"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

...ωχ......

Με βρήκατε στην υποχρεωτική χιονοαργία και με εκμεταλλεύεστε... Αλλά χαλάλι σας/σου Sandman (για να γίνομαι πιο σαφής και για να ξέρουν όλοι ότι η δική σου πρόσκληση είναι η αιτία που ταλαιπωρούνται...)

Λοιπόν βήμα πρώτον: Απλώνω το χέρι μου ακριβώς δίπλα μου και πάνω στο πολυμηχάνημα (το οποίο παρεμπιπτόντως αρνείται να επικοινωνήσει με τον υπολογιστή και έτσι ο μόνος ρόλος του πια -τουλάχιστον μέχρι να έρθει ο συνήθης σωτήρας μου ο Γ.- είναι του ραφιού/βιβλιοαποθήκης) βρίσκω το πάνω πάνω βιβλίο....

Βήμα δεύτερον: Το ανοίγω στη σελίδα 123 (τι χαρά καινούργιο κεφάλαιο το 11, ζευγάρια του άσσου, με εντελώς ύπουλο τίτλο: la douceur des peines... Τι σημαίνει? Ας πούμε η ηδύτης των ποινών...)

Βήμα τρίτον: πάω στην πέμπτη πρόταση.... και την περιφρονώ, τη χρησιμοποιώ ως σημείο για να ορίσω τις επόμενες τρεις (η μοίρα του ενδιαμέσου: χωρίς αυτόν δε γίνεται τίποτα, αλλά στο τέλος κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί ποιος ακριβώς ήταν)

Βήμα τέταρτον: αντιγράφω τις τρεις επόμενες (έκτη, έβδομη και όγδοη) προτάσεις (Ξύνω το κεφάλι μου... Ο όρος του παιχνιδιού λέει από τελεία σε τελεία. Ναι... Αλλά αν ενδιάμεσα υπάρχουν άνω και κάτω τελείες, οπως εδώ? αν υπάρχουν αποσιωπητικά? αν υπάρχει πρόταση σε εισαγωγικά? Προκρίνω τη λύση που με βολεύει. Η πρόταση με τις άνω τελείες αφού δεν έχει κεφαλαίο ΔΕΝ θεωρείται πρόταση, αυτή όμως μέσα στα εισαγωγικά μετράει ως πρόταση - αφού κοιτώντας την επομενη διαπιστώνω ότι είναι από τις αγαπημένες του συγγραφέα... Τεράστια, με άπειρα κόμματα και άνω τελείες, παρεκβάσεις και παρενθέσεις... α πα πα πα!)

Trouver pour un crime le châtiment qui convient, c’est trouver le désavantage dont l’idée soit telle qu’elle rende définitivement sans attrait l’idée d’un méfait. Art des énergies qui se combattent, art des images qui s’associent, fabrication de liaisons stables qui défient le temps : il s’agit de constituer des couples de représentation à valeurs opposées, d’instaurer des différences quantitatives entre les forces en présence d’ établir un jeu de signes-obstacles qui puissent soumettre le mouvement des forces à un rapport de pouvoir. « Que l’idée de supplice soit toujours présente au cœur de l’homme faible et domine le sentiment qui le pousse au crime »

Ωραίαααααα! Άντε και το αντέγραψα... Τι λέει? Να το αφήσω αμετάφραστο? θα με πουν ψώνιο, που νομίζω ότι όλοι αντιλαμβάνονται την γαλλικήν... Να το μεταφράσω? θα με πούν επιδειξία γνώσεων... Μιλάμε για εντελώς lose lose κατάσταση... αποφασίζω να αποδεχτώ το δεύτερο σκώμμα και το μεταφράζω ή μάλλον το αποδίδω (διότι θυμηθείτε: η μετάφραση είναι σαν τη γυναίκα. Όσο ωραιότερη τόσο λιγότερο πιστή -να βρε! γι αυτό εγώ είμαι πιστή, ως Πηνελόπη μη σου πω...)

Το να βρεθεί για ένα έγκλημα η αρμόζουσα τιμωρία, έγκειται στο να βρεθεί εκείνο το μειονέκτημα του οποίου η ιδέα είναι τέτοια ώστε να αποστερεί οριστικά από την ιδέα του αδικήματος τα θέλγητρα της. Είναι μια τέχνη αλληλοσυγκρουόμενων ενεργειών, τέχνη συνδεόμενων εικόνων, δόμηση σταθερών συνδέσμων που να περιφρονούν το χρόνο: συνίσταται στη δημιουργία αναπαραστατικών εικόνων με αντιτιθέμενες αξίες, στην καθιέρωση ποσοτικών διαφορών ανάμεσα στις υπάρχουσες δυνάμεις, στην εγκατάσταση ενός παιχνιδιού σημείων-εμποδίων που μπορούν να υποβάλουν την κίνηση των δυνάμεων στον συσχετισμό της εξουσίας. «Ότι η ιδέα της τιμωρίας είναι πάντα παρούσα στην καρδιά του αδύναμου ανθρώπου εξουσιάζοντας το συναίσθημα που τον ωθεί στο έγκλημα»

Άντε και το μετέφρασα... Τι θέλει όμως να πει ο ποιητής? Η αρχική μου σκέψη είναι να σας κάνω μια ανάλυση περί τιμωρίας, επιτήρησης και εξουσίας, για να το σκεφτεί πολυυυυυυυ καλά ο Sandman (ή οποίος άλλος θελήσει) πριν να με ξανακαλέσει σε blogoπαίχνιδο, αλλά λυπάμαι τους αποδέλοιπους. Έτσι θα προσπαθήσω να το νοηματοδοτήσω ώστε να μην παραμείνει ένα ακατανόητο, άρα απωθητικό κείμενο στο blog μου, αλλά πολύ συνοπτικά ώστε να μην προσθέσω και μια ακατανόητη ανάλυση επιπλέον...

