"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

.... βροχή Μετεωριτών....

εκτός από τις συνηθισμένες βροχές μετεωριτών, που παρακολουθούμε όλοι με μεγάλο ενδιαφέρον...

στην Αθήνα στις 24/9 συνέβη μια ιδιόρρυθμη βροχή μετεωριτών.... που παρακολούθησε μόνο ένας ευτυχής πατέρας (φαντάζομαι και κάποιοι ευτυχείς γιαγιαδοπαππούδες)

κι έτσι η Φαίη (Mετεωρίτης νο1 και μοναδική) και ο Γιάννης (Μετεωρίτης par excellence) απέκτησαν δυο υπέροχα γερά Μετεωριτάκια (αγόρι και κορίτσι)
Να τους ζήσουν!!!!!

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

... προχωρώ...

Τελικά είναι φοβερό όταν αφήνεις κάτι ημιτελές... Εδώ και δυο μέρες τα παραμύθια με τραβούν απ’ το χέρι, δε μ’ αφήνουν να κοιμηθώ. Μια Σταχτομπούτα χωρίς πόδι για το γοβάκι της, μια Κοκκινοσκουφίτσα χωρίς χέρια για να μαζέψει τα λουλούδια της, ένας γάτος με μια μπότα, ένας πρίγκιπας με πόδια βατράχου, η Οντέτ με φτερά κύκνου... όλοι οι παραμυθοχαρακτήρες, μισοί μέσα από το προηγούμενο ποστ, ζητούν την ολοκλήρωσή τους, γυρνούν μέσα στο μυαλό μου ψάχνοντας το κομμάτι που τους λείπει για ν’ αποκτήσουν νόημα, να κατορθώσουν να ολοκληρώσουν την ιστορία τους, να βρουν τη γαλήνη.

Γύρω μου στριμώχνονται οι ηρωίδες απαιτώντας να τους δώσω (τη δική μου) φωνή, να κάνω τον κόσμο (μέσα απ’ τα δικά μου μάτια) να ερμηνεύσει τη ζωή και τις πράξεις τους πέρα από τα εσκαμμένα...

Γιατί, αλήθεια, είναι τόσο συμβιβασμένες και άβουλες όσο τις κατηγορούμε ή μήπως αντίθετα κάθε παραμυθοκαμβάς πλέκεται γύρω από την απειθαρχία τους και την αψήφηση του κανόνα?

Μήπως αυτή η (κατά τη Λιλή Ζωγράφου) πόρνη, η συμβιβασμένη η (που αγαπά να μισεί η mamma) Σταχτομπούτα είναι μάλλον επαναστάτρια, διεκδικώντας και τελικά επιτυγχάνοντας (ίσως με τα μέσα του Κοέλιο, αλλά, εντάξει... παραμύθι είναι) τη συμμετοχή της στο κοινωνικό γίγνεσθαι που της αρνούνται. Αλλά και εντός αυτού, μήπως αγνοεί το όριο που της τίθεται και της απαγορεύει την ολοκλήρωση της συμμετοχής της? Μήπως επιλέγει να διασχίσει το κατώφλι που την κρατά αιωρούμενη, ούτε εντός ούτε εκτός του κοινωνικού συνόλου, παρά την απειλή της επικείμενης τιμωρίας? Μήπως αυτή ακριβώς η αψήφηση κάνει προσωρινή την τιμωρία της πριγκίπισσας του χορού και φέρει τη δικαίωση της δούλας? Μήπως η αποκατάσταση της Σταχτομπουτας με το κρυστάλλινο γοβάκι της πριγκίπισσας και τα παλιόρουχα της υπηρέτριας διδάσκει τα μικρά μας ότι το άτομο μπορεί και πρέπει να επιβάλλει την πραγματικότητα του πάνω από το προσωπείο, δύναται να καταλάβει τη θέση που του ανήκει μέσα από την αλήθεια του?

Μιας αλήθειας τόσο εύθραυστης όσο το κρυστάλλινο γοβάκι και τόσο δυσδιάκριτης όσο ένα μπιζέλι κάτω από άπειρα στρώματα, κομφορμισμού, συμβάσεων, προϊδεασμών, μυστικών και δεισιδαιμονιών, που μόνο ένα αυθεντικό, προσανατολισμένο σ’ αυτήν άτομο θα μπορούσε να διακρίνει. Μήπως λοιπόν αυτή την κρυμμένη αλήθεια, η οποία ταυτόχρονα πιστοποιεί τη δική της αυθεντικότητα (κρυμμένη κάτω από ταλαιπωρημένο εξωτερικό –τα σκισμένα βρεγμένα ρούχα– και εσωτερικό –παγωμένο βρεγμένο και καταπονημένο σώμα), ανακαλύπτει η μικρή πριγκίπισσα των μόλις τριών (που τόσο άκαρδα ΜΕ φαίνεται και βιαστικά κατέστρεψε το βλαστάρι της Δήμητρας) σελίδων του Άντερσεν? Μήπως αυτή την αλήθεια νιώθει στο (μάλλον όχι κακομαθημένο αλλά, αντίθετα, δεκτικό και πρόθυμο) σώμα της, αφού κάθε αλήθεια γίνεται αντιληπτή πρώτα σωματικά (εγώ σας το έχω ξαναπεί ότι ο Άντερσεν ήταν πολύ προχώ και ανατρεπτικός –και όχι μόνο για την εποχή του) και αναγκάζει και τους υπόλοιπους να ομολογήσουν την ύπαρξή της και μαζί να αποδεχτούν την αυθεντικότητα της αναζητούσας ?

