
Την επόμενη ανακάλυψη την έκανα εγώ και με συγκλόνισε for life… ΤΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ ΧΩΡΊΖΟΝΤΑΝ ΣΕ ΑΓΟΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΑ και guess what... τα αγορίστικα ήταν ΚΑΛΥΤΕΡΑ !!!!!! Ξεπερνώ την τραυματική εμπειρία του κοριτσίστικου KYNAST με μόνο τρεις (αν είναι δυνατό) ταχύτητες, καλαθάκι και ροζ (μπλιεξ) φουντάκια στο τιμόνι, που μου πήραν δώρο στην τρίτη γυμνασίου για να το αλλάξουν την ακριβώς επομένη μ’ ένα δεκατάχυτο mercier (ώστε να γλυτώσουν το κοριτσάκι τους από την κατατονία) και αντιπαρέρχομαι τα σχόλια των αγοριών: δε θα το φτάνεις, δε θα μας φτάνεις (δεν μας έφταναν τρία μπουκάλια μολυβόνερο για να φύγουν οι μελανιές, μετά τον καυγά) για να φτάσω στο επόμενο στάδιο.
Το επόμενο στάδιο, φυσικά, ήταν το μηχανάκι. Η έλξη των δύο τροχών (αυτή τη φορά μηχανοκινούμενων) με μια κλαϊνική διαδικασία μεταβίβασης (γίνεται αντιληπτό ότι ουχί, ήτο αδύνατο να αποκτήσω ένα) πέρασε στου αναβάτες τους. Έτσι ο πρώτος μου γκόμενος είχε ένα Zachs 175, ο επόμενος ήταν ιδιοκτήτης ενός Harley (θα σας γελάσω ποιο μοντέλο, γιατί όλα μου φαίνονται ίδια, αλλά μπορώ να καταθέσω με βεβαιότητα, άβολο, συνblogίτες, συνblogίτισες, άβολο και εξαρετικά θορυβώδες...) ακολούθησε ένα ΡΕ250 και ένα ΚΑΤΑΝΑ επτάμισυ (έτσι λεγονται αυτά, όχι επτακόσια πενηντα, όοοχι!!! Μεθ’ επιμονής επτάμισυ, ούτε και εικοσιπέντε ούτε παρα εικοσιπέντε, ακριβώς). Η τόσο συχνή αλλαγή γκόμενων (ομού και μηχανών) οφείλετο στο ότι καλές οι μηχανές, αλλά οι κάτοχοί τους (ειδικά τη δεκαετία του 80, όπου η κατοχή της μηχανής σήμαινε πραγματικές θυσίες, αγνόηση της γνώμης των νοικοκύρηδων και συνεπές στυλ ζωής, που τους έδιναν αυτόματα τον τίτλο του μηχανόβιου) μπορούσαν να δομήσουν το λεξιλόγιό τους σχεδόν αποκλειστικά με τους ήχους της μηχανής τους: βρρρρ – γκρρρ – αγκχχχ – ίιιινχ, γεγονός που περιόριζε εξαιρετικά τις δυνατότητες επικοινωνίας, ενώ το εύρος των εννοιών που αντιλαμβάνονταν κυμαινόταν από το μπουζί στον εκκεντροφόρο και από το κουζινέτο στον στροφαλοφόρο (γεγονός που έκανε αδύνατη την οποιαδήποτε αλληλεπίδραση).
Και μετά ήρθε το Πανεπιστήμιο, όπου στη φάση γενικότερης αναζήτησης (ποια είμαι, που πάω, τι είναι κοινωνία, τι είναι πολιτική, πόσα θα χώσουμε στους βάζελους την Κυριακή), μας τελείωσαν οι γκόμενοι και μας ξημέρωσαν οι μόνο φίλοι. Πλήν όμως (και κατά διαβολική σύμπτωση) όλοι αυτοί οι συμφοιτητοσυναναρωτώμενοι είχαν μηχανάκι, κατά κανόνα παπί, καθώς, σχεδόν, κανείς δεν είχε μηχανή από αρρώστια και μεράκι αλλά για καθαρά πρακτικούς λόγους. Αυτό παρουσίαζε την εξής ιδιαιτερότητα: ενώ το εύρος των εννοιών, που αντιλαμβάνονταν, κυμαινόταν από τον Μαρξ στον Μάρκες και από τους The Smiths στον Adam Smith και παρ’ ότι το λεξιλόγιό τους εδομείτο από λέξεις τόσο πολύπλοκες ηχητικά όσο ο δομοκεντρισμός και ο μεταντανταϊσμός.... οι οδηγητικές τους ικανότητες ήταν αντιστρόφως ανάλογες και φθίνουσες... δε φαντάζεσθε πόσο φθίνουσες (κάθε τρεις και λίγο απιστομιώνταν που λέει και ο Αχαιός – και εξαίρετος οδηγός – καλός μου....).
