"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007

Ο θαυμαστος κόσμος των δυο τροχών και ο Ριχάρδος....

Πρέπει να ομολογήσω πως τα δίτροχα ανέκαθεν ασκούσαν επάνω μου μια ακαταμάχητη έλξη. Όταν οι γονείς μου, μού αγόρασαν το πρώτο ολόδικό μου ποδήλατο (διότι μέχρι τότε κληρονομούσα του Adaeus, που το είχε κληρονομήσει από τον Γ. που το είχε κληρονομήσει από τον Ν. και πάει λέγοντας) ανακάλυψαν ότι μπορώ και να ΜΗ μιλάω. Το ίδιο βράδυ ανακάλυψαν ότι μπορώ να κοιμηθώ οπουδήποτε (ακόμη κι αν αυτό ήταν η αποθήκη μας) και επιπλέον (δυστυχώς γι’ αυτούς και τη μελλοντική μου εξέλιξη) με οποιονδήποτε (ακόμη κι αν αυτός ήταν ένα ποδήλατο). Στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι τα ποδήλατα, φτάνουν υπερβολικά μακριά, αφού αναγκάστηκαν κάμποσες φορές να κινητοποιήσουν όλη τη γειτονιά, ψάχνοντας το σκασμένο (που συνήθως παρέσερνε ένα τσούρμο παιδιά ανάμεσα στα οποία και η αδερφή της, πολύ μικρότερη και η οποία συνήθως κουραζόταν κι έκλαιγε σε όλο τον γυρισμό) και τέλος ανακάλυψαν τη μοναδική μου ικανότητα να τα καταστρέφω (ταχύτατα) και μετά να κυκλοφορώ (πάντα με τη βοήθεια του Adaeus) με ιδιοκατασκευές.

Την επόμενη ανακάλυψη την έκανα εγώ και με συγκλόνισε for life… ΤΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ ΧΩΡΊΖΟΝΤΑΝ ΣΕ ΑΓΟΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΑ και guess what... τα αγορίστικα ήταν ΚΑΛΥΤΕΡΑ !!!!!! Ξεπερνώ την τραυματική εμπειρία του κοριτσίστικου KYNAST με μόνο τρεις (αν είναι δυνατό) ταχύτητες, καλαθάκι και ροζ (μπλιεξ) φουντάκια στο τιμόνι, που μου πήραν δώρο στην τρίτη γυμνασίου για να το αλλάξουν την ακριβώς επομένη μ’ ένα δεκατάχυτο mercier (ώστε να γλυτώσουν το κοριτσάκι τους από την κατατονία) και αντιπαρέρχομαι τα σχόλια των αγοριών: δε θα το φτάνεις, δε θα μας φτάνεις (δεν μας έφταναν τρία μπουκάλια μολυβόνερο για να φύγουν οι μελανιές, μετά τον καυγά) για να φτάσω στο επόμενο στάδιο.

Το επόμενο στάδιο, φυσικά, ήταν το μηχανάκι. Η έλξη των δύο τροχών (αυτή τη φορά μηχανοκινούμενων) με μια κλαϊνική διαδικασία μεταβίβασης (γίνεται αντιληπτό ότι ουχί, ήτο αδύνατο να αποκτήσω ένα) πέρασε στου αναβάτες τους. Έτσι ο πρώτος μου γκόμενος είχε ένα Zachs 175, ο επόμενος ήταν ιδιοκτήτης ενός Harley (θα σας γελάσω ποιο μοντέλο, γιατί όλα μου φαίνονται ίδια, αλλά μπορώ να καταθέσω με βεβαιότητα, άβολο, συνblogίτες, συνblogίτισες, άβολο και εξαρετικά θορυβώδες...) ακολούθησε ένα ΡΕ250 και ένα ΚΑΤΑΝΑ επτάμισυ (έτσι λεγονται αυτά, όχι επτακόσια πενηντα, όοοχι!!! Μεθ’ επιμονής επτάμισυ, ούτε και εικοσιπέντε ούτε παρα εικοσιπέντε, ακριβώς). Η τόσο συχνή αλλαγή γκόμενων (ομού και μηχανών) οφείλετο στο ότι καλές οι μηχανές, αλλά οι κάτοχοί τους (ειδικά τη δεκαετία του 80, όπου η κατοχή της μηχανής σήμαινε πραγματικές θυσίες, αγνόηση της γνώμης των νοικοκύρηδων και συνεπές στυλ ζωής, που τους έδιναν αυτόματα τον τίτλο του μηχανόβιου) μπορούσαν να δομήσουν το λεξιλόγιό τους σχεδόν αποκλειστικά με τους ήχους της μηχανής τους: βρρρρ – γκρρρ – αγκχχχ – ίιιινχ, γεγονός που περιόριζε εξαιρετικά τις δυνατότητες επικοινωνίας, ενώ το εύρος των εννοιών που αντιλαμβάνονταν κυμαινόταν από το μπουζί στον εκκεντροφόρο και από το κουζινέτο στον στροφαλοφόρο (γεγονός που έκανε αδύνατη την οποιαδήποτε αλληλεπίδραση).