Μήπως εξίσου αναζητούσα είναι και η (εχθρός του νατασσακίου) Ωραία Κοιμωμένη και καθόλου αναμένουσα τον πρίγκηπα για τη σωτηρία της εν υπνώσει? Μήπως, αντίθετα, από την αρχή βλέπουμε μια γυναίκα που τριγυρνά στον περιορισμένο από τους γονείς (την κοινωνική τάξη) χώρο αναζητώντας την κατάρα της γνώσης που αποκρύπτεται (γιατί ματώνει και συνεκδοχικά σκοτώνει)? Μήπως ανακαλύπτοντας τη γνώση που της λείπει, αποχωρίζεται από τον υπόλοιπο (της κρυμμένης γνώσης) κόσμο, αδυνατώντας να παραμείνει εντός του? Μήπως δεν είναι η αποχωρισμένη από τον κόσμο πριγκίπισσα εν υπνώσει, αλλά είναι ο κόσμος που πρέπει να αγωνιστεί να φτάσει (πληγωνόμενος και ματώνοντας από τ’ αγκάθια που έχουν καλύψει τον αποχωρισμένο χώρο) τη(ς) γνώση(ς), όχι για να αφυπνίσει την κάτοχο αλλά για να ενταχθεί στον χώρο της, επιτρέποντας έτσι την επανένωση ενός διαιρεμένου κόσμου ανάμεσα στην αθωότητα της άγνοιας και το αιματηρό και επαχθές της γνώσης?

Μήπως από έναν τέτοιο κόσμο άγνοιας και προκατάληψης ξεφεύγει η (που δε μπορεί κάποιος θα της τα ‘σουρε κι αυτηνής, επ’ ευκαιρία) Χιονάτη? Μήπως και αυτή μέχρι να φτάσει στην ένωση με τον πρίγκηπα (που δεν αντιλαμβάνομαι, γιατί επικεντρωνόμαστε στη φιγούρα που δεν εμφανίζεται παρά για μερικές γραμμές στην αρχή και επανεμφανίζεται λίγες γραμμές πριν το τέλος και ακυρώνουμε έτσι όλη την πλοκή και οντολογία του παραμυθιού) καταρρίπτει τις συμβάσεις, τη μια μετά την άλλη? Μήπως αυτή η Χιονάτη που καταφεύγει στο σπιτάκι των (τεράτων) νάνων κατορθώνει το αδιανόητο? Μήπως αποδέχεται μια ετερότητα που την ημέρα εργάζεται στα έγκατα της γης επιβεβαιώνοντας τη χθόνια καταγωγή (δική της και δική μας) και το υπόλοιπο της ζωής της αναγκάζεται να κρατιέται μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο για να μην του θυμίζει ότι αν και οι επιδιώξεις του είναι ουράνιες οι ρίζες τους βυθίζονται στο ίδιο χώμα με τον ετερογενή. Μήπως η Χιονάτη, βρίσκει καταφύγιο στον έτερο, αποσυνάγωγός κι αυτή και ετερόμορφη, και υποκύπτουσα (παρ’ όλες τις αποτροπές) επαναλαμβανόμενα (αν θυμάστε το αυθεντικό παραμύθι κι όχι τη γλυκανάλατη σαχλαμάρα του Ντίσνεϊ, η Κακιά Μάγισσα εμφανίζεται τρεις φορές φέρνοντας ένα δηλητηριασμένο χτενάκι, μια μαγική ζώνη και μόνο στο τέλος το μήλο) στην αμαρτία της φιλαρέσκειας, της επιτήδευσης και τέλος της λαγνείας? Μήπως, λοιπόν, εδώ έχουμε άλλη μια ηρωίδα εκτός ορίων, μια μη μετανοούσα και αυτοκαταστροφική ηρωίδα που διαρκώς φλερτάρει με τον θάνατο? Μήπως η Χιονάτη είναι μια αλλότρια γυναίκα που τελικά το πάθος της τη λυτρώνει από το θάνατο, έναν θάνατο στον οποίο την καταδικάζει η (με τη μορφή του μήλου στο λαιμό) καταπιεσμένη λαγνεία?

Αυτή η λαγνεία (που η απελευθέρωσή της οδηγεί στη ζωή), μήπως είναι η κινητήρια δύναμη που πλέκει τους καμβάδες και σε πολυάριθμα άλλα παραμύθια? Μήπως καθόλου δεν είναι μυξοπαρθένες οι ηρωίδες των παραμυθιών αλλά αντίθετα έντονα σεξουαλικά πλάσματα? Μήπως η σεξουαλικότητα είναι αυτό που οδηγεί την Πεντάμορφη να επιστρέψει στο Τέρας, την Κοκκινοσκουφίτσα να ξαπλώσει στο κρεβάτι της γιαγιάς με τον Λύκο, τη μικρή (θα σκάσω που είναι) ανώνυμη πριγκίπισσα να πάρει στο κρεβάτι της τον Βάτραχο και την αταίριαστη τερατο-ανθρώπινη ένωση (που επιστρέφει ως επίμονο μοτίβο) σε πλείστα άλλα παραμύθια? Μήπως αυτό που (με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης) ανα-γιγνώσκουν τα παιδιά μας (κι εμείς από κοντά) δεν είναι ένας φόβος ή μια απειλή αλλά η αποδοχή της ζωώδους, πρωτεϊκής πλευράς της σεξουαλικότητας (το φίδι στο δωμάτιο, κατά τον σοφό παππού Φρόυντ), η τρομακτική μορφή του συγκαλυμμένου πόθου, το θανάσιμο της απώθησης της επιθυμίας, η οδυνηρότητα της εν κρυπτώ ηδονής?

