"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

.... να καρφώνονται οι λέξεις...

Ανήκω στην (λιθοβολήστε) τυχερή γενιά που δεν διδάχτηκε αρχαία από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο και συναντήθηκα με αυτά στο λύκειο. Ανήκω στην τυχερή γενιά  που έμαθε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια από  τις (ίσως όχι τόσο ποιητικές όσο του Εφταλιώτη και σίγουρα όχι τόσο επικές όσο του Καζαντζάκη) σχολικές μεταφράσεις, που έμαθε την Αντιγόνη, την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα και τον Οιδίποδα από τους (που κανείς δεν θυμάται το όνομά τους) εκπαιδευτικούς μεταφραστές, τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο, τον Λυσία, τον Ξενοφώντα από κείμενα στη δημοτική. Ανήκω στην τυχερή γενιά που δεν είχε στα δώδεκα, τα δεκατρία και τα δεκατέσσερά της να παλεύει με πρώτες, δεύτερες και τρίτες κλίσεις με δυικούς και  πληθυντικούς αριθμούς με δοτικές και κλητικές, ανώμαλα και λιγότερο ανώμαλα ρήματα. Κι έτσι είχα την τύχη σε μια σειρά από μέτρια, λιγότερο  μέτρια και καλά σχολεία με πολύ καλούς και λιγότερο καλούς (λυτρωμένους επίσης από τον βραχνά συντακτικών και γραμματικών διορθώσεων) φιλολόγους  να μαθαίνω πραγματικά ποια ήταν η μήνις του Αχιλλέα και ποιος ο νόστος του Οδυσσέα, να σχολιάσω τον επιτάφιο του Περικλή και να διαφωνήσω με την απολογία του Σωκράτη, να αντιληφθώ τον δικανισμό στον Λόγο υπέρ Αδυνάτου, να κλάψω με την επαναστατικότητα του θρήνου της Αντιγόνης να εντοπίσω την υπόρρητη ασέβεια του Ευρυπίδη στα τεχνήματα της Ιφιγένειας, να δω τη θάλασσα μαζί με τους μύριους και να θυμάμαι για όλη μου τη ζωή το «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» του Σόλωνα.   Κι έτσι όταν συναντήθηκα με τα αρχαία κείμενα στο Λύκειο, η πάλη με μια ξένη δομή της (ίδιας φυσικά αλλά και ταυτόχρονα όχι ίδιας) γλώσσας ήταν μια πάλη που μπορούσα να κερδίσω γιατί ήξερα ότι το νόημα που κρυβόταν κάτω από τις στρυφνές και άγνωστες λέξεις άξιζε τον κόπο να αναζητηθεί. Η εκπαιδευτική (της γενιάς) μου πορεία (λέω πως) δεν με καταδίκασε σε λεξιπενία, δεν με αποξένωσε από πολύπλοκες έννοιες και δεν περιόρισε τα εκφραστικά μου μέσα. Μακριά από αυτό, κάνω τον Αποστολόπουλο να αγανακτεί γιατί δεν σταματώ να βάζω πολλές και πολύπλοκες λέξεις σε σειρά.
Από την άλλη γενιές και γενιές μετά (και πριν) από μένα ζήσαν και ζούν τη χαρωπή διαδικασία Αρχαία από το πρωτότυπο από την Α’ Γυμνασίου (νομίζω) με πάνω κάτω τα ίδια (και μην ακούω αηδίες για χαμηλότερα από τη νέα γενιά) επίπεδα γλωσσικής επιδεξιότητας με τη δική μου γενιά. Το ελληνικό σχολείο, έχει ένα μέσω όρο γλωσσικών μαθημάτων (σε αυτά προστίθενται και η Ιστορία και τα Θρησκευτικά)  που φτάνει στο 45% του σχολικού χρόνου όταν σε όλη την Ευρώπη (τα στοιχεία από την Ευριδίκη και όποιος θέλει τα επαληθεύει)  ο αντίστοιχος χρόνος δεν ξεπερνάει το 30%.  Και δεν είναι ο πλούτος της γλώσσας μας που λειτουργεί προωθητικά σε αυτή την πρακτική. Αντίθετα (νομίζω ότι) αναδεικνύει τις σοβαρές παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης και της ελληνικής κοινωνίας.