Μη νομίζετε, δε, ότι ξέχασα τον τίτλο του βιβλίου... απλώς σας τον κρατούσα για το τέλος... για να μη μου τρομάξετε από την αρχή.... Ειναι το Surveiller et Punir (από τους Φουκούς μου, που λέει και η αγαπημένη μου Α. όταν με πειράζει επειδή, πραγματικά, όπου και να απλώσεις το χέρι σου σ' αυτό το σπίτι σε έναν ρημαδο Foucault θα πέσεις, όχι τόσο γιατί είναι πολλοί -οι Φουκοί- αλλά επειδή εγώ είμαι τσαπατσούλα....) τι σημαίνει? ας πούμε... επιτήρηση και τιμωρία... και πραγματεύεται ακριβώς αυτό το πολύπλοκο (που εμείς θεωρούμε αυτονόητο, χωρίς να είναι) ερώτημα: τι είναι έγκλημα? και πώς τιμωρείται?

Ο καλός παππούς Foucault, σ' αυτό το κεφάλαιο και μ' αυτές τις σειρές, ανοίγει το ζήτημα της εξουσίας που υφίσταται στον ορισμό του τι είναι έγκλημα και του ποια είναι η δέουσα ποινή Πρεσβεύει ότι το πρώτο βήμα ορισμού και αντιστοίχισης είναι να αφαιρεθεί από την πράξη η ιδεολογία που της επιτρέπει να τελείται και παράλληλα η συνέπεια να είναι τέτοια ώστε η παραβατικότητα να καθίσταται ασύμφορη. Η εξουσία (είτε με τη μορφή του κράτους, είτε με τη μορφή των θεσμών και των μηχανισμών) επιτυγχάνει τον ορισμό του σύστήματος έγκλημα-τιμωρία μέσα από τη δημιουργία ενός συστήματος αλληλοσυγκρουόμενων εικόνων (καλό-κακό, σωστό-λάθος), διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις δυνάμεις (το θετικό είναι ισχυρότερη δύναμη, το αρνητικό λιγότερο ισχυρή, το αίσθημα ηθικότητας είναι εντονότερο-η ανηθικότητα είναι υποτασσόμενη δύναμη) και της κινητοποίησής τους ανάλογα με τις επιθυμίες της (καθώς αυθαίρετα ορίζει αυτό το κακό και το καλό, το σωστό και το λάθος το θετικό και το αρνητικό). Η βασική δε νομιμοποίηση της εγκαθίδρυσης του συστήματος πρόερχεται από την επιβολή της θρησκειοψυχαναλυτικής προσέγγισης ότι ο φόβος και η γνώση της τιμωρίας είναι εμπεδωμένα στο άτομο ώστε να τον καθοδηγούν στο να αποφύγει ή να αποπειραθεί (και συνήθως να αποκρύψει) το έγκλημα.

Σταματώ εδώ, γιατί ξαφνικά έχω την αίσθηση ότι αυτό που έγραψα εγώ είναι πιο δυσνόητο ακόμα κι από αυτό που έγραψε ο σοφός μακαρίτης διανοητής και κρίμα είναι... Και περνώ στο πέμπτο και αγαπημένο μου βήμα... Αν και ο Sandman με πρόλαβε και έδωσε πάσα στη ritsmas (η οποία κάθολου δε με απογοήτευσε, δε θα μπορούσε να διαβάζει κάτι άλλο) υπάρχουν ένα σωρό άλλοι για τις αναγνωστικές συνήθειες των οποίων είμαι περίεργη κι έτσι οι πέντε πρώτοι που μου έρχονται στο μυαλό (ο αγαπημένος μου adaeus, που τη γλίτωσε στο προηγούμενο παιχνίδι, η απρόσμενη single mamma, η χειμαρρώδης just me, o σκωπτικός Alexis B και ο νεοφερμένος menteur) δεν είναι δύσκολη επιλογή (το αν θα ανταποκριθούν, είναι μια άλλη θλιβερή ιστορία -και γι αυτούς και για μένα!)


Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

...ωραίος καιρός για ποίηση...

Fresco
Ο Fra Giovani σιωπηλός οδήγαε τη γραφίδα
το αγγελικό σου πρόσωπο χυμένο στη σπουδή
Ορθός ο δούλος δίπλα σας, μακρύς σα νεροφίδα
έτριβε τ' αγια χρώματα σε πέτρινο γουδί

Όργανο σε ξεχάσανε σε ποια κλειστή ροτόντα,
που δεν την ελειτούργησε λιβάνι και παπάς?
Από νωρίς ξεχάστηκες τους βιαστικούς ρωτώντας.
Όθε αγαπάς νυχτώθηκες, μπαίνεις και δε χτυπάς

Σκουφί, σωκάρδι βυσσινί φορώ, μακρύ στιλέτο.
Χρυσόβουλη βαστάω γραφή κι ένα πουγγί φλουριά.
Σκύβεις, κοιτάζεις το νερό που ρέει στο καναλέτο,
γυρνάς, διώχνεις το δούλο σου και σβήνεις τα κεριά.

Άσχημος είμαι, Αμαρτωλός, σε φρέσκο του Ανωνύμου
χυμένο είναι το μάτι μου με χτύπημα σφυριού,
τ' αυτί κομμένο κι έχασα μια νύχτα τη φωνή μου
στη ναυμαχία του Μισιριού.