Και οι πρίγκηπες? Τι κομίζουν στον μύθο αυτά τα φαλλοκρατικά γουρούνια που έμπαιναν στο παραμύθι μόνο για να αποδείξουν την ανωτερότητά τους σε σχέση με την αναξιοπαθούσα ηρωίδα? Ή μήπως καθόλου έτσι δε γινόταν? Μήπως, όσο δεν ήταν αναξιοπαθούσες (καθόλου μάλιστα) οι ηρωίδες, άλλο τόσο δεν ήταν ουγκ-γκάου (που λέει και το καμάρι μου) οι ήρωες? Μήπως αντίθετα η (περιορισμένη κατά κανόνα και μόνο σε εξαιρέσεις πρωταγωνιστική) παρουσία τους σημαδευόταν (και σημαδεύεται δλδ) από το ότι ξεσκίζονταν στ’ αγκάθια της αλήθειας, καταδιώκονταν από φλογοβόλους δράκους που προστάτευαν το μυστικό της ζωής, μεταμορφώνονταν σε δύσμορφα και αποκρουστικά τέρατα από μάγους και μάγισσες γιατί αψήφησαν ή θέλησαν να μεταρρυθμίσουν την εξουσία, σκαρφάλωναν σε βουνά και τρύπωναν στα έγκατα σκοτεινών σπηλαίων για να αποζητήσουν τη γνώση, διέσχιζαν θάλασσες και παρασύρονταν από ποτάμια αναζητώντας το άλλο μισό του ουρανού? Μήπως ήταν πρόθυμοι να διακινδυνέψουν τη ζωή, τη θέση, ακόμα και την υπόστασή τους, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ανεπαρκείς, ανολοκλήρωτοι χωρίς τον έτερο εαυτό ενυπάρχοντα στο πρόσωπο που έλειπε? Μήπως η αποδοχή πως τα μάγια, που τους κρατούσαν σιδηροδέσμιους, μεταμορφωμένους μαρμαρωμένους, μπορούσαν να λυθούν μόνο από το θηλυκό, με το οποίο θα παρέμεναν μαζί (το ...και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα... είναι θέμα άλλου παραμυθιού και ποστ πιθανά) δεν είναι παρά η ομολογία της δυικότητας της ύπαρξης? Και τέλος μήπως η αποδοχή της ηρωίδας, ακόμα κι αλλόμορφης (όπως η Οντέτ στη λίμνη των κύκνων), απόμακρης (όπως η Ελίζα στους δώδεκα κύκνους), εκπεσούσης (όπως η θαλασσογενημένη στον ψαρά και στη γοργόνα), διαφορετικής τάξης (όπως στη Χηναρού), δηλώνει μια εκούσια υποταγή στη θηλυκή οντότητα, επίγονο και κληρονόμο της μητέρας-γης?

Σίγουρα τα παραμύθια έχουν κοινωνικούς προσανατολισμούς και προγραμματισμούς. Αυτούς που τους δίνει ο καθένας μας αφού, όπως λέει ο σοφός μακρινός (που καιρό είχε να φανεί, δε συμφωνείτε?) Ντεριντά, το μάτι είναι που συν-διαμορφώνει το κείμενο, γι’ αυτό ας φροντίσουμε να μην αναγκάζουμε τους παραμυθοήρωες να κουβαλούν τις δικές μας φορτωμένες αρνητικά συναισθήματα και φοβίες αποσκευές. Σ’ αυτή τη λογική, εγώ κάθε φορά που διάβαζα (και απαντούσα στα αναρίθμητα γιατί που προέκυπταν από κάθε) ένα από τα (επιπλέον μικρά λογοτεχνικά αριστουργήματα) παλαϊκά παραμύθια είτε για (όπως θα έλεγε και η just me με μάτι προ-νηπίου σε σώμα μετ-ενηλίκου) εμένα, είτε για την πριγκίπισσά μου, άφηνα να εμφανιστούν μόνο γυναίκες εξαιρετικές, να ξεπερνούν το όριο, να αψηφούν τη νόρμα, να ανατρέπουν την τάξη, να αρνούνται να ενταχθούν σε ρυθμιστικές διαταγές, να υποταγούν σε κανονιστικά όρια.

Κάθε μικρή ηρωίδα –από την Κοκκινοσκουφίτσα που παρακούοντας τη μητέρα της, επιλέγει τον δικό της δρόμο θέτοντας την προτεραιότητα της ομορφιάς πάνω από την πρακτικότητα και την ασφάλεια και συναινεί στη συνεύρεση με τον αλλόμορφο ακόμη κι αν (στο αυθεντικό παραμύθι του Περώ, που ΔΕΝ υπάρχει το αναιρετικό εύρημα της παρέμβασης του κυνηγού) αυτό προεικονίζει το χαμό της, τη σιωπηλή Ελίζα που αρνείται την εντολή του βασιλιά/άντρα της και συνεχίζει, ως τον τόπο της εκτέλεσής της, να πλέκει τα τσουκνιδοπουκάμισα που θα λυτρώσουν τους κύκνους/αδέρφια της, δίνοντας ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο σ’ αυτό που οι άλλοι φοβούνται γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν και να επικοινωνήσουν και ως την (μην το ξαναπιάσω το θεματάκι ανώνυμη) πριγκίπισσα με τον βάτραχο, που αρνούμενη να υποταγεί σε μια υπόσχεση εκβιαστικά αποσπασμένη, ανατρέπει τους όρους ενός παιχνιδιού στο οποίο εισήλθε ακούσια απελευθερώνοντας τον εαυτό της αλλά και τον άλλο από την υποχρέωση υποταγής στη διαμορφωτικό κανόνα – δίδασκε στη Ν. (όχι με τον διδακτικό και ρυθμιστικό ρόλο των –τόσο της μόδας αλλά σπάνια ενδιαφερόντων λογοτεχνικά – πολιτικώς ορθών παραμυθιών και επιπλέον συνήθως ξενέρωτων αρκετά ώστε να βάζουν τον λύκο παρέα με τον λαγό να αγωνίζονται για τη διάσωση του καραφλοκότσιφα ει μη και του αλιαετού– που στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση ευρυθμίας και ομόνοιας για το παιδί, αγνοούν ότι η θραύση της δεν μπορεί παρά να αποβεί τραυματική γι’ αυτό) κι ελπίζω σε κάποια χρόνια από τώρα να διδάξει στα εγγόνια μου, το διαφορετικό, το όμορφο, το ύποπτο, το ενδιαφέρον και μυούσε σε έναν ενήλικο κόσμο όπου η ομόνοια, η ειρήνη, η συνύπαρξη δεν ήταν αυτονόητα αλλά κατακτήσεις αγώνων και διαπραγματεύσεων ενώ το λάθος, η οδύνη και ο θάνατος δεν είναι εξόριστα στοιχεία, αλλά εγγενή....

Ακόμη μεγαλύτερο το δεύτερο μέρος, αλλά θα ήθελα να πω κι αυτό (αδύνατον να αφήσω και Τρίτη συνέχεια... θα καταλήξω μια τρελλή, σας το ορκίζομαι, να ανοιγοκλείνω τον υπολογιστή στις τρεις η ώρα τη νύχτα και να κρατώ σημειώσεις τις ώρες του μαθήματος, κάνοντας τα παιδιά μου να κρυφογελάνε και να σκουντιούνται) το τελευταίο, συγκρίνοντας τα κλασικά παραμύθια με τα σημερινά μεταμοντέρνα, αποδομιστικά και πολυχρηστικά.

