaisseurs της φύσης των παιδιών τους) και φύγεις από τον κεντρικό δρόμο, διότι στα μεγαλύτερα δάση κρύβονται και κυκλοφορούν και οι κακοί λύκοι». Η Κοκκινοκεφαλίτσα μας εσυγκατένευσε (διότι αγύριστο κεφάλι ήντουνε, κορόιδο δεν ήντουνε να μπει σε καυγάδες τύπου «άσε μας ρε μάνα, πρωινιάτικα, δεν έχω πιει ούτε καφέ κι έχω και  δρόμο μπροστά μου»  αντί να πεί ένα απλό) «Μάλιστα μητέρα» αλλά, ως ήτο φυσικό και λόγω και του νεαρού της ηλικίας, μόλις έβγαλε το αβρό ποδαράκι της παπούτσι νούμερο τριανταοχτώ (πληροφορία ωστόσο άχρηστη εδώ καθότι δεν διηγούμεθα τη Σταχτοπούτα) από την πατρική οικία άναψε τσιγάρο δρόμο πήρε δρόμο άφησε, κοίταξε κατά πού να στρίψει να βρει ανεμώνες.
Εδώ το παραμύθι έχει μια απρόσμενη (δια)στροφή διότι (και μέσα στο πλαίσιο του εν τω πατρογονικώ δάσει καλλιεργούμενου ρητού «του στραβού κοράκου το γούρμο σύκο του πέφτει») η Κοκκινοκεφαλίτσα μας κατά τις εις το μεγάλο δάσος (απερίσκεπτες και ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή) περιπλανήσεις της πριχού (και νομοτελειακώς) πέσει επάνου στον κακό λύκο έπεσε στον ξυλοκόπο ο οποίος κρατούσε βενζινοπρίονο, τρυπάνι, κατσαβίδι στο ένα χέρι και έναν δίσκο της Μαργαρίτας Ζορμπαλα (ξαναπάρε και κατάλαβε) στο άλλο. Τη γοήτευσε, τον γοήτευσε (τι να πει κανείς) και ενώνοντας το καλαθάκι της, τα εργαλεία του, κάτι σούβλες κάτι χύτρες, ένα (όχι ατμο)σίδερο, κι ένα καναπεδοκρέβατο βρέθηκαν ύπανδροι και  (διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;) ευτυχισμένοι.
Το κακό είναι ότι της Κοκκινοκεφαλίτσας μας άρχισαν (αιφνιδίως και απροσμένως) να τις τελειώνουν οι δικοί και οι συγγενείς αφήνοντας την (ήτο που ήτο τσίου) ακόμη πιο αποπροσανατολισμένη ακόμη πιο (μόνη) στον κόσμο της κι έτσι (αφού δεν υπήρχε και μάνα να της βάλει μια φωνή, να της στείλει ένα sms, ένα voice-mail υπενθύμισης ήταν και ο ξυλοκόπος «Κοκκινοκεφαλιτσούλι και Κοκκινοκεφαλιτσούλι» σιγά μην της επιβαλλόταν) βρέθηκε να περιπλανιέται όλο και  πιο βαθιά στα μονοπάτια του μεγάλου δάσους. Κι εκεί (διότι τη γλύτωσε μία, τη γλίτωσε δύο… πόσο να τη γλιτώνει, παραμύθι γράφουμε δεν είμαστε και ο μάγος Χουντίνι) έπεσε πάνω στον Λύκο….
Η αλήθεια είναι ότι αγνώριστο δεν θα τον έλεγες. Να κάτι αυτιά, να κάτι δόντια, να κάτι νυχάρες να κάτι τρίχες στον πόδη… όσο και να προσπάθησε κάτω από το καπέλο, το παλτό το πανακρίβου και  τη γόβα τη Louboutin πάλι το λυκοτόμαρο φαινόταν. Έλα όμως που η (όχι και τόσο χαζή αλλά σίγουρα σε ψιλοκαταθλιψάρα) Κοκκινοκεφαλίτσα  μας  είχε πάθει (ο τόνος στο α γαλλομαθές αναγνωστικό κοινόν μου) fixation με δαύτον και τον (και αντιστρόφως βεβαίως και για να είμαστε τίμιοι και αυτός την) ακολουθούσε κατά πόδας. Όπου η Κοκκινοκεφαλίτσα και ο (ειρήσθω εν παρόδω, ζευγαρωμένος και με κουτάβια) Λύκος από πίσω. Κι έτσι (και για να μην τα πολυλογούμε)  τι από δάση σε διοικητικές υπηρεσίες και από βουνά σε ιατρεία έτρεχαν μαζί Λύκος και Κοκκινοκεφαλίτσα, τι από λίμνες σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και από θάλασσες σε ευαγή ιδρύματα περιπλανιόνταν μαζί Κοκκινοκεφαλίτσα και Λύκος, τι από λόφους σε εργασιακούς χώρους και από κοιλάδες σε διασκεδαστομαγαζάδικα βρέθηκαν για να εξερευνούν Λύκος και Κοκκινοκεφαλίτσα άλλο να σας τα διηγούμεθα και άλλο να τα βλέπετε.