Οπότε, αναγκάστηκε (για άλλη μια φορά και παρά τη θέλησή του) να παρέμβει ο σοφός (και τότε απέλπις, αλλά όχι τόσο) γερο-πατέρας μου. Μετά την τρίτη φορά που με μάζεψε από τα εφημερεύοντα με (ευτυχώς μόνο) ράματα και μώλωπες, αποφάσισε ότι αφού είναι αδύνατο να με κατεβάσει από τη μηχανή, τουλάχιστον ας με προφύλασσε από τους ηλίθιους, μεταφέροντάς με από την πίσω θέση (του συνεπιβάτη) στην μπροστινή. Οπότε, εν έτει 1984 (όχι το οργουελικό, αλλά το εντελώς παλαιομοδίτικο ελληνικό, όπου οι γυναίκες οδηγοί μηχανών ήταν όσοι και οι ψηφοφόροι του ΚΟΔΗΣΟ – του ποιου??) απέκτησα δίπλωμα για μηχανή και ήρθα για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τη φριχτή πραγματικότητα του έμφυλου διαχωρισμού και των μηχανοκίνητων διτρόχων, αφού ο κύριος της αντιπροσωπείας έκανε κάνα δεκάλεπτο να αντιληφθεί ότι το μηχανάκι προοριζόταν για ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ. Αφού το αντελήφθη, και ξαναβρήκε την επικοινωνία του με το περιβάλλον, πρότεινε ένα παπί, που μόλις του είχε έρθει και – φανταζόταν ότι μπορούσε να το οδηγήσει και μια γυναίκα (και δη μικροκαμωμένη όπως εγώ....)
Κι έτσι απέκτησα τον Ριχάρδο τον Αλφο (αυτό είναι της Ακρίτα) τον Λεοντόκαρδο, σύμφωνά με τον Π. συμφοιτητή μου και ακόμα (περιέργως) από τους καλύτερούς μου φίλους, ο οποίος με άγνοια κινδύνου (έζησε να το μετανοιώσει) τόλμησε να εκφράσει ότι οι άλλοι (οι σιγά τους οδηγούς, δλδ, κάθε τρεις και λίγο ανάσκελα στο οδόστρωμα βρίσκονταν!!!) σκέπτονταν, αλλά η αριστερότητα και ο προοδευτισμός τους, τούς απαγόρευε να ξεστομίσουν, ότι δλδ είχε μεγάλο κουράγιο αφού τον οδηγούσε μια γυναίκα....
Η αλήθεια είναι ότι τότε δεν το ήξερα, αλλά μόλις είχα αποκτήσει τον πιο μακροχρόνιο δεσμό της ζωής μου.
Είκοσι-τρία χρόνια, τώρα, ο Ριχάρδος έχει πηγαινοφέρει συμφοιτητές/τριες, φίλους/ες συναδέλφους, τον καλό μου και το πιο πολύτιμο φορτίο: την κόρη μου (με φοβερό κράνος, ανάμεσα στα πόδια μου στην αρχή και με τα χεράκια της ίσα να φτάνουν το τιμόνι, στην πίσω θέση πια, με το κράνος της – πάντα – πολύ πάνω από το δικό μου και τα γόνατά της να περισσεύουν δεξιά κι αριστερά).
Είκοσι-τρία χρόνια τώρα ο Ριχάρδος έχει περάσει από άπειρα χέρια, τον έχουν δανειστεί φίλοι και γνωστοί, και έχει μεταφέρει από ψώνια σουπερμάρκετ, μέχρι χάλι σε μετακόμιση συμφοιτητή (αλήθεια! αυτός, δε, που κράταγε το χαλί πίσω ισχυρίστηκε ότι χρησιμεύει και για αερόφρενο και να το καθιερώσουμε).