Ίσως φταίει που μεγάλωσα με τα κλασσικά, ίσως φταίει που πίσω από κάθε λέξη βρίσκω μια άλλη, ίσως φταίει που το κραυγαλέα διδακτικό με κάνει να μαζεύομαι στο καβούκι μου εν αμύνη, πάντως μου μένει ένα ανικανοποίητο και μου δημιουργειται ένας σκεπτικισμός όσον αφορά στην ποιότητα των καινούργιων... Ομολογώ ότι ως (προοδευτική, ψαγμένη -και καλά- και ανατρεπτική) μάνα αγόρασα άπειρες φορές, άπειρα νεοπαραμύθια... αλλά πείτε μου ειλικρινά, εμένα μου φαίνεται, ή όντως ήταν ελάχιστες οι επιτυχημένες επιλογές, όχι μόνο όσον αφορά στο διδακτέον, όπου ήταν τόσο κραυγαλέα (σχεδόν χυδαία) εμφανές, όχι μόνο στην εξέλιξη του μύθου, που ήταν από σχηματική ως κακή, όσο και στη μορφή, τη γλώσσα επιτηδευμένα απλοϊκή (λες και τα μωρά δεν είναι μωρά αλλά ηλίθιοι και απαίδευτοι ενήλικες) και την εικονογράφηση, που εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων έφερνε σε κάτι που θα μπορούσαν να το έχουν φτιάξει τα παιδιά ή μάλλον (γιατί τώρα που το σκέφτομαι σιγά μην είχαν αυτά τη φρεσκάδα του παιδικού χεριού) η ατάλαντη εγώ?

Μήπως επειδή τα παλαϊκά παραμύθια, αρχικά απευθύνονταν σε ενήλικες (τα μικρά συνήθως παραμόνευαν σε πόρτες για να κρυφακούσουν και πολύ αργότερα έγιναν το προνομιούχο τους κοινό).... μήπως επειδή διαβάζονταν σε νυχτέρια εργασίας ή βεγγέρες σε τζάκια και μαζώξεις (κατά κανόνα γυναικών) σε κουζίνες και κατώγια.... μήπως επειδή ξεκίνησαν ως προφορική παράδοση (οι Γκρίμ, στην πραγματικότητα δεν έγραψαν παραμύθια, συνέλεξαν τα παραδοσιακά παραμύθια της Κεντρικής Ευρώπης και τα μετέγραψαν)..... μήπως επειδή τα αφηγούνταν ο πρεσβύτερος ή η πρεσβύτερη, ή ο καλύτερος παραμυθάς (χάρισμα που αργότερα μετατράπηκε σε επάγγελμα)..... μήπως επειδή εφευρέθηκαν σε κοινωνίες πιθανά πιο κλειστές, πιθανά πιο συντηρητικές, αλλά σίγουρα όχι τόσο ομοιόμορφες, και κανονιστικές όσο οι δικές μας, μήπως τέλος επειδή ο Άντερσεν και ο Περό είναι σπουδαίοι λογοτέχνες (ακόμη και πριν από σπουδαίοι παραμυθάδες)... Λέω μήπως γι’ αυτό έχουν ένα ενδιαφέρον, μια ποικιλότητα, μια σκοτεινότητα ή φωτεινότητα, που βοηθούν την πραγματική ανάπτυξη της φαντασίας των παιδιών, (κάτι που αδυνατεί να κάνει σχεδόν η πλειοψηφία των κανονιστικών και διδακτικορυθμιστικών νεοαναγνωσμάτων) και μια μοναδική ροή της γλώσσας που εξελίσσει την εκφραστική δεινότητα των παιδιών (όπως ελάχιστα νεοπαραμύθια -με φωτεινές εξαιρέσεις όπως τα πολυαγαπημένα και πολύαναγνωσμένα δικά μου και της Ν. Τρία μικρά Λυκάκια θα το κατορθώσουν ποτέ)??????

Τελικά αυτό το πράγμα βγήκε τεράστιο, ελπίζω να υπολογίζει σωστά η just me, και οι αντοχές σας σε οθόνες να συναγωνίζονται τις ζωές της γατούλας....


Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

... μιαν άλλη ιστορία...

Είναι μόλις η δεύτερη φορά που αναρτώ ένα ποστ παρακινημένη από άλλον μπλόγκερ, αλλά τα παραμύθια και οι συμβολισμοί τους είναι ένα από τα κουμπιά (βλέπε εμμονές) μου... Έτσι ενώ ξεκίνησα να γράφω ένα σχόλιο στο ποστ της mamma, βρέθηκα να προσπαθώ να ταξινομήσω έναν ωκεανό από σκέψεις και επιχειρήματα για το αν τα κλασικά παραμύθια αξίζει να διαβάζονται ή αν πια απορρίπτονται...

Κορίτσια (και αγόρια) μην πυροβολείτε τον Άντερσεν, τον Περό τους Γκρίμ και τους παλιούς παραμυθάδες, αφήστε να πυροβολήσουμε όλοι μαζί τον «κότσυφα (που) απαιτεί το δάσος να σωθεί», τον «ποτέ πια δε θα μαλώσουμε» κι όλες αυτές τις ρυθμιστικοδιδακτικές σαχλαμάρες που προσπαθούν να μας πείσουν ότι διδάσκουν τα παιδιά μας τον (με την καρτεσιανή έννοια της λέξης) ορθό λόγο καλύτερα από τα κλασικά τα κλασικότερα και τα κλασικότατα παραμύθια, όπως είναι η Χιονάτη, όπως είναι η Πεντάμορφη και το Τέρας, όπως είναι η Σταχτομπούτα, όπως είναι η Κοκκινοσκουφίτσα, όπως είναι ο Κοντορεβυθούλης, όπως είναι ο Χανς και η Γκρέτελ, όπως είναι η πριγκίπισσα και το μπιζέλι... όπως είναι.... όπως είναι.... όπως είναι....