Το ζήτημα όταν συναναστρέφεσαι τον Λύκο είναι ότι ο Λύκος είναι σπανίως ο χαμένος διότι (κακά τα ψέματα και παρά τις περί του αντιθέτου προπαγάνδες σε γελοία παραμύθια τύπου «Ο Λιλύκος και η Αφρούλα» ή ο «Διαβαστερός Λύκος και η σωτηρία του Φαλακροκόρακα» με τα οποία δεν επιθυμούμε να έχουμε σχέση) ο Λύκος είναι σαρκοφάγος. Αφού αναγνωρίσουμε ότι η ανοίκεια συναναστροφή ψιλο(καιπροσωρινα)έβγαλε την Κοκκινοκεφαλίτσα μας από την κατατονική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει θα συνεχίσουμε τη διήγηση λέγοντας ότι (ακουσίως αλλά και θλιβερώς) η Κοκκινοκεφαλίτσα άρχισε να παρατηρεί, ότι καλή η συναναστροφή αλλά είχε αρχίσει και (ξαναματά χρησιμοποιώντας τις πατροπαράδοτες σοφές ρήσεις του αρχικού της δάσους) «έσωνε». Μια της έλειπε ένα δάχτυλο, (μπα κάπου θα μου έπεσε είμαι τόσο ξεμυαλισμένη), μια της έλειπε ένα κομμάτι από το πόδι (μάλλον πάει καλά η δίαιτα που θα αρχίσω από Δευτέρα) μια της έλειπε μια σπλήνα, ένα κομμάτι από το συκώτι και λοιπά (που δεν σας περιγράφουμε για να μην κάνουμε το παραμύθι splatter που δεν είναι και από τα αγαπημένα μας λογοτεχνικοκινηματογραφικά είδη) όργανα, των οποίων αδυνατούσε να ερμηνεύσει (όταν την αντιλαμβανόταν) την απώλεια (αφού ο Λύκος παρέμενε υπεράνω υποψίας). Κάτι ψιλοψιθύριζε αραιά και που για τον Λύκο ο ξυλοκόπος (που όσο να πεις στο δάσος τριγυρνούσε, δέντρα έκοβε, όλο και κάποιες λυκοφωλιές είχε συναντήσει, όλο και με κάποιους λύκους είχε έρθει αντιμέτωπος) αλλά με τα «Κοκκινοκεφαλιτσούλι» του και την (πραγματικά εξωπραγματική και δημιουργούσα πανικό, ειδικά στην παραμυθοσυγγραφέα) αδυναμία του η Κοκκινοκεφαλίτσα μας δεν τον επήρε στα σοβαρά.
Και ξαφνικά, κάτι η αποψίλωσις των δασών από κατοίκους και ζώα δασών και χωριών που ήθελαν διακοποδάνειο και μεζονέτα με κήπο στα προάστια, κάτι η ανικανότητα των πρασινομπλέ αλεπούδων να διαχειριστούν τους πόρους των δάσων και των χωριών άφησαν τον ξυλοκόπο με το βενζινοπρίονο στο χέρι και την Κοκκινοκεφαλίτσα χωρίς δρόμους να παίρνει και να αφήνει και γενικώς (δυστυχώς τι είχαμε τι χάσαμε) αμφότερους με  ελαχιστοποιημένους πόρους. Και έτσι (ξαναματαακουσίως και θλιβερώς) επέστρεψε στο εσπεριδοελαιοδάσος της, όπου (ευτυχωδυστυχώς και αντιθέτως με το αρχικής εμπνεύσεως παραμύθι) δεν ζούσε η μάνα της να της πει «Μωρή, ποιος σε κατάντησε έτσι? Κομμάτια σου λείπουν», φέρνοντας και τον ξυλοκόπο μαζί της.
Το καλό με τις επιστροφές είναι ότι απομακρύνουν τους λύκους καθώς κάνουν την πρόσβαση στη (μέχρι τούδε αφειδώς και ανοήτως προσφερόμενη από το θύμα) τροφή δυσχερή και (ενίοτε) εγείρουν ανησυχίες για αξιώσεις δια τα πάρε να ‘χεις, κομματάκια του εαυτού που έχουν ήδη καταναλώσει. Το κακό είναι ότι οδηγούν σε απολογισμούς. Και αυτού του είδους οι απολογισμοί δεν μπορούν παρά να έχουν μια αποκάλυψη:
Δεν μπορείς, δεν θέλεις κι ούτε πρόκειται ποτέ να εξολοθρεύσεις τον λύκο
και ένα συμπερασματοερώτημα:
Ο λύκος, κουκλίτσα μου, πάντα λύκος ήταν. 
Η Κοκκινοκεφαλίτσα πού είχε το μυαλό της?