Και μετά ήρθε το Πανεπιστήμιο, όπου στη φάση γενικότερης αναζήτησης (ποια είμαι, που πάω, τι είναι κοινωνία, τι είναι πολιτική, πόσα θα χώσουμε στους βάζελους την Κυριακή), μας τελείωσαν οι γκόμενοι και μας ξημέρωσαν οι μόνο φίλοι. Πλήν όμως (και κατά διαβολική σύμπτωση) όλοι αυτοί οι συμφοιτητοσυναναρωτώμενοι είχαν μηχανάκι, κατά κανόνα παπί, καθώς, σχεδόν, κανείς δεν είχε μηχανή από αρρώστια και μεράκι αλλά για καθαρά πρακτικούς λόγους. Αυτό παρουσίαζε την εξής ιδιαιτερότητα: ενώ το εύρος των εννοιών, που αντιλαμβάνονταν, κυμαινόταν από τον Μαρξ στον Μάρκες και από τους The Smiths στον Adam Smith και παρ’ ότι το λεξιλόγιό τους εδομείτο από λέξεις τόσο πολύπλοκες ηχητικά όσο ο δομοκεντρισμός και ο μεταντανταϊσμός.... οι οδηγητικές τους ικανότητες ήταν αντιστρόφως ανάλογες και φθίνουσες... δε φαντάζεσθε πόσο φθίνουσες (κάθε τρεις και λίγο απιστομιώνταν που λέει και ο Αχαιός – και εξαίρετος οδηγός – καλός μου....).

Οπότε, αναγκάστηκε (για άλλη μια φορά και παρά τη θέλησή του) να παρέμβει ο σοφός (και τότε απέλπις, αλλά όχι τόσο) γερο-πατέρας μου. Μετά την τρίτη φορά που με μάζεψε από τα εφημερεύοντα με (ευτυχώς μόνο) ράματα και μώλωπες, αποφάσισε ότι αφού είναι αδύνατο να με κατεβάσει από τη μηχανή, τουλάχιστον ας με προφύλασσε από τους ηλίθιους, μεταφέροντάς με από την πίσω θέση (του συνεπιβάτη) στην μπροστινή. Οπότε, εν έτει 1984 (όχι το οργουελικό, αλλά το εντελώς παλαιομοδίτικο ελληνικό, όπου οι γυναίκες οδηγοί μηχανών ήταν όσοι και οι ψηφοφόροι του ΚΟΔΗΣΟ – του ποιου??) απέκτησα δίπλωμα για μηχανή και ήρθα για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τη φριχτή πραγματικότητα του έμφυλου διαχωρισμού και των μηχανοκίνητων διτρόχων, αφού ο κύριος της αντιπροσωπείας έκανε κάνα δεκάλεπτο να αντιληφθεί ότι το μηχανάκι προοριζόταν για ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ. Αφού το αντελήφθη, και ξαναβρήκε την επικοινωνία του με το περιβάλλον, πρότεινε ένα παπί, που μόλις του είχε έρθει και – φανταζόταν ότι μπορούσε να το οδηγήσει και μια γυναίκα (και δη μικροκαμωμένη όπως εγώ....)

Κι έτσι απέκτησα τον Ριχάρδο τον Αλφο (αυτό είναι της Ακρίτα) τον Λεοντόκαρδο, σύμφωνά με τον Π. συμφοιτητή μου και ακόμα (περιέργως) από τους καλύτερούς μου φίλους, ο οποίος με άγνοια κινδύνου (έζησε να το μετανοιώσει) τόλμησε να εκφράσει ότι οι άλλοι (οι σιγά τους οδηγούς, δλδ, κάθε τρεις και λίγο ανάσκελα στο οδόστρωμα βρίσκονταν!!!) σκέπτονταν, αλλά η αριστερότητα και ο προοδευτισμός τους, τούς απαγόρευε να ξεστομίσουν, ότι δλδ είχε μεγάλο κουράγιο αφού τον οδηγούσε μια γυναίκα....

Η αλήθεια είναι ότι τότε δεν το ήξερα, αλλά μόλις είχα αποκτήσει τον πιο μακροχρόνιο δεσμό της ζωής μου.

Είκοσι-τρία χρόνια, τώρα, ο Ριχάρδος έχει πηγαινοφέρει συμφοιτητές/τριες, φίλους/ες συναδέλφους, τον καλό μου και το πιο πολύτιμο φορτίο: την κόρη μου (με φοβερό κράνος, ανάμεσα στα πόδια μου στην αρχή και με τα χεράκια της ίσα να φτάνουν το τιμόνι, στην πίσω θέση πια, με το κράνος της – πάντα – πολύ πάνω από το δικό μου και τα γόνατά της να περισσεύουν δεξιά κι αριστερά).

Είκοσι-τρία χρόνια τώρα ο Ριχάρδος έχει περάσει από άπειρα χέρια, τον έχουν δανειστεί φίλοι και γνωστοί, και έχει μεταφέρει από ψώνια σουπερμάρκετ, μέχρι χάλι σε μετακόμιση συμφοιτητή (αλήθεια! αυτός, δε, που κράταγε το χαλί πίσω ισχυρίστηκε ότι χρησιμεύει και για αερόφρενο και να το καθιερώσουμε).