Το ελληνικό σχολείο είναι ένα σχολείο ομφαλοσκοπικό γιατί είναι η αντανάκλαση και ο αναπαραγωγικός μηχανισμός (και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης, αλλά πιθανά, και ξανανομίζω, η αιτία) της ομφαλοσκοπικής μας κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που δεν παράγει αλλά θέλει να καταναλώνει, που θεωρεί ότι ο νόμος είναι κάτι εφαρμόσιμο ad hoc κι έτσι προχωρά εκμαυλιζόμενη και εκμαυλίζουσα, που δεν προγραμματίζει παρά αφαιμάσσει το παρόν  Και μια τέτοια κοινωνία καθώς δεν επενδύει (όχι μόνο σε οικονομικό αλλά) σε κανένα επίπεδο στο μέλλον (μπορεί μόνο να) ζει στραμμένη στο (αποκαθαρμένο από οτιδήποτε αρνητικό) παρελθόν της. Η Ελλάδα σαν τις απογόνους των χηνών του Καπιτωλίου (ποίημα που αγαπά ο Χρόνης) ζει με ιδεοληψίες και τρεφόμενη από το κλέος του παρελθόντος. Πορεύεται πατώντας πάνω σε αστικούς μύθους (ή και πραγματικότητες αν θέλετε)  τύπου η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη του κόσμου, ώστε να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι η οικονομική μας τωρινή κρίση και ανέχεια εκπηγάζει από το ότι οι άλλοι καρπώνονται πόρους που μας ανήκουν ακριβώς όπως καρπώνονται τη γλώσσα μας, τύπου ο Κίσσινγκερ ήθελε να μας καταστρέψει τη γλώσσα γιατί μας φοβόταν, που συντηρεί το λαϊκό φαντασιακό του έθνους ανάδελφου (του Σαρτζετάκη) και στην πραγματικότητα μεταθέτει την ευθύνη για τη θέση της Ελλάδας στις "άλλες" χώρες που μας κατατρέχουν, τύπου αν δεν υπήρχαν οι φιλοσοφικοί ελληνικοί όροι δεν θα είχε υπάρξει η δυτική φιλοσοφία και ο πολιτισμός που ακυρώνει την επιστημονική, ερευνητική και πολιτισμική ένδεια αυτής της στιγμής αφού ό,τι παράγεται οπουδήποτε στον κόσμο μας «ανήκει» και τύπου η ελληνική γλώσσα θα ήταν η επίσημη γλώσσα της Αμερικής αν δεν έχανε με δύο ψήφους στην ψηφοφορία που εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου (και άρα δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα φταίνε οι συγκυρίες για το χάλι της), Κι όλο αυτό μαζί συντηρεί μια εθνικιστική, κλειστοφοβική και με ανθίζοντα τα (κρυφά μέχρι τώρα καθώς λειτουργούσε ακόμα η ενοχοποιητική πραγματικότητα του Β Παγκοσμίου πολέμου και ο  ελληνικός εμφύλιος) φαινόμενα της Χρυσής Αυγής. Και είναι αυτές οι ιδεοληπτικές δικαιολογίες μιας παρακμάζουσας κοινωνίας που δημιουργούν ένα σχολείο στο οποίο πρεσβεύεται το πρωτείο της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας ως προς τη Νέα Ελληνική γλώσσα και η επιμονή ότι χωρίς τα αρχαία δεν υπάρχουν τα νέα ελληνικά κατακυρώνοντας έτσι το υπέρτερον της αρχαιότητάς μας έναντι της συγχρονικότητάς μας, αξιολογώντας τους νεοέλληνες ως υποδεέστερους των αρχαίων και αφήνωντας τα νεαρά παιδιά να υπολείπονται των (ντεμέκ) ωριμότερων που διατηρούν έτσι το απόλυτο δικαίωμα στη νομή της (συμβολικής και πραγματικής) εξουσίας. Και είναι αυτές οι ρετροσπεκτιβικές προφάσεις που κρατούν ένα σχολείο σκλαβωμένο στους (καλούς και άγιους) φιλολόγους και με παραπαίδια τις επιστήμες και τις νέες τεχνολογίες και προωθούν μια τοτεμική γενική εκπαίδευση απαξιώνοντας μια απολύτως αποχρειωμένη τεχνολογική εκπαίδευση δημιουργώντας έτσι μια κυκλικά ανατροφοδοτουμενη αδυναμία (πολιτισμικής, οικονομικής και τεχνολογικής) παραγωγής που θα μπορούσε να δημιουργήσει μέλλον για το μέλλον (τα παιδιά) μας .
Η αλήθεια είναι ότι δεν διάβασα τη δήλωση του Φίλη και ούτε παρακολούθησα κάποιο βίδεον με δαύτη. Εσκεμμένα. Δεν ξέρω πώς είπε αυτό που είπε. Δεν ξέρω, καν, τι ακριβώς είπε και για να πω την αλήθεια: δεν με νοιάζει. Ξέρω τι σόι ανόητος είναι ο Φίλης.  Ξέρω όμως, επίσης, ότι η δημιουργία ακόμα του ελληνικού κράτους συνοδεύτηκε από τρομακτικές διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα των οποίων το πιο αιματηρό επεισόδιο είναι τα γνωστά ευαγγελιακά του 1901. Ξέρω ότι αυτές οι διαμάχες, τελικά, μικρή σχέση είχαν με τη γλώσσα κι ότι ήταν καθαρά πολιτικές και κοινωνικές διαμάχες ανάμεσα στις προαστικές (στρατός, γαιοκτήμονες και κλήρος) και αστικές (επαγγελματίες, βιοτέχνες/βιομήχανοι, εγγράμματοι υπάλληλοι) τάξεις για τη νομή της εξουσίας και τη μορφή του νεότευκτου κράτους.  Και,  μάλλον μαθαίνω ότι διακόσια 200 χρόνια μετά ακόμη δεν έχουμε λύσει τα γλωσσικά ζητήματά μας id est ούτε τις κονωνικοπολιτικές μας διαμάχες. Και σαφώς δεν έχουμε αποφασίσει τι μορφή πρέπει να έχει το κράτος μας.