Θέστε (μαζί μ’ εμένα που διαρκώς και με διαστροφική εμμονή αναρωτιέμαι) ένα ζήτημα:

Μήπως σε κάθε ανάγνωση παραμυθιού που λέει ότι η Σταχτομπούτα και η Χιονάτη και η Πεντάμορφη και η Ωραία Κοιμωμένη είναι οι άβουλες και ανεγκέφαλες σκλάβες που περιμένουν τον ουρανόσταλτο σωτήρα, ότι η πριγκίπισσα με το μπιζέλι και η πριγκίπισσα που φίλησε τον βάτραχο είναι οι ανεγκέφαλες κακομαθημένες, ότι η Κοκκινοσκουφίτσα έχει αντιοικολογική συνείδηση, ότι ο Πρίγκηπας της Χιονάτης, της Σταχτομπούτας, της Κοιμωμένης, και ο Βάτραχος της άλλης (η οποία παρεμπιπτόντως γιατί δεν έχει όνομα???) είναι οι αηδείς φαλλοκράτες που παρεμβαίνουν για να επιβάλλουν την παρουσία τους καταπιέζοντας τα άβουλα θηλυκά κι ότι ο Κοντορεβυθούλης ή ο Χανς και η Γκρέτελ, είναι σιχαμερά σπλάτερ,... μήπως, λέω, υπάρχει και άλλη ανάγνωση του (κάθε) παραμυθιού?

Μήπως αυτά τα παραμύθια προσφέρουν μια ανακούφιση από τις ανέκφραστες συγκρούσεις και τις φοβίες, από τις ένοχες επιθυμίες, τους ανομολόγητους πόθους και τις βαθιά θαμμένες τύψεις και απουσίες???

Θέλετε παραδείγματα?

Ποια πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο (νομίζω το ‘χετε) κρυφή και ταυτόχρονα καταδικαστική σύγκρουση από την (υποφώσκουσα από την κούνια ως το φέρετρο -ενίοτε και μετά από αυτό) σύγκρουση της κόρης (ποια δεν έχει σκεφτεί ότι δεν είναι το φυσικό παιδί της μητέρας της αλλά υιοθετημένη?) με τη μητέρα??????

Ποιος πιο υπόρρητος ανταγωνισμός από αυτών ανάμεσα στα αδέρφια (πείτε μου αν είμαι η μόνη που βλέπω τον εαυτό μου παιδί να τσακώνομαι και να δέρνομαι μέχρι αίματος με τη μικρή μου αδερφή μου την οποία, παρεμπιπτόντως, υπεραγαπούσα και υπεραγαπώ - και συνήθως υπερπροστάτευα και υπερπροστατεύω σπάζοντάς της τα νεύρα- ενώ και αυτή με υπεραγαπούσε και με υπεραγαπά)???????

Ποια μεγαλύτερη απουσία από αυτή του μονίμως (και μιλάω για τις φυσιολογικές περιπτώσεις, πολλώ δε μάλλον για τα διαζύγια και τις μονογονεϊκές οικογένειες) απόντος πατέρα (η κόρη μου να στέκεται μπροστά στην πόρτα και να λέει στον εμβρόντητο καλό μου που προσπαθεί να προλάβει τη δουλεία –ο παρατονισμός ηθελημένος– του «αν φύγειχ χια είναι χια να πεχιάνεις και γιε χιέλω» -όπως έχω τονίσει το παιδί μου αγνοούσε τα χειλικά και οδοντικά φωνήεντα επί μακρώ) με την εξαιρετικά περιορισμένη συμμετοχή στην ανατροφή του παιδιού, τόσο λόγω συνθηκών (άγρια ωράρια, champions league ενίοτε γκόμενες...) όσο και λόγω της (ευτύχως όλο και εξαλειφόμενης) κουλτούρας (του έλληνος υιού ελληνίδος μάνας –τα μικρά εσκεμμένα επίσης, εις πείσμα του Μοζίλος που θέλει να τα κεφαλαιώσει)?????

Ποια δυσκολότερη διαχείριση από αυτή του (φυσιολογικά επερχόμενου) θανάτου (συνήθως υπεραγαπημένων) γιαγιάδων και των παππούδων????

Για πιάστε τώρα τις φιγούρες των παραμυθιών....

Τι ακριβώς κάνει η κακιά μητριά (στη Χιονάτη, στη Σταχτομπούτα, στη Ραπούνζελ και ξεχνάω πια τις άλλες....) μήπως προσφέρει ακριβώς τη μετάθεση και την εκτόνωση της οργής? Μήπως με τα βάσανα της ηρωίδας από την κακιά μητριά προσφέρεται στο κοριτσάκι (και στο αγοράκι, ας μη γελιόμαστε) κατ’ αρχάς η ταύτιση και στη συνέχεια η μετάθεση της οργής αφού... Πόσο ίδια με τα βάσανα της Χιονάτης και τις αγγαρείες της Σταχτομπούτας δεν είναι οι επιταγές της άμετρα και αέναα απαιτητικής μητέρας? Πόσο κοινή η απόρριψη αφού κάθε προσπάθεια αποτυγχάνει να φτάσει στην –παρ’ όλες τις προσπάθειές του– ανικανοποίητη μητέρα? Πόσο ίδια φυλακισμένο με την Ραπούνζελ δεν είναι το κοριτσάκι (και το αγοράκι ενίοτε περισσότερο) τόσο από την φυσική όσο και από την φαντασιακή εξουσία της μητέρας? Μήπως μέσα από την κατίσχυση της Χιονάτης πάνω στην πνιγμένη μητριά, και της Χηναρούς πάνω στην κλεισμένη στο μπαούλο με τα καρφιά μητριά, και της Ραπουνζέλ στην γκρεμισμένη από τον πύργο μητριά, αίρεται η ενοχή του μίσους προς τη μητέρα (αφού η φιγούρα ΔΕΝ είναι η μητέρα, απλά εκτελεί χρέη μητέρας) και το παιδί εκτονώνει έναν συμπιεσμένο προς τη μητέρα θυμό (που αλλιώς παράγει τον Πιέρ Ριβιέρ)? Μήπως τέλος αυτή η κατά κανόνα θανάτωση της μητριάς σε συνδυασμό με τη (μοναδική τότε δυνατή) διαφυγή, της δημιουργίας του δικού οίκου δεν προσφέρεται η απελευθέρωση από τη μητρική εξουσία και –δυστυχώς– η εγκαθίδρυση μιας νέας (μητρικού τύπου) εξουσίας?