Κι αυτός ωραίος όπως εσύ, ψηλός, porca miseria!
το σχήμα του κρύβει λαμπρή πολεμική στολή.
Χαϊδεύει τα δυο χέρια σου, τα ευλογημένα χέρια,
πέφτει το ράσο του ο σταυρός γλιστράει και σε φιλεί

Με το καράβι του Θησέα σ' αφήσαμε στη Νάξο.
Γυμνή, μ' ένα στα πόδια σου θαλασσινό σκουτί.
Σε ποιες σπηλιές εκρύφτηκες και πως να σε φωνάξω?
Κοστάρω κι όλο με τραβά μακριά το καραντί.

Ένα κοπάδι ελέφαντες, μαϊμούδες και καμήλες
σου κουβαλούσαν σε μακρύ ποντόνι τα προικιά.
Μα τάπιε ανεμορούφουλας απέξω από τις Μύλες
και ξέστρωσες το νυφικό κρεβάτι σου Θιακιά.
(Ν.Καββαδίας Τραβέρσο 1975)

Δε χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ όταν ο Sandman με κάλεσε στο blogoπαίχνιδο: γράψε το αγαπημένο σου ποίημα. Μπορεί να περιπλανήθηκα στα blog όσων έπαιξαν πριν από μένα, να συνάντησα από αθώα τρίστιχα ως σαγηνευτικές και επίμοχθες στιχοπλοκές, μπορεί να ζήλεψα κάποιους/ες, όχι τόσο για τις επιλογές τους, όσο γιατί είχαν τέτοια πανέμορφα ποίηματα (που εγώ πρώτη φορά άκουγα όπως το ποίημα του Gaiman που ανάρτησε το Elafini ως αφιέρωση στον Sandman) και μπορούσαν να ονειρευτούν, μπορεί κατά καιρούς να περνάω διάφορες ποιητικές φάσεις (καθ' ότι καταναλώνω την ποίηση με ρυθμούς φαστ φουντ, και επιστρέφοντας σχεδόν ψυχαναγκαστικά σε πράγματα που έχω ξαναδιαβάσει και μου φαίνεται ότι κάπου τα θυμήθηκα), αλλά ούτε στιγμή δεν αμφιταλαντεύτηκα... Το fresco είναι το αγαπημένο μου ποίημα ...
(αυτό το γράφω Κυριακή βράδυ, αφού ξέχασα,μεσ' στη φούρια μου ν' ανεβάσω το ποστάκι και να φύγω για τας εξοχάς, ότι πρέπει (άσε που θέλω κι όλας...) να προσκαλέσω κάποιον στο blogoπαίχνιδο. Θα ήθελα λοιπόν να προσκαλέσω στο παιχνίδι τη Μετεωρίτη - καθυστερημένο δώρο για τα γενέθλιά της, τον Navigator -που μόλις επέστρεψε για να μου θυμίσει ότι λατρεύω τη δική του ποίηση- τον Άκη, για να τον προκαλέσω να ξαραχνιάσει το blog του και την Afrodiet, γιατί εμείς οι γάβροι-τι τα θέτε- είμαστε σέχτα....)

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

...Et de la musique avant toute chose...