Στα είκοσι-τρία αυτά χρόνια, ο Ριχάρδος έχει ΚΑΙ κλαπεί (τη δεκαετία του 1990 - τη δεκαετία των αγριεμένων, ανέστιων και γι’ αυτό επίβουλων ανατολικομεταναστών), έχει ξαναβρεθεί σε επιχείρηση σκούπα της Ασφάλειας Ανατολικής Αττικής στο Μαρκόπουλο και έχει επιστρέψει (καρμικά, πιστεύω εγώ) σε μένα, μόνο και μόνο επειδή ο ένας μπάτσος δε χώραγε στο περιπολικό (τίγκα στους αλβανομετανάστες, συν δύο στο πορτ-μπαγκάζ), κοίταξε γύρω του, είδε το μηχανάκι, το οποίο (φυσικά ως αντάξιο του ονόματός του) όταν πάτησε τη μανιβέλα πήρε αμέσως μπροστά. Έτσι ο μπάτσος έφτασε στο αστυνομικό τμήμα και ο Ριχάρδος (μετά από απίστευτη γραφειοκρατική ταλαιπωρία) ξανά σε μένα.

Είκοσι-τρία χρόνια τώρα, ο |Ριχάρδος έχει ανέβει τις ανηφοριές των Κυκλάδων, έχει κατέβει τις κατηφοριές της Αθήνας, έχει πάει από το Μέγαρο Μουσικής ως το πάρτι του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη, έχει αποφύγει τζιπάτους με το bluetooth στο αυτί, έχει περάσει ξυστά ανάμεσα σε πεζοδρόμια και ταρίφες εις άγραν πελατών, έχει φρενάρει στο φτερό μπεμβεδοξανθών, με τη βλεφαρίδα κάγκελο, έχει χειρουργηθεί άπειρες φορές από τον (και μηχανικίζοντα) καλό μου και δεν έχει πέσει ούτε μια φορά... Κύριος ο Ριχάρδος!!!

Ο Ριχάρδος πριν τρεις μήνες συνταξιοδοτήθηκε και αποσύρθηκε στην εξοχή. Δεν του ομολογήσαμε ποτέ ότι τη δουλειά του ανέλαβε άλλο μηχανάκι (καινούργιο βεσπάκι, 125 κυβικά με όλα τα τεχνολογικά καλούδια, αλλά τόσο απρόσωπο) για να μην καταρρεύσει. Του είπαμε ότι τον χρειαζόμαστε στην εξοχή γιατί δεν μπορούμε να ανεβοκατεβαίνουμε στην παραλία πια με το αυτοκίνητο. Του είπαμε ότι έτσι κι αλλιώς εγώ κουράστηκα να κυκλοφορώ με μηχανή. Του εξηγήσαμε ότι όλο παντελόνι – παντελόνι (διότι, περιττό να πω ότι και ο καλός μου – για να γίνει καλός μου έπρεπε να πληροί τις τρεις βασικές προδιαγραφές, οπαδός του θρύλου (αδιαπραγμάτευτο), ο σουρεαλισμός είναι ρεύμα όχι νεύρωση - the underground is NOT the subway - και φυσικά οδηγούμε (και κατέχουμε προαιρετικά) μηχανή) τα πόδια μου έχουν να συναντηθούν είκοσι-τρία χρόνια. Αφού όταν φοράω (σπανιότατα) φόρεμα ή φούστα, διότι (ακόμη σπανιότερα) χρησιμοποιούμε το αυτοκίνητο, τα μπούτια μου ξανασυστήνονται....Του είπαμε ότι το καυσαέριο καταστρέφει τον κινητήρα του και τον παρακαλέσαμε να κρατάει παρέα και να προσέχει τη Λαίδη μας που γερνά και χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και τον αφήσαμε κλειδωμένο στο γκαράζ, αλλά δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να βλέπει τη θάλασσα...

Παρατράβηξε αυτό το ποστ και θα λέτε πού είναι το ερώτημα...

Το ποστ, κατ’ αρχάς, είναι ένα αφιέρωμα στον πιο πιστό σύντροφο της νιότης και της ωριμότητάς μου, αλλά όταν κοιτάζω το καινούργιο μηχανάκι, αστραφτερό, γρήγορο, πανέμορφο αναρωτιέμαι:

Τι είναι αυτό που μας κάνει όλους σε κάποια φάση της ζωής μας να εξαρτηθούμε συναισθηματικά από ένα αντικείμενο? Τι είναι αυτό που δίνει όνομα, ψυχή, σε κάποια αντικείμενα που τους μιλάμε και τους συμπεριφερόμαστε σα μέλη της οικογενείας μας και που όταν έρθει η (αναβλημένη ξανά και ξανά και ξανά και ξανά...) ώρα της αντικατάστασής τους, στην ψυχή μας μένει ένα κενό, που ο αντικαταστάτης ποτέ δεν γεμίζει???

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

...Ο Foucault, ο Θέμος και οι εξεγερμένοι...