Και τι ακριβώς κάνουν οι (ουδεπόποτε όμαιμες) αδερφές και οι (παραδόξως, πάντα όμαιμοι) αδερφοί.... Γιατί της Σταχτομπούτας, είναι άσχημες και κακές όταν η Σταχτομπούτα είναι καρακουκλάρα και άγγελος και φυσικά παίρνει τον πρίγκηπα ενώ αυτές καταλήγουν στα πλυσταριά του κάστρου? Γιατί η αδερφή της Ροδιάς βγάζει βατράχια και (όχι μεταφορικά όπως εγώ) αγκάθια απ’ το στόμα όταν η Ροδιά βγάζει λίρες (ελισσαβετιανές φαντάζομαι γιατί οι γεωργιανές είναι μικρότερης αξίας) και ρόδα και φυσικά την παίρνει ο βασιλιάς, ενώ την κακιά αδερφή την παίρνει το ποτάμι? Γιατί οι (εδώ όμαιμες, αλλά εξίσου κακές και ύπουλες) αδερφές της Πεντάμορφης ζητούν χρυσά και λούσα όταν αυτή ζητά ένα τριαντάφυλλο (το γιατί είναι αυτό το δυσκολότερο θα το δούμε στο κεφάλαιο πατήρ) και φυσικά καταλήγει στο παλάτι του (προσωρινά) Τέρατος, ενώ αυτές μένουν γεροντοκόρες στο αρχοντικό του έμπορα? Γιατί οι μεγάλοι γιοί του μυλωνά είναι απατεώνες που ρίχνουν τον μικρότερο αδερφό και του δίνουν μόνο τον (Παπουτσωμένο) γάτο, ενώ αυτός τα καταφέρνει να γίνει βασιλιάς? Γιατί τ’ αδέρφια του Ιβάν Τσάρεβιτς είναι δειλοί και κρυψίνοες ενώ αυτός αγνός και γενναίος κι έτσι ανακαλύπτει το Πουλί της φωτιάς??? Μήπως έτσι (αφού ο άλλος διαρκώς υπονομεύει και υποβλέπει) γίνεται δυνατή η έκφραση του (πρώτου που βιώνει το παιδί) ανταγωνισμού, του αδερφικού και νομιμοποιείται η βίωση των αρνητικών αισθημάτων απέναντι σε (...τέσσερα, τρία, δύο) ένα πρόσωπο ταμπού? Μήπως η κατίσχυση του/της ήρωα/ίδας με την καλοσύνη, την εξυπνάδα, την ομορφιά την υπομονή, την πίστη απέναντι στην απάτη, την ψευτιά, τον δόλο την κακοπιστία οδηγεί στην εκμάθηση (ώστε να μην καταλήξει ένας Πιέρ Ριβιέρ) του θεμιτού και του αθέμιτου στις (όλες τις μετέπειτα) αντιπαραθέσεις? Μήπως η δικαίωση του ήρωα (και της ηρωίδας από κοντά) επιτρέπει στο παιδί να αποδεχτεί χωρίς ενοχές την ενδόμυχη επιθυμία του να υπερισχύσει και να κατακτήσει μια καλύτερη θέση στην καρδιά του/ων γονιού/ων, να διεκδικήσει την περίσσεια της αγάπης του/ων γονιού/ων εις βάρος του/ης άλλου/ης? Μήπως αυτή η συμβολική τιμωρία και θανάτωση της θετής αδερφής και του όμαιμου αδερφού απομακρύνει τις τύψεις για τη θανάσιμη και βασανιστική ζήλεια απέναντι στον εχθρικό άλλο που (παρεισφρέοντας στη ζωή του και προσπαθώντας να καταχραστεί τους πόρους -της αγάπης-, τον χώρο -της αγκαλιάς-, ακόμα και τη ζωή την ίδια του ήρωα ή της ηρωίδας) διεκδικεί το ίδιο κομμάτι από την προσοχή, την τρυφερότητα, τη φροντίδα του/ων γονιού/ων????