Η κάτοχος του παρόντος blogoϊστολογίου αισθάνεται την ανάγκη να εξομολογηθεί ότι, μικρή σχέση έχει με τη μουσική (σε μια πόλη/χώρα ΡουβάδοΚελεκιδοΜαρτάκηδων τι ακριβώς σημαίνει αυτό πρέπει να μελετηθεί), πέρα από το ότι της αρέσει πολύ να ακούει καινούργια (ή και λιγότερο) πράγματα κι έχει μια τρελλή (μέχρι δακρύων) συμπάθεια στην όπερα, για αδιευκρίνιστους λόγους. Πιθανόν γιατί η δεκαετία του 80 ήταν τόσο απερίγραπτη μουσικά, που η αναζήτηση καταφυγίου την οδήγησε εκεί (κάτι ήξεραν οι Queen, που λίγα χρόνια νωρίτερα συστήναν "Α night at the Opera"). Έτσι μου κάνει φοβερή (καλά, όχι και τόσο) εντύπωση που δείχνω να έχω αποκτήσει (μέσα απο το μουσικοτεχνοπολιτικοκοινωνικοϊστολόγιοτου Ίνδικτου) τόσους φίλους μουσικοbloggers (καλά, τι θα γνώριζα στο blog του Ίνδικτου? κοπτοραπτούδες -χωρίς κανέναν υποτιμητικό υπαινιγμό για τη συμπαθή τάξη εργαζομένων).
Αυτοί/ες λοιπόν οι μουσικοblogerοπαράξενοι, οι οποίοι/ες μου προκύπτουν ο εις καλύτερος της ετέρας, με περισσότερες μουσικές γνώσεις η μία του ετέρου, με παρασύρουν από τη μια μουσικοπεριπέτεια στην άλλη και σε μουσικά ταξίδια με προορισμούς, που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα μου περνούσε από το μυαλό να εξερευνήσω. Κι έτσι, μετά από ποστάκια των Sandman, Ίνδικτου του Ελαφινιού (και άλλων, που βρήκα από λινκ των προαναφερθέντων), βρέθηκα να βγαίνω από την Πολιτεία με το Muzine, το μουσικοπεριοδικό με το κόκκινο και το λευκό cd, στα χέρια να αναρωτιέμαι τι είναι όλες αυτές οι άγνωστες λέξεις και φτάνοντας σπίτι να βάζω δειλά το κόκκινο cd στο cd-player. Στην αρχή είπα: θα το βγάλω, μετά δίστασα: γιατί να το βγάλω, μετά ξανασκέφτηκα: δε βαριέσαι, μετά απόρησα: βρε για δες, μετά αποφάνθηκα: δεν είναι κακό, μετά ομολόγησα: είναι καλό, πολύ καλό, μετά ξαφνιάστηκα: μπα? τελείωσε, μάλλον θα το ξαναβάλω, αλλά ας ακούσω και το λευκό... για να καταλήξω να αναρωτιέμαι: πότε θα βγεί το επόμενο Muzine? Το επόμενο βγήκε πρίν από 15 περίπου μέρες και οι παραγωγοί του έκαναν μια πολύ όμορφη παρουσίαση-πάρτυ στον Ιανό, όπου με οδήγησαν τα ποστ των προαναφερθέντων/εισών ιστολογομουσικοπολιτισμικων μεντόρων μου και φυσικά η περιέργειά μου, παρέα με τον (αρχικά απορών και απρόθυμο) καλό μου, ο οποίος ωστόσο, το έχει πάρει απόφαση, ότι πάλι κάπου θα τον κουβαλάει η τρελλή, οπότε λίγο διαμαρτύρεται και (άσχετα αν μετά η κριτική του γίνεται Γεωργουσοπολοδανικική και άντε βγάλε άκρη...) επιπλέον περνά καλά...
Δηλώνω, παρεμπιπτόντως, ότι ναι μεν θεωρώ ότι η περιέργεια σκότωσε τη γατούλα, αλλά κι αν ο πρώτος homo-κάτι δεν είχε την περιέργεια να δει πώς είναι να στέκεσαι στα δυο σου πόδια, εγώ θα γύρναγα από κλαδί σε κλαδί με το καμάρι μου κρεμασμένο στην πλάτη μου (και είναι και κοτζάμ κοπέλλα, η άτιμη). Έτσι, παρασύρομαι εύκολα σε τέτοιου είδους παρουσιασοεκδηλώσεις (όπου μπορεί να περάσεις πληκτικά, ανεκτά, ενδιαφέροντα, όμορφα, τέλεια) και σ' αυτή ήμουν και πιο δεκτική γιατί θα συναντούσα κάποιους από τους bloggers (όπως ο Sandman και το Elafini) των οποίων η πεφιλημένη ιδιωτικότητα έχει εγκαταλείψει τον μάταιο τούτον ιστολογοκόσμο εδώ και καιρό (άρα δεν παραβίαζα κανένα προσωπικό δεδομένο και η αδιακρισία και περιέργειά μου δεν ήταν Τριανταφυλοπουλοευαγελατική). Τελικά, κατέληξα με κάποιες νέες γνωριμίες (Η προσωπική επαφή με τους/τις μουσικοbloggers, όπως και η συνάντηση, δυο μέρες μετά την παρουσίαση του Muzine, σε άλλο πολιτισμοπανηγυράκι -γιατί σε αυτή την πόλη πολλά γίνονται φτάνει να έχεις τα μάτια σου κα τα αυτιά σου ανοιχτά- με άλλους -και κυρίως άλλες- bloggers, αποδείχτηκε εμπειρία, αλλά δεδομένης της καχυποψίας που ταλανίζει όσους διαβάζουν καλά λόγια από blogers για ιστολόγους και τούμπαλιν, λέω -προς το παρόν- να την κρατήσω για τον έαυτό μου) και σε ένα πολύ ευχάριστο βράδυ, με μουσική που ΔΕΝ συνηθίζω να ακούω, αλλά που τελικά βρήκα θαυμάσια.
Με αυτό στο μυαλό άπόκτησα τη συνήθεια μιας ενδελεχέστερης ανάγνωσης των ιστολογίων των μουσικόφιλων κι έτσι, δυο μέρες αφότου γλύτωσα το ξύλο και την εξορία από το ιστολόγιο του Ελαφινίου, μετά την επίθεση μου στον μικρό Πρίγκηπα του μεγάλου αστού Exupery (αλλά αυτό είναι μια άλλη θλιβερή αντιπάθεια και κάποτε πρέπει να την αναπτύξω, αλήθεια τι έλεγα? Α! ναι...) έμαθα ότι το Cabaret Voltaire, βαρέθηκε την Dadaική παρακμή , την τάξη την οργάνωση και την πεισιθανάτια ατμόσφαιρα της Ζυρίχης (όπου εγώ είμαι βέβαιη, ότι εκεί που περπατάς, κάποιος/α θα πέσει ξερός/η μπροστά σου από πλήξη και ανία) και μεταφέρθηκε στην αναρχία, τη φασαρία και τη βρώμα του Μεταξουργείου (καλά, μιλάμε, όλα τα συνεργεία αυτής και των γύρω περιοχών, το ένα μετά το άλλο μετατρέπονται σε διασκεδαστήρια, αποδεικνύοντας ότι η πρωτογενής παραγωγή, δεν έχει πια καμιά ελπίδα στην Ελλάδα), ώστε έστω και οριακά να συμβαδίζει με το μανιφέστο των Ντανταϊστών που συνέταξε ο Ball, ακριβώς σε αυτό το Ελβετικό καφωδείον (αν είναι δυνατό να εμπνευστείς το μανιφέστο της αναρχικής και άσκοπης τέχνης στην πόλη των ρολογιών και των καλορυθμισμένων θεσμών...). Έμαθα επιπλέον ότι θα υλοποιόταν εκεί μια μουσική παράσταση (να το πω?), παρουσίαση (να το πω?) εκδήλωση (να το πω? Ότι και να το πω θα το αδικήσω, απ' ότι φάνηκε στη συνέχεια) με μουσική που ο Kurt Weil και άλλοι συνθέτες έγραψαν για μιούζικαλ και μπρεχτικές παραστάσεις. Στο πιάνο θα ήταν το Elafini μας και θα τραγουδούσε ένα κορίτσάκι (όπως αποδείχτηκε) το οποίο (κακώς) αγνοούσα... Καθώς έχω ομολογήσει το σακατιλίκι μας για τα παραξενοκουλτουριάρικα (εμένα που με βλέπετε, ή μάλλον με διαβάζετε, έχω βρεθεί στο Χαμάμ να ακούω την Γιώτα Βέη να τραγουδά ντουέτο με τη Λάμια Μπιεντιούι τραγούδια του Ζορζ Μουστακί και το Rien de rien της Edith Piaf, τι άλλο να πω για να καταλάβετε το μέγεθος της διαστροφής?), και καθώς το Ελαφίνι θα καθόταν στο πιάνο ήταν προφανές πώς θα πηγαίναμε (εδώ δε φοβηθήκαμε την μουσικοπαρουσίαση του Muzine που μας ήταν άσχετη, θα περιφρονούσαμε μια παράσταση με τραγούδια τόσο κοντά σε ύφος, αν όχι σε στυλ, με την όπερα που έχουμε και μια σχέση? Αδύνατο). Και πήγαμεεεεεεε!
Εδώ ήρθε η στιγμή να παραδεχτώ ότι δυστυχώς έχω γεννηθεί πολύ νωρίς για μια πολύ προχωρημένη τεχνολογικά εποχή κι έτσι όσο και να προσπαθεί το γέρικο (λέμε τώρα) βήμα μου να συμβαδίσει, μονίμως η τεχνολογία μου αποδεικνύει το αυτονόητο: Είμαι καθυστερημένη (με παραπάνω από έναν τρόπους....). Έτσι, η απόπειρά μου να πάρω ένα βίντεο από την παράσταση, ήταν μια θλιβερή αποτυχία, αφού κατόρθωσα να κρατώ το κινητό λάθος, με αποτέλεσμα όλο το βίντεο να είναι παρμένο πλάγια, η κοπελιά που τραγουδούσε να φαίνεται σα να τραγουδά ξαπλωμένη ενώ το Ελαφίνι παίζει πιάνο στηριγμένο στο αριστερό του χέρι. Το κεφάλι του κυρίου, που μου κόβει τη θέα, δείχνει σαν το κεφάλι του Ντάρκο (τι πάει να πει ποιου Ντάρκο? δε θέλω τέτοιες ερωτήσεις στο τιμημένο αυτό γαβροblog κι έρχεται και η Chelsea οσονούπω....) την ώρα που χώνει το γκολάκι του στο αντίπαλο τέρμα, οι καρέκλες του μπαρ, ως σεισμόπληκτοι της Χαλανδρίτσας και με λίγα λόγια (εκτός κι αν κάποιος ξέρει να μου πει πώς θα γυρίσω το γμοβίντεο στα όρθιά του) το βίντεο ΔΕΝ βλέπεται και είναι κρίμα...
Παρ' όλα αυτά, και αν και ειλικρινά δεν ξέρω (ξέρω, αγαπητή Ritsmas, το απέδειξα μερικές γραμμές πιο πάνω μιλώντας για τη Ζυρίχη αλλά κάνω το κορόιδο, χεχε) για το πώς κυκλοφόρησε η φήμη ότι είμαι δηκτική και πικρόχολη, θα σας πώ για την παράσταση αφού είμαι πάντα πρόθυμη να πω τα καλύτερότερα για όλους (εξ' άλλου το ξανάγραψα στο blog της ritsmas, ακολουθώ τη συμβουλή της μαμάς μου, αν δεν έχεις κάτι καλό να πεις μη λές τίποτα). Απλά αυτοί οι όλοι δεν μου δίνουν την ευκαιρία, όπως μου την έδωσε το Elafini την Κυριακή το βράδυ, παίζοντας τεχνικά άψογα και ταυτόχρονα αισθαντικά και με τρυφερότητα τα κομμάτια που η (φαντάζομαι με λυρική παιδεία) δεσποσύνη απέδωσε, είκοσι βήματα πίσω από το μικρόφωνο (κι όχι μασώντας το, όπως συνηθίζουν οι γνωστοί αοι(η)δοί και α(οι)ηδές), γιατί αν το πλησίαζε η (μελωδική, φαντάζομαι, κολορατούρα) φωνή της θα μπούκωνε τα ηχεία!
Το διφυές ερώτημα που τίθεται τώρα, και με δεδομένο ότι συντρέχουν όλες οι παραπάνω δηλώσεις, παραδοχές, εξομολογήσεις και απορίες, είναι:
----Πώς, ενώ καμιά σχέση δεν έχω με την κριτική, ενώ θεωρώ ότι οι (ταξινομικές) αξιολογήσεις είναι ηθικά μεμπτές, καθώς ασκούν μια υπόρρητη εξουσία και επιβολή, και ενώ απορρίπτω κάθε κριτική που δημιουργεί έναν μηχανισμό ιεράρχισης και μεροληψίας, πώς, όλο και συχνότερα, μου δίνονται (η μάλλον καταχρώμαι αυθαίρετα και μη σου πω κι ανέκκλητα) ευκαιρίες να δίνω την (εν πολλοίς αστήρικτη και ατεκμηρίωτη) γνώμη μου για γεγονότα για τα οποία καμία κατάρτιση δεν έχω? Και αφού αποδέχομαι την ασχετοσύνη μου, αφού απεκδύομαι της εξουσίας που μου δίνει η δυνατότητα της ρυθμιστικής παρέμβασης ενός κριτικού λόγου, γιατί υποκύπτω στον πειρασμό να δημοσιοποιήσω μια άποψη (που πρωταρχικά ίσως θα έπρεπε να απαντηθεί το ερώτημα πόσο συνιστά κριτική, ει μη και τι εστί κριτική) που επιπλέον είναι (στην ουσία της) ανώνυμη, άρα επιλήψιμη, ενώ θα έπρεπε να περνώ καλά (η λιγότερο καλά), εκεί που πηγαίνω και απλώς να το βουλώνω??????