Στην τηλεόραση παίζει άλλο ένα αφιέρωμα για το πολυτεχνείο και για εκείνα τα παιδιά που το 73 κατέλυαν το κράτος (δήθεν) δικαίου και εξευτέλιζαν την (οιονεί) ευνομούμενη πολιτεία. Κι εγώ, που εκείνη τη στιγμή προσπαθούσα να αντιμετωπίσω τον Θέμο, ο οποίος εγκατεστημένος στην μπερζέρα αγνοούσε κάθε κανόνα που έχει τεθεί για την εύρυθμη λειτουργία αυτής της οικίας (δεν ξύνουμε τα νύχια μας στον καναπέ, στα καλάθια με τα βιβλία, στην πολυθρόνα, στα χαλιά, δε μασάμε τις κουρτίνες, τα κρόσια από τα ριχτάρια, τα κορδόνια των παπουτσιών, δεν κοιμόμαστε στις πολυθρόνες, στα φρεσκοπλυμένα παπλώματα, στις καρέκλες της τραπεζαρίας, δεν πηδάμε πάνω στους ανθρώπους, που κοιμούνται, στις τρεις η ώρα τη νύχτα επειδή εμείς είμαστε νυχτόβιοι και μας τη σβούρηξε να παίξουμε) έκανα έναν φουκοϊκό συνειρμό και έθεσα ένα από τα πολυάριθμα και περίφημα ερωτήματά μου (με λίγα λόγια πάλι κοινωνιολοπαραληρώ):
Ποια είναι αυτή η εξουσία και το δίκαιο που αφορά (τόσο το Θέμο όσο και) σ’ εκείνα τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα (που δε φέρναν μηνύματα από αγάπες, αλλά μηνύματα θανάτου)?
Μου φαίνεται ορθά είχαν απορρίψει (παιδιά και Θέμος) τον νόμο, καθώς (έστω και ενστικτωδώς) αντιλαμβάνονταν/αι ότι στην πραγματικότητα, αυτός ο νόμος δεν είναι μια καθολικά αποδεκτή αλήθεια, παρά μια κατασκευή, η οποία, αφού επιβληθεί η γενική αποδοχή της ως αυταπόδεικτης αξίας και αναχθεί σε γενική ρυθμιστική αρχή, διασφαλίζει ότι η άσκηση της εξουσίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυθαίρετη ή καταχρηστική, αλλά βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία μ’ ένα θεμελιακό και αποδεκτό δίκαιο.
Ένα δίκαιο, για το οποίο καθόλου δε ρωτήθηκε ο Θέμος που εδώ και πέντε λεπτά βολτάρει εκνευρισμένος πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού (στον τρίτο όροφο και κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή να προσγειωθεί στον κήπο) καταγγέλοντας (με τον τρόπο του) την καταπάτηση του μη καταγεγραμμένου (άρα και αναπόδεικτου) δικαιώματός του να διαβιεί ως γάτα στον κόσμο των ανθρώπων...
Τη στιγμή που η ΤV έδειχνε τα αστυνομικά όργανα πειθάρχησης και επιβολής που κυνηγούσαν τα παιδιά (που δεν έψάχναν στους δρόμους αλλά φλέγονταν στη μέση τους) εγώ και ο καλός μου, το φως των ματιών μου, το καμάρι του σπιτιού μας (στέκεται από πάνω μου και διαβάζει, να δει ποιος κατέχει την εξουσία και ποιος είναι οι δυνάμεις καταστολής στην οικιακή μας μικροκλίμακα) παγιδεύαμε το Θέμο πίσω από το γιούκα και θριαμβευτικά (και με ελάχιστες γρατζουνιές έκαστος/η) τον κατεβάζαμε από το κάγκελο (μπαίνω συχνά στον πειρασμό να περάσω κοτετσόσυρμα ένα γύρο, αλλά αφ’ ενός πληγώνεται η αισθητική μου, αφ’ ετέρου σκέφτομαι -δεν το έβαλα για το παιδί, θα το βάλω για το γατί?) διασφαλίζοντας (και οι μεν και οι δε) τη συνοχή και μακροημέρευση του κοινωνικού (οικογενειακού) σώματος.
Καθώς τα εξεγερμένα παιδιά (που καθόλου δεν έμειναν παιδιά – αν ποτέ υπήρξαν) κοιτούν σιωπηλά το τανκ πίσω απ’ τα κάγκελα του Πολυτεχνείου και ο Θέμος γλείφει για να καθαρίσει από τη μάχη τα (θριαβολογούντα) μουστάκια του πάνω στα πόδια της ασυλοδοτούσας κόρης μου, κάτω από το βιβλίο της (φυσικά πάνω στο κρεβάτι και οι δυο, στα φρεσκοπλυμένα παπλώματα), αντιστρέφεται, μέσα μου, το θεώρημα του Κλαούζεβιτς (ξέρετε, ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα) και επιβεβαιώνεται ο Foucault: Η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Η κάθοδος του Θέμου από το κάγκελο, ΔΕΝ είναι η τελευταία μάχη... Η τελευταία μάχη δίνεται στα πόδια ενός εφηβικού κρεβατιού, με τον Θέμο απόλυτα σιωπηλό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν του εμπνεούμε κανέναν φόβο καθώς ξέρει πια ότι η εξέγερση (που πηγάζει από τη γνώση των συνεπειών της εξουσίας) ενάντια στον (ήδη διαβρωμένο, εκ των έσω) θεσμό, δεν μπορεί παρά eventually να επικρατήσει, επιβάλλοντας το δικό της εξουσιαστικό καθεστώς...
Οπότε, αφού το ξέρω, η εκπαιδευτικός, η γατοϊδιοκτήτρια και εφηβομάνα, η διαχείριση της εξουσίας επιβάλλοντας την ειρήνη δεν έχει σκοπό να αναστείλει τις πληγές του πολέμου, αλλά να διατηρήσει την ανισορροπία που καταγράφηκε στην τελική μάχη του πολέμου και να διαιωνίσει τον συσχετισμό δυνάμεων, υπέρ του νικητή....θέτω το μεγάλο ερώτημα: πώς δεν είχα καταλάβει τόσον καιρό ότι η απόλυτη εξουσία σ’ αυτό το σπίτι ανήκει στο Θέμο?