Στα είκοσι-τρία αυτά χρόνια, ο Ριχάρδος έχει ΚΑΙ κλαπεί (τη δεκαετία του 1990 - τη δεκαετία των αγριεμένων, ανέστιων και γι’ αυτό επίβουλων ανατολικομεταναστών), έχει ξαναβρεθεί σε επιχείρηση σκούπα της Ασφάλειας Ανατολικής Αττικής στο Μαρκόπουλο και έχει επιστρέψει (καρμικά, πιστεύω εγώ) σε μένα, μόνο και μόνο επειδή ο ένας μπάτσος δε χώραγε στο περιπολικό (τίγκα στους αλβανομετανάστες, συν δύο στο πορτ-μπαγκάζ), κοίταξε γύρω του, είδε το μηχανάκι, το οποίο (φυσικά ως αντάξιο του ονόματός του) όταν πάτησε τη μανιβέλα πήρε αμέσως μπροστά. Έτσι ο μπάτσος έφτασε στο αστυνομικό τμήμα και ο Ριχάρδος (μετά από απίστευτη γραφειοκρατική ταλαιπωρία) ξανά σε μένα.
Είκοσι-τρία χρόνια τώρα, ο |Ριχάρδος έχει ανέβει τις ανηφοριές των Κυκλάδων, έχει κατέβει τις κατηφοριές της Αθήνας, έχει πάει από το Μέγαρο Μουσικής ως το πάρτι του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη, έχει αποφύγει τζιπάτους με το bluetooth στο αυτί, έχει περάσει ξυστά ανάμεσα σε πεζοδρόμια και ταρίφες εις άγραν πελατών, έχει φρενάρει στο φτερό μπεμβεδοξανθών, με τη βλεφαρίδα κάγκελο, έχει χειρουργηθεί άπειρες φορές από τον (και μηχανικίζοντα) καλό μου και δεν έχει πέσει ούτε μια φορά... Κύριος ο Ριχάρδος!!!
Ο Ριχάρδος πριν τρεις μήνες συνταξιοδοτήθηκε και αποσύρθηκε στην εξοχή. Δεν του ομολογήσαμε ποτέ ότι τη δουλειά του ανέλαβε άλλο μηχανάκι (καινούργιο βεσπάκι, 125 κυβικά με όλα τα τεχνολογικά καλούδια, αλλά τόσο απρόσωπο) για να μην καταρρεύσει. Του είπαμε ότι τον χρειαζόμαστε στην εξοχή γιατί δεν μπορούμε να ανεβοκατεβαίνουμε στην παραλία πια με το αυτοκίνητο. Του είπαμε ότι έτσι κι αλλιώς εγώ κουράστηκα να κυκλοφορώ με μηχανή. Του εξηγήσαμε ότι όλο παντελόνι – παντελόνι (διότι, περιττό να πω ότι και ο καλός μου – για να γίνει καλός μου έπρεπε να πληροί τις τρεις βασικές προδιαγραφές, οπαδός του θρύλου (αδιαπραγμάτευτο), ο σουρεαλισμός είναι ρεύμα όχι νεύρωση - the underground is NOT the subway - και φυσικά οδηγούμε (και κατέχουμε προαιρετικά) μηχανή) τα πόδια μου έχουν να συναντηθούν είκοσι-τρία χρόνια. Αφού όταν φοράω (σπανιότατα) φόρεμα ή φούστα, διότι (ακόμη σπανιότερα) χρησιμοποιούμε το αυτοκίνητο, τα μπούτια μου ξανασυστήνονται....Του είπαμε ότι το καυσαέριο καταστρέφει τον κινητήρα του και τον παρακαλέσαμε να κρατάει παρέα και να προσέχει τη Λαίδη μας που γερνά και χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και τον αφήσαμε κλειδωμένο στο γκαράζ, αλλά δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να βλέπει τη θάλασσα...
Παρατράβηξε αυτό το ποστ και θα λέτε πού είναι το ερώτημα...
Το ποστ, κατ’ αρχάς, είναι ένα αφιέρωμα στον πιο πιστό σύντροφο της νιότης και της ωριμότητάς μου, αλλά όταν κοιτάζω το καινούργιο μηχανάκι, αστραφτερό, γρήγορο, πανέμορφο αναρωτιέμαι:
Τι είναι αυτό που μας κάνει όλους σε κάποια φάση της ζωής μας να εξαρτηθούμε συναισθηματικά από ένα αντικείμενο? Τι είναι αυτό που δίνει όνομα, ψυχή, σε κάποια αντικείμενα που τους μιλάμε και τους συμπεριφερόμαστε σα μέλη της οικογενείας μας και που όταν έρθει η (αναβλημένη ξανά και ξανά και ξανά και ξανά...) ώρα της αντικατάστασής τους, στην ψυχή μας μένει ένα κενό, που ο αντικαταστάτης ποτέ δεν γεμίζει???