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

Εγώ η γυναίκα, η εργαζόμενη, η σύντροφος, η μάνα....

Το γραπτό που ακολουθεί είναι (απ' ότι μου είπαν) ΕΝΤΕΛΩΣ αυθεντικό (αλλά και se non e vero, e ben trovato), από επιτήρηση και μόλις μου το έστειλαν... Απολαύστε το!!!!!!!!!



Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Ηamlet reloaded....

Όπως κάθε μαθητής της Πρώτης Προκαταρκτικής (εγώ με την απορία τι είναι προκαταρκτικό και τι εντός μαθήσεως θα πεθάνω) αγγλικού φροντιστηρίου γνωρίζει το To be είναι το βοηθητικό ρήμα ΕΙΜΑΙ...

Ο μικρός Βασιλάκης Ρώτας πάλι. σ’ εκείνο το συγκεκριμένο μάθημα είχε κάνει κοπάνα (ίσως πάλι να έκανε ιδιαίτερα στο σπίτι του και η αγγλοδιδάσκουσα να μην έδωσε και μεγάλη σημασία στο μαθησιακό κενό του), βοήθησε και η απεγνωσμένη αναζήτηση της ρίμας και του μέτρου (στην ωριμότητά του πλέον ο λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφεύς) κι έτσι το μεγαλύτερο υπαρξιακόοντολογικό δίλημμα όλων των εποχών το to be or not to be «να είσαι ή να μην είσαι» (έστω «να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις») στην Ελλάδα έγινε «να ζει κανείς ή να μη ζει» χάνοντας το νόημά του, προς μεγάλη απογοήτευση του Άγγλου βάρδου, που ακόμα (αν και όχι μόνο γι’ αυτό) γυρνά στον τάφο του.

Ο έλλην τώρα (που είναι γνωστό με πόση τελειομανία, κλασικοφιλία και ευρύτατη θεατρική παιδεία διάγει τον βίον του), ακριβώς λόγω αυτού του ερμηνευτικού προβληματακίου της οντολογίας του μύθου του Δανού πρίγκηπα, ψιλοσνομπάρει τα κλασικά ανεβάσματα του Άμλετ του Σεξπίρου (άσε που η πλήρης εκδοχή του έργου είναι τέσσερεις ώρες και τα ελληνικά θέατρα έχουν άβολες καρέκλες, πανάκριβο μπαρ με αγενείς barwomen και εξαιρετικά προβληματικές τουαλέτες) και αναζητεί εναλλακτικές εκδοχές που να καλύπτουν τις οντολογικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις του (και να μην του κοστίζει η γρανίτα σαμπάνια).

Τέτοιες εκδοχές προσφέρει αφειδώς η αγγλοσαξονική και γενικώς η δυτική θεατροπαραγωγή, η οποία έχει ασχοληθεί εκτενέστατα με το ζητηματάκι, έχει αναγνωρίσει τις ισορροπίες του περίφημου μονόλογου, όπου το υψιπετές συνταιριάζεται με το χαμερπές και το πνευματικό συμπληρώνει θαυμαστά το σωματικό κι έχει φροντίσει (αλλάζοντάς του, συνήθως, τα πετρέλαια) να το μετατρέψει από όπερα, της οποίας το λιμπρέτο είναι βασισμένο σε προσαρμογή (άλλή μια αιώνια απορία μου: τι είναι αυθεντικό, τι μεταγραφή, τι βασισμένο και τι λογοκλοπή, αλλά τέλος πάντων) του Δουμά (sic!), μέχρι ταινία με τον ό,τι-θέλουν-οι-γυναίκες-braveheart Mel Gibson....

Στο καπάκι διάφοροι δραματουργοί (ζηλώσαντες τη δόξα των Ιμπσεν, Ο’ Νιλ, ει μη και του ίδιου του Σεξπίρου) φρόντισαν να δανειστούν το οντολογικό του Άμλετ, ώστε να αναδείξουν τα σύγχρονα υπαρξιακά, βλέπε του Tom Stoppard's το Rosencrantz & Guildenstern Are Dead, το Hamletmachine του Heiner Müller (και άλλα τα οποία προφανώς αγνοώ, καθώς θεατρόφιλη, θεατρόφιλη, αλλά μην το παρακάνουμε κι όλας...) αποδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, ότι όσο περισσότερο περιμένουμε τον Γκοντό (ναι το ξέρω ότι αυτός είναι από άλλη δραματουργική σχολή, αλλά εμένα αυτός μου συμπλήρωνε το νόημα, μη σας πω ότι εκφράζει και το οντολογικό μου άψογα), τόσο λιγότερες οι πιθανότητες να έρθει...