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

...Για τους DJ μας...


Επειδη (όπως σωστά παρατήρησε και η Μετεωρίτης) αυτό το κεράκι στοίχειωσε και κάθε φορά που μπαίνω/μπαίνουμε μας ψυχοπλακώνει, είπα να βάλω κάτι που θα μου/μας φτιάξει το κέφι, κάτι που θα μας πείσει ότι τίποτα δεν είναι εντελώς χαμένο...
Και σαν συμπλήρωμα στην εικόνα (που μου την έστειλε ένας από τους καλύτερούς μου φίλους για να αντιμετωπίσω τις ημικρανίες μου), ακούστε (ειδικά εσείς οι εναλλακτικοχαρντροκάδομεταλοχιπχοπάδες μου, που προσπαθώ να σας παρακολουθήσω, αλλά όλο στα κλασικά ακουσματάκια μου γυρνώ, να βρω καταφύγιο) και το πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο (δεν ξέρω αν καταλάβατε το πνεύμα...) αγαπημένο κομμάτι μου στον κόσμο... Είναι το Abdelazar suite του Purcell , η απλότητα και η ομορφιά του οποίου (ειδικά στο Rondo), δείχνει με πόσα ελάχιστα πράγματα παράγεται η τελειότητα :)
01 Abdelazar Suite...

Υ.Γ. Επειδή μ' αρέσει πάρα πολύ, θα κάνω την υπέρβαση και θα το βάλω (σήμερα και αύριο μόνο, μην τρομάζετε) στο auto-play, (το οποίο μισώ και όταν βρίσκομαι σε σελίδες με αυτόματη μουσική, ψάχνω σαν τρελλή που είναι το ρημάδι για να το κλείσω...)
Υ.Γ2. Το Abdelazar, εναλλακτικοί μου, το θεωρούσε και ο Britten (αυτός που έβγαλε την κλασική από το δωδεκάφθογγο, με λίγα λόγια ο πατέρας ολωνών σας) τόσο τέλειο, που το χρησιμοποίησε στον Οδηγό Ορχήστρας για Νέους (του)

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

...σσσσσς..

Αντίο ψυχούλες μου...

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

...κυρά, ξελογιάστρα, χρυσή...

