"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

...σε θέλουν ακίνδυνη...

Μια (διότι, να μην επαναλαμβάνομαι,  αυτά δεν συμβαίνουν δεύτερη) φορά και έναν (απίστευτα κρύο βρωμό)καιρο, ένα κοριτσάκι με σκισμένο μαύρο τζιν, μαύρο μπουφάν και χωρίς σκούφο (διότι δεν χωρούσε το στημένο από τον αφρό και το τζελ, ξασμένο μαλλί) προχωρούσε (έως ψυχεδελοκαταθλίψεως) αργά προς το Σύνταγμα.
Ήταν από τις σπάνιες φορές που στην Αθήνα είχε χιονίσει με αποτέλεσμα το κράτος να έχει (ξανα)παραλύσει, όπως ακριβώς κάνει και με τους καύσωνες και τους παγετούς, τις βροχοπτώσεις και την ξηρασία, τις χαλαζοπτώσεις και τους σεισμούς και γενικότερα ό,τι διαφοροποιείται από τους 22ο Κελσίου και τους 45ο υγρασίας και απαιτεί τη συνεργασία παραπάνω από μίας υπηρεσιών ή ενός υπουργείων (τα τελευταία χρόνια βέβαια παραλύει και σ’ αυτές τις συνθήκες αλλά αυτό είναι άλλο παραμύθι με κακούς λύκους και δράκους και ουχί εορτινό). Γι’ αυτό το (ξαναματα)είχαν σε ένα κρεβάτι στο  νοσοκομείο, δίπλα σε κάτι αγανακτισμένους βορειοελλαδίτες: κάτι Σερραίους, κάτι Φλωρινιώτες (την πόλη εννοούμε όχι ρέπλικες του γνωστού χρυσοντυμένου αοι(η)δού), κάτι Γρεβενιώτες, οι οποίοι βρέθηκαν στην εντατική είτε έχοντας σπάσει τα κεφάλια τους κοπανώντας τα στον τοίχο είτε από πρήξιμο όρχεων ακούγοντας τα ΜΜΕ  να κλαίνε και να οδύρονται για τη μαύρη συμφορά που επεφύλασσε η μοίρα   στους Αθηναίους και τους Κεφαλαριώτες με τους πέντε  άντε δέκα πόντους χιόνι.
Το χιόνι παράσερνε κομμάτια από μια ατυχήσασα (θέλω να  γίνω το London Eye και το Παρισινό Carousel δύο σε ένα μη σε πω αλλά δεν με αφήνουν να μπω σε λειτουργία οι γραφειοκράτες) Ρόδα που ο τότε δήμαρχος  ούτε να αποσυναρμολογήσει δεν κατόρθωνε κι είχε τέτοιον  καημό (ο δήμαρχος όχι η ρόδα) που μόνο ο Μαραβέγιας illegal   και το Πρωτοχρονιάτικό  του σόου τον βαστούσαν και δεν κατέληξε στην εντατική δίπλα στο κράτος.