Επειδή όμως ημείς (ως παρέα, ως οικογένεια, ως ζεύγος αλλά και ενίοτε κατά μόνας) είμεθα επίμονοι και δεν σταματούμε να αναζητούμε τη λύση του διλλήματος, Τρίτη βράδυ μέσα στο βαρύ χριστοδούλειο πένθος (που υπόρρητα έθετε το ερώτημα: τι είναι ο άνθρωπος? τι είναι ο θάνατος? τις μου εστί πλησίον? τι ώρα είναι η παράσταση? κ.α. να μη σας κουράζω τώρα και κλέβω και τη δουλειά από τον Γιανναρά) και το ακόμη βαρύτερο ψοφόκρυο (που μας έβαζε στο κρύο κλίμα της Ελσινόρης και την παγωνιά του θανάτου που υποφώσκει στο κάστρο, στις τάφρους, στις ακτές, τις λεωφόρους και τα σοκάκια)... βρεθήκαμε στο Soul stereo να παρακολουθούμε άλλη μια πρωτοποριακή παράσταση έξι πολύ (αλλά μιλάμε για πολύ) νεαρών (και ταλαντούχων) παιδιών, εις εκ των οποίων ο Γιάννης, το έτερο ήμισυ της Μετεωρίτης (παρεμπιπτόντως κούκλος στην παράσταση με το κόκκινο γυαλί), το Άμλετ reloaded (αυτό τώρα πώς θα το μεταφράζαμε στα ελληνικά?), αγνώστου εις εμέ συγγραφέως.

Ομολογώ ότι δεν είχα ξαναπαρευρεθεί σε παρόμοια εκδήλωση τεατράλε, όπου οι ηθοποιοί μπαίνουν μαζί με τους θεατές στο μπαράκι αναζητώντας τη θέση τους πείθοντας μας όλους ότι οι θέσεις είναι αριθμημένες και κάνοντας μας να αναζητούμε στο εισιτήριο το νούμερο μας (τελικά τα νούμερα ήμασταν εμείς που φάγαμε τόσο εύκολα το happening των - γλυκύτατων, το είπα ή το ξέχασα? - παιδιών), οπότε γοητεύτηκα (και σας τα λέω για να ζηλέψετε). Επειδή, φυσικά, δεν υπήρχαν αριθμημένες θέσεις, βολεύει και το μέγεθός μου, εγώ χώρεσα πάνω στο ηχείο, ενώ η υπόλοιπη παρέα βολεύτηκε σε σκαμπό του μπαρ και καναπέδες. Ως μπόνους (που είμαι καλό κορίτσι petite et raffinée) είχα το ποτάκι μου και κάπνιζα και το τσιγάρο μου, άρα ήμουν εξαιρετικά άνετα, ήταν κι ο καλός μου μακριά, άρα κανείς δε με γκρίνιαζε, το παιδί μου κοιμόταν στη φίλη της άρα κανείς δε με σκότιζε στο κινητό, το θέαμα (εδώ δειλά θα μπω στα χωράφια του Γεωργουσόπουλου αλλά θα με συγχωρήσετε και όταν μου κάνει τη μήνυση ο σεβάσμιος πλην χολερικός κριτικός, θα προβάλετε ως υπερασπιστικό επιχείρημα την καλή μου προαίρεση...) ήταν πάνω από τον μέσο όρο πολλών συμβατικών παραστάσεων (ανέφερα ότι ο Γιάννης ήταν κούκλος με το κόκκινο γυαλί??) άρα πέρασα εξαιρετικά.

Τα (πολύ όμορφα και γοητευτικά, σε περίπτωση που δεν το έχω ήδη επισημάνει) παιδιά απόδωσαν με μεράκι και συγκινητικό (στην αρχαία του έννοια της αγάπης προς την τέχνη) ερασιτεχνισμό το (αποδεκτό, αν και αρκετά αμερικάνικο κατ’ εμέ) κείμενο, χόρεψαν (παρεμπιπτόντως έχω να προτείνω στη βουλή των Ελλήνων – και την Ευρωβουλή, αν χρειαστεί – να απαγορέψει δια νόμου στους άντρες – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – να χορεύουν), αποδόμησαν με επιτυχία το σεξπιρικό εργάκι, (με την Οφηλία και τον ίδιο τον Άμλετ, οι μόνοι που εμφανίζονται στην παράσταση, να παραπέμπουν από το ελισαβετιανό θέατρο ως την κομέντια ντελ άρτε και το γαλλικό μπουλβάρ), ακύρωσαν τους σεξπιροθεωμενοαναλύοντες (αν και μέσα από τις στερεοτυπικά χαζές γυναίκες και τον αρχετυπικά επιφανειακό αρσενικό) και συνέδεσαν το οντολογικό και τη μεταφυσική αναζήτηση του 1600 με τις σεξουαλικές νευρώσεις του 2000 (σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα τελική σκηνή όπου οι ηθοποιοί βομβαρδίζουν ο ένας τον άλλο με τα εσωτερικά τους νοήματα αντικατοπτρισμένα εντός της δράσης του Άμλετ), χωρίς να κάνουν το Σέξπιρ να γυρνά στον τάφο του.

Και επειδή όπως λέει και ο Γιάννης/Walter (μήπως λησμόνησα να τονίσω ότι το κόκκινο γυαλί του είναι το κερασάκι στην τούρτα της παράστασης?) σε κάποια στιγμή στην παράσταση (για τους Rosencrantz & Guildenstern) δεν έχει σημασία ποιος είναι ποιος, όλα τα παιδιά συμμετείχαν σε μια συλλογική προσπάθεια που κάνει το θεατή να μη θεωρεί ότι «απώλεσε την ημέρα (ή μάλλον τη νύχτα)».

Εμείς περάσαμε πολύ όμορφα, στη συνέχεια κατεβήκαμε και στο κάτω μοδάτο, αλλά όχι πολύ δήθεν, μπαρ (ίσως βοήθησε και η Τρίτη, το ψοφόκρυο, το πένθος και ότι πρέπει να μιλάς δυο ξένες γλώσσες για να κυκλοφορήσεις στην Ευριπίδου βράδυ) και συνεχίσαμε το ποτό (ώσπου από κάποια στιγμή και μετά κυκλοφορούσε αίμα στο αλκοόλ μας) και σας το συστήνουμε (χωρίς αναρωτήσεις αυτή τη φορά) ανεπιφύλακτα...