Απανουτζήδες (αυτή η ατάκα της Μετεωρίτη έγραψε και καθιερώθηκε, τέλος...) και φερτοχαμουτζήδες αφήστε την πόλη μου ήσυχη.... Αυτό ξεκίνησε να είναι το σχόλιο στο ποστ του Ινδίκτου για το πού μένει… Αλλά, αυτή τη φορά ξεπέρασα και τον εαυτό μου σε φλυαρία… το «σχόλιο» κόντεψε να φέρει την Wordpress (η οποία δεν είναι και στα καλυτερά της τελευταία) στα όριά της, οπότε το μάζεψα (σαν καλό κορίτσι) και το έκανα ποστ. Εξ άλλου μια χρήση και μια λειτουργία των blog δεν είναι η αλληλεπίδραση και ο διάλογος? Το ξαναγράφω λοιπόν κι εδώ: Η Αθήνα ήταν και ΕΙΝΑΙ όμορφη. Η πόλη ΜΟΥ (κάτω από τα κουρέλια και τα χοντροπάπουτσα που της φόρεσε η αντιπαροχή, η τεράστια -εξ ανάγκης- εσωτερική μετανάστευση της δεκαετίας του 60 και η αλήστου μνήμης αισθητική της δικτατορίας τη δεκαετία του 70, με τα κτήρια τέρατα, για να την κάνουν να μοιάσει στη Ν. Υόρκη, τρομάρα τους) ήταν και είναι κούκλα. Η πόλη που εγώ μεγάλωσα και μεγάλωσαν οι γονείς και οι παππουδογιαγιάδες μου (γενιές πίσω Αθηναία), όχι απλά η πόλη που φτιάχνει η νοσταλγία μου, αλλά η πόλη όπου περπατώ κάθε μέρα ήταν και είναι ωραία. Η πόλη όπου γεννήθηκε η μητέρα μου κάπου στο λόφο του Σκουζέ, και για αυτό ο πατέρας μου την λέει "επαρχιώτισα" αφού αυτός γεννήθηκε λίγο πιο πάνω στον Κολωνό (κάτω απ’ την σκιά του Οιδίποδα, ο σεβάσμιος, ενώ στου Σκουζέ, σου λέει, ήταν περιβόλια, λίγο πιο κάτω άρχιζαν τα Σεπόλια –παρυφές της πόλης – και το Μπουρνάζι, άλλος δήμος…) ήταν και είναι μια πόλη καλλονή. Η πόλη όπου στις αλάνες τις στην πλατεία Αττικής έχω παίξει, η πόλη όπου έχω κάνει ποδήλατο από τον Άγιο Παντελεήμονα, ως την πλατεία Αμερικής (που ο μπαμπάς μου λέει πάντα με το παλιό της όνομα πλατεία Αγάμων), ήταν και είναι αισθησιακή. Η πόλη όπου στις αλάνες τις στη Φυλής και στην Ηπείρου, στην Αριστοτέλους και στην Αγ. Μελετίου, έπαιζα ποδόσφαιρο και δερνόμουν με τα άλλα παιδιά (για να γυρίσω σπίτι και να φάω κι άλλο ένα χέρι ξύλο, που γύριζα και τσακωνόμουνα «κορίτσι πράμα»), η πόλη που ήταν το σχολείο μου (9ο πρότυπο θηλέων στη Βάθη, δίπλα στα μπουρδέλα, με τις πόρνες να ξεκουράζονται στα καφενεία της περιοχής και να τσακώνονται με νταβατζήδες, που χαμήλωναν τις φωνές έξω από το σχολείο που κάναν μάθημα, πιθανά, τα παιδιά τους), ήταν και είναι φωτεινή… Η πόλη όπου πρωτοέκανα σκασιαρχείο 14 χρονών και πήγα στο περίφημο (τότε) ΣαβόΥ (με ύψιλον παρακαλλλλώ) στην πλατεία Βικτωρίας (άλλη μια πλατεία που οι γονείς μου ακόμη της δίνουν ένα όνομα παλλαϊκό: πλατεία Κυριακού), ήταν και είναι ζωντανή. Η πόλη που αφήσαμε, το 75 για τα προάστια, για ένα σπίτι με κήπο για τα παιδιά (μιλάμε λες και ξενιτευόμασταν έκανε η μάνα μου… πού μας παααας (ούτε στην παραμεθόριο να μας πήγαινε ο χριστιανός), δεν έχει συγκοινωνία (επισήμως κάθε τέταρτο ανεπισήμως κάθε Τετάρτη, αλλά το συνηθίσαμε), δεν έχει σουπερμάρκετ (πουθενά στην Αθήνα δεν είχε σοβαρό σουπερμάρκετ, μόλις είχε ανοίξει ο Σκλαβενίτης στο ποτάμι και φυσικά, ως εξωτικό delikatessen, ο ΑΒ στο Φάρο) δεν έχει φροντιστήρια για τα παιδιά – έτσι κατέληξα να κατεβαίνω κάθε μέρα στο κέντρο, στη Μασσαλίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο γαλλικά, στην Πλατεία στο Βρετανικό Συμβούλιο αγγλικά, γυμνάσιο στο ένατο (στο Λύκειο, ευτυχώς, πήγα στο Λύκειο του Χολαργού - ολοκαίνουργο κτήριο, ούτε συγκρινόταν με αυτό στην Ακομινάτου, κόντευα να τα παίξω κι απ’ το πέρα δώθε - είπε να υποχωρήσει η Φράου Γκρέτσχεν, η μάνα μου), στο Ορόσημο στην Κάνιγγος φροντιστήριο (μιλάμε ενδοαστική μετανάστις), κοιμόμουν στα λεωφορεία, ευτυχώς τα έπαιρνα από το ένα τέρμα, στη Φανερωμένη και κατέβαινα στο άλλο τέρμα Ακαδημίας και τούμπαλιν, μόνο στον Κάβουρα στη Φειδιπίδου ξύπναγα - δλδ όοοολο το λεωφορείο των δέκα, γεμάτο μαθητές από τα φροντιστήρια, ξύπναγε, κατέβαινε, έτρωγε το μπιφτέκι του παππού και έπαιρνε το επόμενο), η πόλη μου ήταν και είναι ερωτική….

Μπορεί (όπως και κάθε πόλη της Ελλάδας που μπορώ να φέρω στο μυαλό μου) να μην έχει αρκετό πράσινο… μπορεί οι δρόμοι της να είναι χαοτικοί… μπορεί στα πεζοδρόμιά της να είναι παρκαρισμένα τα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα των ξύπνιων… μπορεί οι πεζοί, τα καροτσάκια των μωρών και των αναπήρων να σφηνώνουν και να αναγκάζονται να καταφεύγουν στο οδόστρωμα… μπορεί να μην έχει πάρκινγκ κι όπου έχει να είναι πανάκριβα…. Μπορεί να είναι βρώμικη, χωρίς κάδους ανακύκλωσης… μπορεί να είναι γεμάτη γιγαντοαφίσες με μπουζουκοτραγουδιαρηδες/άρες και σκισμένες αφίσες από τις προηγούμενες εκλογές… μπορεί οι δρόμοι της να είναι γεμάτοι λακούβες και τα πεζοδρόμιά της σπασμένα παντού… μπορεί…. μπορεί… μπορεί…

Όμως έχει το Ερέχθειο στην Ακρόπολη, το καινούργιο μουσείο Ακρόπολης, το κτίριο της Εθνικής με τη γυάλινη αυλή για να βλέπεις την ανασκαφή στην Πλατεία Κοτζιά, τον σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα με το «Αίθριο» του Ζογγολόπουλου δίπλα στα αρχαιολογικά ευρήματα, το σταθμό της Ομόνοιας με την «Ουρά» του Κεσσανλή, το σταθμό του Πανεπιστημίου με το έργο του Μόραλη, τον σταθμο στον σταθμό Λαρίσης (γελοίο και ασύντακτο ακούγεται αυτό) με τα ανθρωπάκια του Γαϊτη, τον Δρομέα του Βαρώτσου στο Χίλτον, και τον γυμνό έφηβο του Απάρτη (τρυπημένο από τις μάχες του εμφυλίου) στην Καλλιρρόης και την πανέμορφη Κοιμωμένη του Χαλεπά στο Α΄ νεκροταφείο.