Και ποιος είναι αυτός ο άγνωστος του παραμυθιού, ο πατέρας? Γιατί σχεδόν πάντα ο πατέρας είναι ή νεκρός ή απών? Γιατί ο βασιλιάς πεθαίνει αφήνοντας την Χιονάτη στα νύχια της Κακιάς Μάγισσας? Γιατί ο πατέρας της Πεντάμορφης δυσκολεύεται τόσο να της βρει το τριαντάφυλλο? Γιατί ο Τσάρος πιστεύει τους μεγάλους γιούς ότι ο μικρότερος τον πρόδωσε? Γιατί ο πατέρας της Γκρέτελ και του Χανς συμφωνεί τόσο άβουλα με τη μάνα να αφήσουν τα παιδιά στο δάσος και γιατί στον Κοντορεβυθούλη ο ένας πατέρας είναι αυτός που επιβάλλει την εγκατάλειψη, ενώ ο πατέρας δράκος ξεγελιέται τόσο εύκολα και σκοτώνει τα δικά του τα παιδιά, ώστε να γλιτώσουν ο Κοντορεβυθούλης και τ’ αδέρφια του ενώ ο πατέρας τη Ωραίας Κοιμωμένης παρ’ όλες τις απαγορεύσεις αδυνατεί να την προστατέψει? Μήπως γιατί η (φυσική) απουσία του πατέρα στο παραμύθι λειτουργεί ανακουφιστικά ταυτιζόμενη με τον (συνήθως) απόντα από το σπίτι πατέρα? Μήπως η έλλειψη της πατρικής φιγούρας, ενίοτε η υπο-παρουσία της στο παραμύθι λειτουργεί νομιμοποιητικά στον (κατά βάση κι ας μην το παραδεχόμαστε) μητριαρχικό χαρακτήρα της οικογένειας? Μήπως η δυσκολία να αρθεί ο πατέρας στο ύψος των περιστάσεων, επιτρέπει την αμφισβήτηση της πατρικής εξουσίας από τη μεριά του αγοριού και τη διαφυγή από αυτή από τη μεριά του κοριτσιού, ώστε να δομηθεί μια ζωή εκτός συμπλεγμάτων (αλλιώς ο Πιέρ Ριβιέρ καραδοκεί...)? Μήπως η υποταγή της φιγούρας του πατέρα στη μητριά, τη μητέρα, τη μάγισσα λειτουργεί αποτρεπτικά στην εξάρτηση της κόρης από αυτόν, την ωθεί να ζητήσει τον (φυσιολογικό) έρωτα εκτός της οικίας, όπου την πρωτοκαθεδρία (θα) διατηρεί (εσαεί) η φιγούρα της μάνας? Μήπως η δυσχέρεια του πατέρα να ανταπεξέλθει στις απλές επιθυμίες (όπως το τριαντάφυλλο της Πεντάμορφης) κάνει κατανοητή την αδυναμία έκφρασης και βίωσης της αγάπης που παρουσιάζεται συνήθως στις σχέσεις παιδιού πατέρα? Μήπως η αδυναμία (ενίοτε η άρνηση) του πατέρα να προστατέψει το παιδί δεν αποτελεί ένα μάθημα αυτονομίας, μια αποδοχή της ανάγκης προστασίας του εαυτού μας με ίδια μέσα από ότι μας απειλεί, όπως ο λαβύρινθος που αφήνεται ο Κοντορεβυθούλης σηματοδοτεί τη δυσκολία ένταξης στην ενήλικη ζωή? Και τέλος μήπως ο θάνατος του πατέρα δε σηματοδοτεί την κατάλυση της πατρικής εξουσίας (ο Κρόνος να σκοτώνει τον Ουρανό, ο Δίας να ρίχνει στα Τάρταρα τον Κρόνο, ο Οιδίπους να σκοτώνει τον Λάιο στο τρίστρατο της ζωής του) τη δημιουργία του απαραίτητου κενού ώστε να εξασφαλιστεί όχι απλώς η εναλλαγή και η διαδοχή, αλλά η εξέλιξη και η σταδιακή μεταρρύθμιση της κοινωνικής τάξης?

Μιλάμε έχω κατά πολύ ξεφύγει, όχι απλώς από τη μία οθόνη που είναι το όριο της Just me, αλλά και από τις δυο ίσως και τρεις που είναι το όριο το δικό μου κι έχω ακόμα να πω τόσα πολλά... Γι’ αυτό, είναι η πρώτη φορά που θα αναρτήσω ποστ σε συνέχειες και θα πρέπει να περιμένετε κανα δυο μέρες αν θέλετε να μάθετε πόσο σκλάβα θεωρώ την Σταχτομπούτα, πόσο φαλλοκράτη τον πρίγκηπα, πόσο συγγενής με την Πάρις Χίλτον είναι η πριγκίπισσα με το μπιζέλι και πόσο η Κοκκινοσκουφίτσα καταστρέφει τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου μας...

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

... σχολεία...

Για άλλη μια (174 χρόνια μετά την πρώτη) φορά, τα σχολεία ετοιμάζονται να ανοίξουν τις πόρτες τους. Και μπορεί (εδώ και 174 χρόνια) ένα σχολείο να είναι ένα σχολείο να είναι ένα σχολείο, αλλά από τη Σχολή των Αθηνών ως το Χ (όπου κερδίζω το ψωμάκι μου) γυμνάσιο Αθηνών... και από το μονοθέσιο της (δωδεκανήσιας) Χάλκης ως την (κλειστή και άθελά της σύμβολο ενός εμμενούς αλυτρωτισμού) Εκκλησιαστική σχολής της (πριγκηπονήσιας) Χάλκης, εκφράζονται, αναιρούνται και αλληλοϋποκαθίστανται όλες οι πιθανές εικόνες, τόσο του σχολείου όσο και της ζωής, που θα έλεγε και η φιλελληνίς Yourcenar (τι? χωρίς αναφορές και λινκάκια? Τι μπήκατε να διαβάσετε βρε?)

Όπως κάθε χρόνο, εδώ και πολλές δεκαετίες, το σχολείο θα κηρύξει στις (ή ο Μπιν Λάντεν είχε χιούμορ, ή το ελληνικό κράτος είναι γκαντέμικο) 11/09 την έναρξη ενός νέου κύκλου ετήσιας (οιονεί) μαθητοπαιδότρομοκρατίας. Μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας, της προσομοίωσης και του θεάματος, που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, ο επίσημος θεσμός της εκπαιδευτικής αναπλαισίωσης της γνώσης θα υποδεχτεί τους (ασυνείδητα) έν-τρομους (και γι’ αυτό αρνητικά διακείμενους απέναντί του) μαθητές του. Τα ελληνάκια και τα ξένα, τους μικρούς και τους μεγάλους, τις καλές και τις κακές, τους ήσυχους και τους άταχτους, τις αριστεύσασες και τις απορριφθείσες. Σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον κρίσης ταυτοτήτων και πολωτικών διχασμών ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, το θεμιτό και το αθέμιτο το ίδιον και το άλλον το σχολείο απλοποιεί την παιδική (μαθητική) ύπαρξη δημιουργώντας μέσα από τους δικούς του δυισμούς υπαρξιακών διαφοροποιήσεων τον Άλλο, τον αποδιοπομπαίο. Όπως σε κάθε μανιχαϊστικό δίπολο ο κυρίαρχος πόλος δομεί τον αντίποδά του μέσα από την έλλειψη ή την αντίθεση.

Είναι εντυπωσιακό ότι 174 χρόνια τώρα το σχολείο (και το εκπαιδευτικό σύστημα γενικότερα) σέρνει πίσω του την κατηγορία της αποτυχίας του ως συνοδό της διατήρησής του. Η αποδοχή και η αποτυχία του σχολείου γεννήθηκαν την ίδια μέρα.

Και το ερώτημα που τελικά τίθεται είναι όχι πώς και γιατί (αν) αποτυγχάνει το σχολείο, αλλά σε τι χρησιμεύει η αποτυχία του! Σε τι είναι χρήσιμα τα φαινόμενα ανεπάρκειας που καταγγέλλει η κριτική του συστήματος τόσο στο γνωστικό όσο και στο παιδαγωγικό επίπεδο? Τι κρύβεται σ’ αυτή την κυνική παρακμή του συστήματος που, ωστόσο, νομιμοποιείται να αποδίδει στους μετέχοντες στο σχολείο (σχεδόν) για πάντα τη σφραγίδα της ιεραρχικής τους θέση σ’ αυτό?

Μήπως, τελικά, το σχολείο (και η εκπαίδευση γενικότερα) αντί να ενδιαφέρεται για την κατάργηση της αμάθειας και των αποκλεισμών αποσκοπεί στην πολιτισμική διάκρισή και ιεράρχησή τους, την κοινωνική κατανομή μέσα από την ποσοστικοποίησή τους και εν τέλει στην αναγωγή τους σε λειτουργικά τμήματα της (όπως νοείται από το καπιταλιστικό σύστημα) οικονομικής παραγωγής?

Μήπως το εκπαιδευτικό σύστημα με μια αφανή και λεπτουργική περιθωριοποιητική λειτουργία, συγκροτούμενη πάνω στους διασταυρούμενους άξονες της επιτυχίας και της αποτυχίας, της επιδοκιμασίας και της απόρριψης, διαμορφώνει τις απαραίτητες συνθήκες νομιμοποίησης της κυριάρχησης άλλα και αποδοχής της υποτέλειας, κατά που θα ‘λεγε και ο σοφός μακαρίτης Foucault (τι? δεν σας είχε λείψει?)?

Είναι πιθανό, μέσα από την αποτυχία του, το σχολείο να επιτυγχάνει το στόχο του προετοιμάζοντας, οργανώνοντας, φέρνοντας στην επιφάνεια και συνεκδοχικά αποδίδοντας στον παραγωγικό τομέα της κοινωνίας την επιβράβευση και τον μηδενισμό ως ποσοτικοποιημένους κλειστούς (αλλά φυσικά) διαπεράτους (ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα και επιβίωση του συστήματος) χώρους / πεδία? Μήπως κατασκευάζει έτσι τα όρια εντός των οποίων δικαιούνται να δρουν και να κινούνται όσοι ανήκουν (ή προσεγγίζουν) τον θετικό πόλο του δίπολου επιτυχία αποτυχία και ταυτόχρονα νομιμοποιεί τον αποκλεισμό των ανηκόντων στον αρνητικό πόλο και την εξουδετέρωση όσων αρνούνται να αποδεχθούν την κανονιστική, αξιολογητική και ιεραρχική λειτουργία του (εντός και εκτός εκπαίδευσης) συστήματος, αντιδρούν στην ένταξή τους σε έναν από τους δυο πόλους?

ΜΕ φαίνεται (που λένε και στο εξωτικό Ντεπώ όπου κατοικεί ο Ίνδικτος), όσο καλοπροαίρετη και να είμαι (που, εντάξει, δεν είναι και από τις αρετές που καταγράφονται στο βιογραφικό μου), ότι το σχολείο αποτυγχάνοντας υλοποιεί την κρυφή ατζέντα της πολιτείας συμπεριλαμβάνοντας μέσα στη συμβολικότητα του απορριπτόμενου κάθε κοινωνικό ανοίκειο και παραβατικό, εγκλείοντας μέσα στο πρότυπο του βραβευμένου (απουσιολόγου και σημαιοφόρου) κάθε κανονικοποιημένη μορφή υποταγής στον κανόνα / νόρμα της κοινωνίας και εκμηδενίζοντας μέσα στο συμβολισμό των γκρίζων ζωνών της παραπομπής (του μεταξεταστέου) κάθε ανυποταγή....

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

... έρχομαι....




Καθώς το καλοκαίρι κυλάει στις σκιές της μνήμης, κοιτάζω στο βάθος της επιστροφής μου όπως ο Νίτσε στην άβυσσο με το φόβο της βύθισης μέσα της...





Επέστρεψα, (επιστρέψαμε) στους οντολογικούς, ιδεολογικούς, υπερβατικούς, και (ενίοτε) μεταφυσικούς πειθαναγκασμούς μας τους οποίους νομίζαμε ότι αποσείσαμε από πάνω μας καθώς πηδάγαμε με μανία πάνω στην ξεχειλισμένη (και άρα αρνούμενη να κλείσει) βαλίτσα των διακοπών μας.




Επιστρέψαμε την αναπαράσταση του εαυτού μας, στη διαρκή επανεφεύρεση της πραγματικότητας της αμήχανης πόλης όπου ο φθινοπωρινός πολιτισμός του θεαματικού απλώς αναμένει να προσκυνήσει τα laser της κυρίας Τσικόνε...








Mετά τη (σχεδόν ανακουφιστική) βραδύτητα του dial up όπου το μόνο προσβάσιμο ήταν μια πληροφορία ανίκανη να αναχθεί σε υποκείμενο επικοινωνίας, επιστρέψαμε στην ιλιγγιώδη ταχύτητα του adsl όπου ένα πλήθος (σχεδόν αδιαχωρίσιμη μάζα) πληκτρολογίων, τόπος απειράριθμων, πολυσχιδών και ταυτόχρονα (μέσα από την αντιφατικότητα του μέσου) εξατομικευμένων συνδιαλλαγών, εξατμίζεται αφήνοντας πίσω ένα συνονθύλευμα απομονωμένων υποκειμένων....




Επιστρέψαμε σε μια οθόνη όπου όλα είναι ορατά χωρίς ποτέ να ορούν. Κάθε τερματικό, ένας πανοπτικός, ατέρμονα δι-επεκτεινόμενος Benthamιανός πύργος με στεγανά διαχωριστικά και σχεδιαστικής ακρίβειας ανοίγματα όπου όλοι βλέπουν όλους χωρίς κανένας να είναι ορατός από κανέναν.....





Επιστρέψαμε.....