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

... εκοιμήθη

(η φωτό είναι κλεμένη από το ένθετο της Καθημερινής για τα ταξίδια)

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Αρκετά πια....

Αρκετά πια με όλα αυτά που πληγώνουν την αισθητική και τη νοημοσύνη μας....

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Θρύλε Θέε μου Ολυμπιακέ μου!!!!!!!!!!!!!!!


Μιλάμε εκτροχιάστηκα η επιστήμων, σύζυγος και μάνα!!!!

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2008

...άντε πάλι...

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2008

...resolutions...


Μια μέθη ωραία με κατακλύζει

δίχως καθόλου να φοβηθώ πώς παραπαίω

όρθια κάνω την πρόποση αυτή (Mallarmé)...


Είμαι έτοιμη να σφίξω καλά τη δειλία μου

μην πλημμυρίσει λόγια και τούτη η απόφαση μου (Δημουλά)...


λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,

λόγια κενά, «καπνός κι αιθάλη» (Καββαδίας)...


το βράδυ να βγαίνω έξω

απ’ το δωμάτιό μου εκεί μέσα τα γνωρίζω όλα (Rilke)...


να μη φωνασκώ και να συμφύρομαι

με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες (Αναγνωστάκης)...


ν’ αποδιώξω τα ανέντιμα πλήθη

που σύρονται από τις σκιές και τολμούν

να μ’ αντικρύσουν καταπρόσωπο (Yeats)...


όλων των τάξεων τους μικροαστούς,

να πιάσω,

εδώ και τώρα

να τους τα χώσω

και να τους μαστιγώσω (Mayakovsky)...


Μ’ ένα κίτρινο χρυσό,

λαμπερό

να βάψω το μαύρο αισχρό και θλιβερό τοπίο

που το τρυπούν σκληρά

τα νυσταγμένα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων (Εγγονόπουλος)...


ν’ ανέβω σε ανεξερεύνητους πλανήτες

να πετάω

πάνω από τα γήινα και τα συμπλέγματά μου (Γώγου)...


ν’ ανακαλύψω την ομορφιά

σαν πέφτει από ουράνια ύψη, σαν αναδύεται από τα βάθη της αβύσσου

σαν μπλέκει την ευεργεσία με το έγκλημα (Beaudelaire)...


να κοιμούμαι κι η καρδιά μου να ξαγρυπνά

κοιτάζοντας τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι

και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι (Σεφέρης)...


να βρω πού διασταυρώνονται οι αρμονίες

σκοποί λαϊκοί, άκρες από κονσέρτα αρχόντων, από-

μεινάρια ύμνων για δημόσια χρήση (Rimbaud)...


ν’ ακούω το αηδόνι,

που γεμίζει την έρημο με άθραυστες μουσικές

και πάντα κελαηδά (Eliott)...


να δω την αρχή, την άνθιση και το τέλος της γόνιμης περιόδου, εκεί

όπου όλες οι δυνατότητες τελικά θα πραγματοποιηθούν και θ’ αντικατοπτριστούν

στην καταπληκτική εκείνη στιγμή που

δεν θα υπάρχει κανένας πόθος (Ν. Βαλαωρίτης)....


να περάσω τον καιρό των ανταγωνισμών,

να στερέψουν οι επιθυμίες

να μπορέσουμε να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο ματαιότητας (Ρίτσος)...


αγνή να περπατήσω

αφού τα δάκρυά που με προδώσαν και οι ταπεινώσεις

θα γίνουν πνοές και ανέσπερα πουλιά (Ελύτης)...


να έχω το θάρρος

χίλιες φορές ακόμα ν’ αγαπήσω

χίλιες φορές ακόμα ν’ αντικρύσω

τον χάροντα στη θύρα μου επισκέπτη (Πούσκιν)...


κι όταν ρίχνει στη μάχη τη μία πίσω απ’ την άλλη

τις μεραρχίες του ο θάνατος

να του κλείσω κατάμουτρα την πόρτα και

να του ρίξω από την πάνω ντάπια,

ότι έναν τον έχουμε τον αξεπέραστο επιτελή

τον κανονιέρη Έρωτα (Κακναβάτος)...


να συνουσιάζομαι εκστατική κι ακόρεστη, μ’ ένα μπουκάλι μπύρα

έναν αγαπημένο, ένα πακέτο τσιγάρα, ένα κερί

πέφτοντας απ’ το κρεβάτι και συνεχίζοντας

στο πάτωμα και στο διάδρομο και

να τελειώνω λιποθυμώντας στον τοίχο (Ginsberg)…


να μην ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό,

το πάθος που ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από

σάρκα γίνεται πνευματική αγωνία (Ασλάνογλου)...


να μείνω στιλπνή και συμπαθής χοάνη,

ακμάζουσα μέσα στα χρώματα της ύλης (Εμπειρίκος)...


να μάθω το παιδί να μη φοβάται το σκοτάδι (Λειβαδίτης)...


κι όταν όλοι φεύγουνε και αν μένει τελευταία

πάντα να είναι ορθή και πάντα να ‘ναι ωραία (Καρυωτάκης)...


την κάμαρά μου να γεμίζουν τα φωτεινά μάτια των γονιών μου

κι ένα άνθος να μένει η αγάπη τους που πήρα (Πολυδούρη)...


να παραμείνω εν πλήρη συγχύσει αθώα (Κατσαρός)...


κι αυτή που είμαι

να συγχωρεί αυτή που ήμουν (Celan)...