...έχει το πλακόστρωτο του Πικιώνη στου Φιλοπάππου, την έκθεση βιβλίου στον πεζόδρομο της Αρεοπαγίτου, τη ρομβία και τους πλανόδιους μουσικούς στην Ερμού, τον Στάβλο στην Απ. Παύλου στο Θησείο, την (εντελώς ανατολίτικη, μιλάμε οι τουρίστες πρέπει να παθαίνουν πολιτισμικό σοκ, όταν τη διαβαίνουν) Βαρβάκειο αγορά (με τους νυχτερινούς πατσάδες του Ίνδικτου και τις Αφρικανές πόρνες) στην Αθηνάς, τα μπουζουκομάγαζα, τη Σχολή Καλών Τεχνών και την (κούκλα πια) Βιοσώλ του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού στην Πειραιώς, τον Φωκιανό (όπου μαζεύονται τα Δευτερότριτα οι όλο ζωή παππούδες και παίζουν βόλλευ, μέχρι τελικής πτώσης) στη συμβολή Βασ.Όλγας και Βασ. Κωνσταντίνου.

....έχει τα παλιατζίδικα στην πλατεία Αβησσυνία και τον Luis Vuiton στην Βουκουρεστίου, τα παπουτσάδικα στη Χαρ Τρικούπη και το Ζάρα στη Σκουφά, τα κοσμήματα του Ruberize στην Σπ. Τρικούπη στα Εξάρχεια και τον Gavello στην Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι, τα μπαχαρτζήδηκα στην Ευριπίδου, την παλιά αγορά στο τέρμα της Φωκίωνος Νέγρη και το Άττικα στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην Πανεπιστημίου.

....έχει το Τζαμί Τσισδαράκη στο Μοναστηράκι, τους Άγιους Ασώματους στην Αδριανού, τη Ρώσικη Εκκλησία στη Φιλελλήνων, την Καπνικαρέα στην Ερμού και τον Αγ. Νικόλαο τον Ραγκαβά στην Επιχάρμου στα Αναφιώτικα.

....έχει το παζάρι των συλλεκτών στα συρματοπλέγματα της Αδριανού (δίπλα στην Ρωμαϊκή αγορά και την αρχαία βιβλιοθήκη), τα παλαιοβιβλιοπωλεία και παλαιοδισκοπωλεία στην Άστιγγος και στην Νορμάνου και το πατάρι της Εστίας στη Σόλωνος, την Πολιτεία στην Ασκληπιού, το καφέ στην Άγκυρα στη Σόλωνος και τον Ιανό στην Σταδίου.

...έχει τις παλιές μονοκατοικίες από τα Πετράλωνα ως το Θησείο και τον Αρειο Πάγο (πίσω από του Φιλοπάππου τον αρχαίο, όχι των Ξηρών και του Κούγια…), την πολυκατοικία με τις γοργόνες στη συμβολή Βασιλίσης Σοφίας και Β. Κωνσταντίνου, τη Ροζ πολυκατοικία στα Εξάρχεια, τα νεοκλασικά της Καλλιδρομίου, τις μεσοπολεμικές κατοικίες στην Ιθάκης στην Κυψέλη, που τις έκαναν πολύχρωμο χωριό οι μετανάστες και τις εργατικές κατοικίες στην Αλεξάνδρας…

...έχει το ρολόι του Κηρύστου και από πίσω το Χαμάμ στους Αέρηδες, την (εντελώς) Bauhaus Αμερικανική Πρεσβεία του Walter Gropius στη Βασιλίσης Σοφίας στην πλατεία Μαβίλης και δίπλα στην Σούτσου, του Λώρα, όπου τα ποτά σερβίρονται στο πεζοδρόμιο (εντελώς μιλάμε, κάτω καθόμαστε σαν τα άστεγα) και την καντίνα του Πολωνού με το καθαρότερο (και νοστιμότερο) βρώμικο στην πόλη.

...έχει τον Αστρολάβο δίπλα στη Δεξαμενή, (όπου οι Φιλιπινέζες βγάζουν τα σκυλιά των μεγαλοκυριών...) που κάθε Κ. Δευτέρα, μοιράζει χαρταετούς με έργα τέχνης και την Τεχνόπολη στο Γκάζι με τα φεστιβάλ κόμιξ, τζαζ, γκράφιτι, το City link με τις συναυλίες, το Jazz upstairs στο Bar Guru Bar στην πλατεία Θεάτρου με τις τζαζ βραδιές και στην Τριβωνιανού το Half note

...έχει τον Απόλλωνα στη Σταδίου και την Ααβόρα στην Ιπποκράτους, το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στη Στοά Βιβλίου, τον πολυχώρο στην Αθηναϊδα, το Εθνικό στην Αγ. Κωνσταντίνου, το Ολυμπιά στην Ακαδημίας (όπου στεγάζεται η Λυρικούλα – ξέρετε τι κλάμα έχω ρίξει εγώ εκεί στις Κάρμεν, στις Νόρμες και τις Τόσκες?), την Όπερα ακριβώς απέναντι, το Τραίνο στο Ρούφ επί της Κωνσταντινουπόλεως και το Αμόρε στην Πριγκηπονήσων.