Μέσα στα κομμάτια παρασυρόταν και μια μπαλαρίνα (παπούτσι εννοούμε όχι την άλλη τη Σιλβί Γκιγιέμ ή καλύτερα τη Ναντια Φοντάνα καθότι οι έλληνοι έως εκεί την έχομεν την γνώση περί ορχηστικής τέχνης και πρέπει και να καταλαβαινόμαστε για να πούμε το ρημαδοπαραμύθι)  του κοριτσακίου μας, το οποίο της βγήκε λόγω της σύγκρουσής της μ’ ένα κολλημένο στο χιόνι γιωταχί, που οι επιβάτες του περίμεναν να ανανήψει το κράτος στην εντατική και να έρθει να τους απεγκλωβίσει (διότι σιγά ο έλλην –που ξεσπαθώνει ξεσπαθώνει, μην ξεκινήσει από την οικία του με χιοναλλυσίδες Βαϊσενφέλε-ένα βουνό ευρά από την Ωτοπλούς  με τέτοια κρίση) και (δεν υπάρχει κράτος κύριέ μου δεν υπάρχει…) πάααααει η μπαλαρίνα.... Στην πορεία έχασε και την άλλη μπαλαρίνα, την οποία καθώς την κρατούσε και καταθλιβόταν για τη μοίρα της προηγούμενης (μπαλαρίνας εννοούμε όχι ζωής, υπάρξεως και άλλα τέτοια κοινωνικο-υπαρξιακά) την άρπαξε ένας  Σκίνχεντ Χεβιμεταλάς  γνωστός παλαιότερα και ως κάγκουρας (μακρινός απόγονος του καγκουρό, που έμεινε έναν βήμα πίσω στην εξελικτική πορεία του είδους...), αφενός ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την πεσιμιστική διάθεση που είχε το κοριτσάκι και οι ομοϊδεάτες της οι Σάικεντέλικ Γκόθικ Χεβιμεταλάδες ακόμα και σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, και  αφ ετέρου να τη χρησιμοποιήσει ως όπλο (μεγάλη η κρίση μάνα μου πανάκριβοι οι εξοπλσμοί στις μέρες μας κι είναι και ο Άκης τι-πα-να-πει-ποιος-Άκης στη φυλακή είναι και ο αρχηγός τι-πα-να-πει-ποιος-αρχηγος-ενας-είναι-ο-αρχηγος-μη-μ-εκνευρίζετε στα δικαστήρια με τα πρωτοπαλίκαρά του) εναντίον τους,  στα ντου που έκαναν τις αποδέλοιπες μέρες....
Το κοριτσάκι με γυμνά (όπως γυμνή ήταν η ψυχή των ανθρώπων) πόδια, νηστικό (διότι η ευφορία της τροφής είναι ένα κόλπο προσυλητισμού στην κατανάλωση της μικροαστικής κοινωνίας) και μελανιασμένο (όπως το μαύρο τέλος που αναμένει αυτόν τον αποτυχημένο κόσμο) από το κρύο, κρατούσε στα χέρια του ένα πακέτο με αναπτήρες Χόντος σέντερ, (τους μαύροι για να είναι ασορτί με το σκοτάδι που περιτριγύριζε τα ανυποψίαστα ανθρώπινα όντα) με σκοπό να τους δωρίσει στους φίλους της (διότι με τέτοια κρίση τι να τους χαρίσει? S.T. Dupont που ήθελε να τους χαρίσει σε μια μακρινή προ κρίσης εποχή οπότε ξαναέγραψα μια αντίστοιχη revisited ιστορία?) . Έτσι θα μπορούσαν όλοι μαζί  να καίγονται αντί να χαρακώνονται, το οποίο και τόσο last year ήταν και, επιπλέον, απαιτούσε μια σωματική προσπάθεια μεγαλύτερη  και μια εγρήγορση ανεπίτρεπτη όταν αναζητείς το τέλειο ζεν.
Ωστόσο καθώς δυσκολεύτηκε να φτάσει από τα Β.Π που έμενε (λόγω των κακόμοιρων που έβγαιναν στους δρόμους για να γιορτάσουν, την γέννηση του Χριστού, αγνοώντας ότι κάθε γέννηση απλά επιβαρύνει τον πλανήτη, φέρνοντας το αδόκητο τέλος όλο και κοντύτερα, όλο και κοντύτερα, όλο και κοντύτερα... φτάνει τώρα εκνευρίζεται και η Χαρούλα από τις επαναλήψεις), οι φίλοι της είχαν φύγει. Κάποιοι δεν είχαν καν αποτολμήσει να βγουν από το σπίτι τους, φοβούμενοι όλη αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα και την ευωχία και τα χαρούμενα παιδιά και κάτι (έρμους Αλβανοπακιστανούς που με ψεύτικα μπαμπακομούσια θεατρικοξεπεσμένου βεστιαρίου παρίσταναν τους) χαμογελαστούς γέροντες με (εν είδη Αη-Βασίλη) κόκκινα  που κυκλοφορούσαν με κάτι (έρμα κατσίκια που τους είχαν φορέσει στέκα-χριστουγενιάτικα-κερατάκια-ενάμιση-ευρώ-από-το-τζαμπο και τους είχαν βάλει να παριστάνουν τους) τάρανδους... α πα πα πα!!!
Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά δίπλα στον τοίχο του μετρό και δίπλα στο (δεν της έμοιαζε και τόσο αλλά τες παν προσιδίαζε σε) χριστουγεννιάτικο δέντρο, προσπαθώντας κατά πρώτον να προστατευτεί από τα vibes χαράς που εκλύονταν από το (εντός των πλαισίων της κρίσης και σε πείσμα των - από τηλεοράσεων και εντύπων εκλυόμεων - καταρρακτών δυστυχίας και χειμάρρων καταστροφολογίας  του συγκροτήματος του ΔΟΛ και συγγενών ενημερωτικών-λεμε-τωρα δυνάμεων προεξαρχόντων) εορτάζον  πλήθος γύρω της. Καλό βέβαια θα ήταν και να ζεστάνει λίγο τα πόδια της που είχαν παγώσει κι ας ακουγόταν υλιστικό και αντιπνευματικό.  Σπίτι δεν μπορούσε να γυρίσει διότι είχε γίνει μαλλιά κουβάρια (τώρα αυτό κάπως κυριολεκτικό της ακουγόταν, αλλά δεν έδωσε σημασία) με τον πατέρα της, ο οποίος όχι μόνο την ειρωνεύτηκε όταν την είδε να βγαίνει σχολιάζοντας
-Πάλι σαν τη Νίτσα Μαρούδα στο «Δεσποινις διευθυντής» θα βγεις έξω??
αλλά και όταν ήρθε αντιμέτωπος με το περιφρονητικοσυγκαταβατικοθλιμένο ύφος της την έβρισε λέγοντάς της:
-Τέλος πάντων, παραμονιάτικα... Άντε καλά να περάσεις...
(Άκου, καλά να περάσεις!!!!!)
Αποφάσισε ν’ ανάψει τον αναπτήρα της να κάψει λίγο τα χέρια της (άσε που είχε παγώσει κιόλας) μπας και ξορκίσει όλα αυτά τα γέλια που έστελναν κατευθείαν πάνω της παρέες που έβγαιναν για ρεβεγιόν, χωρίς να υποπτεύονται τη ματαιότητα όσων ζούσαν (μην αναφέρω και την κακοδιαθεσία που θα τους έφερνε στο τέλος ο λογαριασμός: 130 ευρά το άτομο table-d-hotte και το κρασί χώρια, άει συχτήρ, δλδ! μόνο εγώ ξέρω ότι έχει κρίση η Ελλάδα?).
Με το που άναψε όμως η φλόγα –τι παράξενο! της φάνηκε ότι άκουσε μουσική και βρέθηκε σε μια σοφίτα όπου έκαιγε ένα μαγκάλι, και ένας καλλιτέχνης ρακένδυτος αλλά με κασκόλ στο λαιμό (άσχετο, αλλά αυτή είναι μια σκηνοθετική άποψη που μισώ –καλά όλη την όπερα μισώ, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας- αφού πουλάει και το σακάκι του για τη Μιμή, το γ..μενο το κασκόλ, γιατί δεν το βγάζει??) κρατάει το χέρι της πτωχής μποέμ μοδίστρας που πεθαίνει (δυο πράξεις τώρα πεθαίνει και τον απέθαντο έχει, μιλάμε πιάστηκε το χέρι του του χριστιανού...). Κι εκεί που περίμενε να δει το τέλος να καταθλιβεί με την ησυχία της... τελείωσε το αέριο του αναπτήρα (καλά εδώ τελειώνει η υπομονή θεατών και θεατών στα λυρικά θέατρα όλου του κόσμου, ο αναπτήρας θα γλίτωνε??) ....
Αμέσως πήρε έναν από αυτούς που προόριζε για δώρο προσπαθώντας να επιστρέψει στο πεισιθανάτιο όραμα, αλλά αυτή τη φορά, βρέθηκε μες στην υπόγεια την ταβέρνα μες σε καπνούς και σε βρισιές απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα, σε ένα τραπέζι γεμάτο ποτήρια με αψέντι (ξέρετε αυτό που στο τρίτο ποτήρι συνομιλείς με τον Επίκουρο αυτοπροσώπως, στο τέταρτο σε καταδιώκει ο Διογένης ο Κυνικός και στο πέμπτο ακολουθείς πειθήνια την Σαπφώ στην πτώση της από τους βράχους της Λευκάδας). Δίπλα της ο Καραβάτζιο μειδιούσε φριχτά μαστουρωμένος στον Βαν Γκόγκ, ο οποίος έδειχνε το κομμένο του αυτί στον Λωτρέκ, που προσπαθούσε να επιδείξει την αναπηρία του στον Τζάκσον Πόλοκ που τραβούσε γραμμές στο τραπέζι που είχε ανεβεί επάνω η οκτώ μηνών έγκυος Hebuterne δείχνοντας πώς αυτοκτόνησε μετά το θάνατο του Μοντιλιάνι. Κι εκεί που το κοριτσάκι προσπαθούσε μέσα από τα έργα τους να μετρήσει τη δυστυχία των εικαστικοκαταθλιμένων και να προστατευθεί από τις μικροδονήσεις του εορταστικού πνεύματος των Χριστουγέννων... τελείωσε ξανά το άεριο!
Έβγαλε γρήγορα και τρίτο αναπτήρα ελπίζοντας να μη χαθούν οι καταραμένοι της, αλλά αυτή τη φορά βρέθηκε στο (προ ανακαινήσεως) Ζόναρς, όπου σε φθαρμένους δερματινοκαναπέδες μπροστά από έναν ελληνικό ή έναν γαλλικό καφέ της 1,5 δραχμής (και ουχί φρέντο των 5 ευρώ, που έφτασε να πουλάει ο μουράτος ανακαινισμένος Ζόναρς, το Μετοχικό Ταμείο μου μέσα...), ο Καρυωτάκης έδειχνε την τρύπα από τη σφαίρα στο στήθος του στον Ζολά που έδειχνε τα μαυρισμένα από το γκάζι πνευμόνια του στον Ρεμπό που έδειχνε το πιστοποιητικό θανάτου του (ετών 36) στη Σύλβια Πλάθ, η οποία προσπαθούσε να πείσει τον Κερουάκ ότι ο φούρνος της κουζίνας είναι το τέλειο μέσο αυτοκτονίας και όχι όπως επέμενε αυτός τα ναρκωτικά και (το Αids, που μπορούν να σου κολλήσουν) οι περιστασιακές σχέσεις. Κι εκεί που η χαρά από τα πιτσιρίκια με τα πακέτα κόντευε να εξανεμιστεί και να μην απειλεί πια την αύρα της... τέλειωσε ο αναπτήρας, ξανά, ρίχνοντας τη σε μια μοιρολατρική διάθεση, του τίποτα καλό δεν κρατά!!!!
Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε πόσο γρήγορα έβγαλε τον επόμενο αναπτήρα, ούτε πόσο γρήγορα τον άναψε περιμένοντας να ακούσει περισσότερα πριν αποφασίσει ποιο ήταν το καλύτερο τέλος, αλλά αυτή τη φορά βρέθηκε σε ένα υπόγειο κακοφωτισμένο βερολινέζικο μπαρ, όπου στη σκηνή έβγαιναν τραγουδώντας ο ένας πάνω στην μουσική και τους (έτσι κι αλλιώς παρόμοια απαισιόδοξομελαγχολικοπεισιθανάτιους) στίχους του άλλου, πάντα με τα (δε θέλω να σε βλέπω σκληρέ κόσμε) κλειστά μάτια, ταλαντευόμενοι (εδώ θα καταρρεύσω από την απελπισία, εκεί θα καταρρεύσω από την απελπισία) μπρος πίσω ενώ το (είμαι τόσο αποστασιοποιημένος από το σώμα μου που κάθε εξαρθρωμένο μέλος έχει άλλη πορεία) κεφάλι κινιέται αριστερά δεξιά, όλοι οι μαυροκατίμαυροι τραγουδοποιοί/ες. Από τη Φλέρυ εχω-εντελώς-ξεφύγει-μανούλα-μου-Νταντωνάκη, τον Ορφέα δε-βρίσκω-μαχαίρι-να-κόψω-τις-φλεβες-μου-Περίδη ως τον Leonard η-τρέλλα-μου-πάει-πολύ-Cohen, τους κανεις-δε-με-καταλαβαίνει-Cure, την όλα-είναι-μάταια-Siouxsie (χωρίς τους Banshees, που όση ματαιότητα ήταν να ζήσουν την έζησαν, κονόμησαν και την έκαναν), τον Nick σε-λίγο-πιάνουμε-πάτο-Cave και τους –όπου-ναναι-αποχωρώ-από-τον-μάταιο-τούτο-κόσμο-Funeral Dinner. Μέχρι να πουν τις μπαλάντες τους (16 λεπτά η μία, μιλάμε... έλεος παιδιά! ο Albinoni έχει γράψει συντομότερα πλήρη κονσέρτα!!) φυσικά τελείωσε και το αέριο του τέταρτου αναπτήρα...
Όμως -τι παράξενο και πάλι!!!!
Οι φωνές και οι μουσικές δε χάθηκαν, συνέχισαν να ακούγονται, επικαλύπτοντας η μία την άλλη σαν να σκαρφάλωναν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας.... Άναψε γρήγορα τον τελευταίο αναπτήρα...
Και ξαφνικά μπροστά της εμφανίστηκε ο Johnny Depp ως Ψαλιδοχέρης να την κοιτά μελαγχολικά ενώ τα ψαλιδόχερά του έκοβαν τα κλαδιά του δέντρου ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά και κάνοντας της νόημα δακρυσμένος να τον ακολουθήσει (μεταξύ μας κι εγώ θα τον ακολουθούσα, ακόμα και δακρυσμένο...). Σηκώθηκε και σκαρφάλωσε στο πρώτο κλαδί (αν και φοβόταν ότι θα καθόταν η κουρούπα και κρίμα τόσος κόπος και ζελέ...), το δεύτερο, το τρίτο, παρακαλώντας τον να μην την αφήσει μόνη της εκεί….
Την άλλη μέρα οι φίλοι της τη βρήκαν στο ίδιο εκείνο σημείο περιτριγυρισμένη από τους καμένους αναπτήρες... Την κοίταξαν γεμάτοι φρίκη και κάποιος είπε:
-Την σκότωσε όλη αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα, σας το είπα εγώ να μη βγούμε από τα δωμάτια μας...
Οι υπόλοιποι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι, οι πιο ενεργητικοί κάναν ουαου.. και όλοι μαζί αποφάσισαν ότι επιτέλους βρήκε το μαύρο τέλος που ονειρευόταν....
Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι το κοριτσάκι φτάνοντας στην κορφή, είδε δίπλα στον Depp τον Άντερσεν αυτοπροσώπως και ενθουσιάστηκε καθώς η μεγάλη αλήθεια της παρουσιάστηκε περίλαμπρη εκεί πάνω στο (ήταν τώρα αυτό)  χριστουγενιάτικο δέντρο...

Ο πρώτος Σάικεντέλικ Γκόθικ Χεβιμέταλ  (γνωστών κάποια στιγμή και ως έμο) όλων των εποχών, ή μάλλον ο θεωρητικός τους ήτo ο Δανός παραμυθάς...