...έχει το Αεριοφώς στην Ιάκχου και τα ορθάδικα στη Βουτάδων, το Πρυτανείο στη Βαλαωρίτου και τη Βιβλιοθήκη στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας (το Κολωνάκι είναι μάγκες), τον Πλάτανο στη Διογένους και το 48 πάνω από την γκαλερί της Ιλεάνα Τούντα στην Αρματωλών και Κλεφτών…

...έχει το Circus στην Ναυρίνου πίσω από το Παιδαγωγικό και το Χημείο, τα ορθάδικα στην Πανόρμου δίπλα στον Δαναό, το Tribeca, το ΕνΔελφοίς, το Dolce (παλιό Φίλιον) στη Σκουφά και την Αστοιβή στη Γιατράκου δίπλα στο Θέατρο Μεταξουργείο της Αννας Βαγενά…

...έχει την China(ή μάλλον την multiethnic) town της στο τρίγωνο Αθηνάς, Ευριπίδου και Σωκράτους και έχει το Πολυτεχνείο του Καυταντζόγλου Αβέρωφ και Πατησίων, την Grand Brettagne του 1874 στο Σύνταγμα και τη νεοκλασική τριλογία του Χάνσεν (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη) στο τετράγωνο Ιπποκράτους, Ακαδημιας, Σίνα και Πανεπιστημίου) απέναντι από την οικία Ράλλη Πανεπιστημίου και Κοραή (που την έσωσε η Μελίνα)…

...έχει την παιδική βιβλιοθήκη, (όπου πήγαινα την κόρη μου τα Σάββατα, διαβάζαμε παραμύθια και ζωγραφίζαμε) κρυμμένη μέσα στον Εθνικό κήπο, το θέατρο μέσα στο πεδίο του Άρεως που κάνει τις συναυλίες το Indy free festival, το καφέ στο Αττικό Άλσος στα Τουρκοβούνια, (το πάλαι ποτέ Τάμα της Δέσποινας του Παπαδόπουλου ντεεε!) απ’ όπου βλέπεις ως την Αίγινα, το θεατράκι στο λόφο του Κολωνού, όπου σπρώχνουν τα καροτσάκια τους Αλβανίδες μικρομάνες και τα μονοπάτια που τρέχουν οι δακτυλοδυχτούμενοι/ες ελληνες/ιδες joggers στον λόφο του Αρδητού, πάνω από το Καλλιμάρμαρο.

Σιγουρα στα τελευταία εξήντα χρόνια (ακόμη και στα τελευταία 35 που μπορώ να θυμηθώ εγώ) η πόλη άλλαξε. Μπορεί να χάθηκαν οι γειτονιές, οι αλάνες, οι μονοκατοικίες που τόσο νοσταλγικά φέρνουμε στο μυαλό μας όσο μεγαλώνουμε, αλλά η πόλη δεν χάλασε... Δεν γίνεται χειρότερη η Αθήνα, αλλάζει και γίνεται μια όλο και πιο ευρωπαϊκή, μεγαλούπολη, μια μεγαλούπολη, με δομές που δεν αρέσουν, που είναι ξένες στους κατοίκους της και, ενώ τις χρησιμοποιούν δεν σκοπεύουν να τις αποδεχτούν. Οι κάτοικοί της Αθήνας (σε ποσοστό 80% γεννημένοι εκτός αυτής) δεν την αγάπησαν, δεν την αγαπούν κι έτσι δεν την προστατεύουν. Οι περισσότεροι αισθάνονται περαστικοί από εδώ, εσωτερικοί μετανάστες της ανάγκης, και ονειρεύονται (από τώρα) την σύνταξη στο χωριό. Έτσι, δεν την πονάνε (ούτε καν ψηφίζουν εδώ), την ξεζουμίζουν και είναι οι ξυνισμένες φάτσες τους /μας (κάθε πρωί, έτοιμες να τσακωθούν, για το προσπέρασμα, για το πάρκινγκ, για τον καφέ, για τη θέση στο λεωφορείο, αλλά στην πραγματικότητα γιατί δεν ξύπνησαν στο (φαντασιακά) ειδυλλιακό χωριό τους), που την υποβαθμίζουν και, εν τέλει, την ασχημίζουν...

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

... Εις μνήμην...

Συνήθως δεν αναρτώ κείμενα για επετείους (αυτό το έχει αναλάβει εργολαβικά ο Ίνδικτος) αλλά σαν σήμερα πέθανε ο μεγάλος Μητρόπουλος... Κι επειδή δε θέλω να μετανοιώνω μετά σαν την Μετεωρίτη και τον Chris Penn... λέω να του αφιερώσω το δεύτερο μέρος από την πρώτη συμφωνία του (αγαπημένου του ) Mahler (Εξ' αλλου πέθανε στη Σκάλασε σε πρόβα της τρίτης συμφωνίας ) και να παραπέμψω όσους ενδιαφέρονται για λεπτομέρειες για τη ζωή του στο καταπληκτικό άρθρο του Πολιτικού καφενείου

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA