"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007

Ο θαυμαστος κόσμος των δυο τροχών και ο Ριχάρδος....

Πρέπει να ομολογήσω πως τα δίτροχα ανέκαθεν ασκούσαν επάνω μου μια ακαταμάχητη έλξη. Όταν οι γονείς μου, μού αγόρασαν το πρώτο ολόδικό μου ποδήλατο (διότι μέχρι τότε κληρονομούσα του Adaeus, που το είχε κληρονομήσει από τον Γ. που το είχε κληρονομήσει από τον Ν. και πάει λέγοντας) ανακάλυψαν ότι μπορώ και να ΜΗ μιλάω. Το ίδιο βράδυ ανακάλυψαν ότι μπορώ να κοιμηθώ οπουδήποτε (ακόμη κι αν αυτό ήταν η αποθήκη μας) και επιπλέον (δυστυχώς γι’ αυτούς και τη μελλοντική μου εξέλιξη) με οποιονδήποτε (ακόμη κι αν αυτός ήταν ένα ποδήλατο). Στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι τα ποδήλατα, φτάνουν υπερβολικά μακριά, αφού αναγκάστηκαν κάμποσες φορές να κινητοποιήσουν όλη τη γειτονιά, ψάχνοντας το σκασμένο (που συνήθως παρέσερνε ένα τσούρμο παιδιά ανάμεσα στα οποία και η αδερφή της, πολύ μικρότερη και η οποία συνήθως κουραζόταν κι έκλαιγε σε όλο τον γυρισμό) και τέλος ανακάλυψαν τη μοναδική μου ικανότητα να τα καταστρέφω (ταχύτατα) και μετά να κυκλοφορώ (πάντα με τη βοήθεια του Adaeus) με ιδιοκατασκευές.

Την επόμενη ανακάλυψη την έκανα εγώ και με συγκλόνισε for life… ΤΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ ΧΩΡΊΖΟΝΤΑΝ ΣΕ ΑΓΟΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΑ και guess what... τα αγορίστικα ήταν ΚΑΛΥΤΕΡΑ !!!!!! Ξεπερνώ την τραυματική εμπειρία του κοριτσίστικου KYNAST με μόνο τρεις (αν είναι δυνατό) ταχύτητες, καλαθάκι και ροζ (μπλιεξ) φουντάκια στο τιμόνι, που μου πήραν δώρο στην τρίτη γυμνασίου για να το αλλάξουν την ακριβώς επομένη μ’ ένα δεκατάχυτο mercier (ώστε να γλυτώσουν το κοριτσάκι τους από την κατατονία) και αντιπαρέρχομαι τα σχόλια των αγοριών: δε θα το φτάνεις, δε θα μας φτάνεις (δεν μας έφταναν τρία μπουκάλια μολυβόνερο για να φύγουν οι μελανιές, μετά τον καυγά) για να φτάσω στο επόμενο στάδιο.

Το επόμενο στάδιο, φυσικά, ήταν το μηχανάκι. Η έλξη των δύο τροχών (αυτή τη φορά μηχανοκινούμενων) με μια κλαϊνική διαδικασία μεταβίβασης (γίνεται αντιληπτό ότι ουχί, ήτο αδύνατο να αποκτήσω ένα) πέρασε στου αναβάτες τους. Έτσι ο πρώτος μου γκόμενος είχε ένα Zachs 175, ο επόμενος ήταν ιδιοκτήτης ενός Harley (θα σας γελάσω ποιο μοντέλο, γιατί όλα μου φαίνονται ίδια, αλλά μπορώ να καταθέσω με βεβαιότητα, άβολο, συνblogίτες, συνblogίτισες, άβολο και εξαρετικά θορυβώδες...) ακολούθησε ένα ΡΕ250 και ένα ΚΑΤΑΝΑ επτάμισυ (έτσι λεγονται αυτά, όχι επτακόσια πενηντα, όοοχι!!! Μεθ’ επιμονής επτάμισυ, ούτε και εικοσιπέντε ούτε παρα εικοσιπέντε, ακριβώς). Η τόσο συχνή αλλαγή γκόμενων (ομού και μηχανών) οφείλετο στο ότι καλές οι μηχανές, αλλά οι κάτοχοί τους (ειδικά τη δεκαετία του 80, όπου η κατοχή της μηχανής σήμαινε πραγματικές θυσίες, αγνόηση της γνώμης των νοικοκύρηδων και συνεπές στυλ ζωής, που τους έδιναν αυτόματα τον τίτλο του μηχανόβιου) μπορούσαν να δομήσουν το λεξιλόγιό τους σχεδόν αποκλειστικά με τους ήχους της μηχανής τους: βρρρρ – γκρρρ – αγκχχχ – ίιιινχ, γεγονός που περιόριζε εξαιρετικά τις δυνατότητες επικοινωνίας, ενώ το εύρος των εννοιών που αντιλαμβάνονταν κυμαινόταν από το μπουζί στον εκκεντροφόρο και από το κουζινέτο στον στροφαλοφόρο (γεγονός που έκανε αδύνατη την οποιαδήποτε αλληλεπίδραση).

Και μετά ήρθε το Πανεπιστήμιο, όπου στη φάση γενικότερης αναζήτησης (ποια είμαι, που πάω, τι είναι κοινωνία, τι είναι πολιτική, πόσα θα χώσουμε στους βάζελους την Κυριακή), μας τελείωσαν οι γκόμενοι και μας ξημέρωσαν οι μόνο φίλοι. Πλήν όμως (και κατά διαβολική σύμπτωση) όλοι αυτοί οι συμφοιτητοσυναναρωτώμενοι είχαν μηχανάκι, κατά κανόνα παπί, καθώς, σχεδόν, κανείς δεν είχε μηχανή από αρρώστια και μεράκι αλλά για καθαρά πρακτικούς λόγους. Αυτό παρουσίαζε την εξής ιδιαιτερότητα: ενώ το εύρος των εννοιών, που αντιλαμβάνονταν, κυμαινόταν από τον Μαρξ στον Μάρκες και από τους The Smiths στον Adam Smith και παρ’ ότι το λεξιλόγιό τους εδομείτο από λέξεις τόσο πολύπλοκες ηχητικά όσο ο δομοκεντρισμός και ο μεταντανταϊσμός.... οι οδηγητικές τους ικανότητες ήταν αντιστρόφως ανάλογες και φθίνουσες... δε φαντάζεσθε πόσο φθίνουσες (κάθε τρεις και λίγο απιστομιώνταν που λέει και ο Αχαιός – και εξαίρετος οδηγός – καλός μου....).

Οπότε, αναγκάστηκε (για άλλη μια φορά και παρά τη θέλησή του) να παρέμβει ο σοφός (και τότε απέλπις, αλλά όχι τόσο) γερο-πατέρας μου. Μετά την τρίτη φορά που με μάζεψε από τα εφημερεύοντα με (ευτυχώς μόνο) ράματα και μώλωπες, αποφάσισε ότι αφού είναι αδύνατο να με κατεβάσει από τη μηχανή, τουλάχιστον ας με προφύλασσε από τους ηλίθιους, μεταφέροντάς με από την πίσω θέση (του συνεπιβάτη) στην μπροστινή. Οπότε, εν έτει 1984 (όχι το οργουελικό, αλλά το εντελώς παλαιομοδίτικο ελληνικό, όπου οι γυναίκες οδηγοί μηχανών ήταν όσοι και οι ψηφοφόροι του ΚΟΔΗΣΟ – του ποιου??) απέκτησα δίπλωμα για μηχανή και ήρθα για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τη φριχτή πραγματικότητα του έμφυλου διαχωρισμού και των μηχανοκίνητων διτρόχων, αφού ο κύριος της αντιπροσωπείας έκανε κάνα δεκάλεπτο να αντιληφθεί ότι το μηχανάκι προοριζόταν για ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ. Αφού το αντελήφθη, και ξαναβρήκε την επικοινωνία του με το περιβάλλον, πρότεινε ένα παπί, που μόλις του είχε έρθει και – φανταζόταν ότι μπορούσε να το οδηγήσει και μια γυναίκα (και δη μικροκαμωμένη όπως εγώ....)

Κι έτσι απέκτησα τον Ριχάρδο τον Αλφο (αυτό είναι της Ακρίτα) τον Λεοντόκαρδο, σύμφωνά με τον Π. συμφοιτητή μου και ακόμα (περιέργως) από τους καλύτερούς μου φίλους, ο οποίος με άγνοια κινδύνου (έζησε να το μετανοιώσει) τόλμησε να εκφράσει ότι οι άλλοι (οι σιγά τους οδηγούς, δλδ, κάθε τρεις και λίγο ανάσκελα στο οδόστρωμα βρίσκονταν!!!) σκέπτονταν, αλλά η αριστερότητα και ο προοδευτισμός τους, τούς απαγόρευε να ξεστομίσουν, ότι δλδ είχε μεγάλο κουράγιο αφού τον οδηγούσε μια γυναίκα....

Η αλήθεια είναι ότι τότε δεν το ήξερα, αλλά μόλις είχα αποκτήσει τον πιο μακροχρόνιο δεσμό της ζωής μου.

Είκοσι-τρία χρόνια, τώρα, ο Ριχάρδος έχει πηγαινοφέρει συμφοιτητές/τριες, φίλους/ες συναδέλφους, τον καλό μου και το πιο πολύτιμο φορτίο: την κόρη μου (με φοβερό κράνος, ανάμεσα στα πόδια μου στην αρχή και με τα χεράκια της ίσα να φτάνουν το τιμόνι, στην πίσω θέση πια, με το κράνος της – πάντα – πολύ πάνω από το δικό μου και τα γόνατά της να περισσεύουν δεξιά κι αριστερά).

Είκοσι-τρία χρόνια τώρα ο Ριχάρδος έχει περάσει από άπειρα χέρια, τον έχουν δανειστεί φίλοι και γνωστοί, και έχει μεταφέρει από ψώνια σουπερμάρκετ, μέχρι χάλι σε μετακόμιση συμφοιτητή (αλήθεια! αυτός, δε, που κράταγε το χαλί πίσω ισχυρίστηκε ότι χρησιμεύει και για αερόφρενο και να το καθιερώσουμε).

Στα είκοσι-τρία αυτά χρόνια, ο Ριχάρδος έχει ΚΑΙ κλαπεί (τη δεκαετία του 1990 - τη δεκαετία των αγριεμένων, ανέστιων και γι’ αυτό επίβουλων ανατολικομεταναστών), έχει ξαναβρεθεί σε επιχείρηση σκούπα της Ασφάλειας Ανατολικής Αττικής στο Μαρκόπουλο και έχει επιστρέψει (καρμικά, πιστεύω εγώ) σε μένα, μόνο και μόνο επειδή ο ένας μπάτσος δε χώραγε στο περιπολικό (τίγκα στους αλβανομετανάστες, συν δύο στο πορτ-μπαγκάζ), κοίταξε γύρω του, είδε το μηχανάκι, το οποίο (φυσικά ως αντάξιο του ονόματός του) όταν πάτησε τη μανιβέλα πήρε αμέσως μπροστά. Έτσι ο μπάτσος έφτασε στο αστυνομικό τμήμα και ο Ριχάρδος (μετά από απίστευτη γραφειοκρατική ταλαιπωρία) ξανά σε μένα.

Είκοσι-τρία χρόνια τώρα, ο |Ριχάρδος έχει ανέβει τις ανηφοριές των Κυκλάδων, έχει κατέβει τις κατηφοριές της Αθήνας, έχει πάει από το Μέγαρο Μουσικής ως το πάρτι του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη, έχει αποφύγει τζιπάτους με το bluetooth στο αυτί, έχει περάσει ξυστά ανάμεσα σε πεζοδρόμια και ταρίφες εις άγραν πελατών, έχει φρενάρει στο φτερό μπεμβεδοξανθών, με τη βλεφαρίδα κάγκελο, έχει χειρουργηθεί άπειρες φορές από τον (και μηχανικίζοντα) καλό μου και δεν έχει πέσει ούτε μια φορά... Κύριος ο Ριχάρδος!!!

Ο Ριχάρδος πριν τρεις μήνες συνταξιοδοτήθηκε και αποσύρθηκε στην εξοχή. Δεν του ομολογήσαμε ποτέ ότι τη δουλειά του ανέλαβε άλλο μηχανάκι (καινούργιο βεσπάκι, 125 κυβικά με όλα τα τεχνολογικά καλούδια, αλλά τόσο απρόσωπο) για να μην καταρρεύσει. Του είπαμε ότι τον χρειαζόμαστε στην εξοχή γιατί δεν μπορούμε να ανεβοκατεβαίνουμε στην παραλία πια με το αυτοκίνητο. Του είπαμε ότι έτσι κι αλλιώς εγώ κουράστηκα να κυκλοφορώ με μηχανή. Του εξηγήσαμε ότι όλο παντελόνι – παντελόνι (διότι, περιττό να πω ότι και ο καλός μου – για να γίνει καλός μου έπρεπε να πληροί τις τρεις βασικές προδιαγραφές, οπαδός του θρύλου (αδιαπραγμάτευτο), ο σουρεαλισμός είναι ρεύμα όχι νεύρωση - the underground is NOT the subway - και φυσικά οδηγούμε (και κατέχουμε προαιρετικά) μηχανή) τα πόδια μου έχουν να συναντηθούν είκοσι-τρία χρόνια. Αφού όταν φοράω (σπανιότατα) φόρεμα ή φούστα, διότι (ακόμη σπανιότερα) χρησιμοποιούμε το αυτοκίνητο, τα μπούτια μου ξανασυστήνονται....Του είπαμε ότι το καυσαέριο καταστρέφει τον κινητήρα του και τον παρακαλέσαμε να κρατάει παρέα και να προσέχει τη Λαίδη μας που γερνά και χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και τον αφήσαμε κλειδωμένο στο γκαράζ, αλλά δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να βλέπει τη θάλασσα...

Παρατράβηξε αυτό το ποστ και θα λέτε πού είναι το ερώτημα...

Το ποστ, κατ’ αρχάς, είναι ένα αφιέρωμα στον πιο πιστό σύντροφο της νιότης και της ωριμότητάς μου, αλλά όταν κοιτάζω το καινούργιο μηχανάκι, αστραφτερό, γρήγορο, πανέμορφο αναρωτιέμαι:

Τι είναι αυτό που μας κάνει όλους σε κάποια φάση της ζωής μας να εξαρτηθούμε συναισθηματικά από ένα αντικείμενο? Τι είναι αυτό που δίνει όνομα, ψυχή, σε κάποια αντικείμενα που τους μιλάμε και τους συμπεριφερόμαστε σα μέλη της οικογενείας μας και που όταν έρθει η (αναβλημένη ξανά και ξανά και ξανά και ξανά...) ώρα της αντικατάστασής τους, στην ψυχή μας μένει ένα κενό, που ο αντικαταστάτης ποτέ δεν γεμίζει???

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

...Ο Foucault, ο Θέμος και οι εξεγερμένοι...

Στην τηλεόραση παίζει άλλο ένα αφιέρωμα για το πολυτεχνείο και για εκείνα τα παιδιά που το 73 κατέλυαν το κράτος (δήθεν) δικαίου και εξευτέλιζαν την (οιονεί) ευνομούμενη πολιτεία. Κι εγώ, που εκείνη τη στιγμή προσπαθούσα να αντιμετωπίσω τον Θέμο, ο οποίος εγκατεστημένος στην μπερζέρα αγνοούσε κάθε κανόνα που έχει τεθεί για την εύρυθμη λειτουργία αυτής της οικίας (δεν ξύνουμε τα νύχια μας στον καναπέ, στα καλάθια με τα βιβλία, στην πολυθρόνα, στα χαλιά, δε μασάμε τις κουρτίνες, τα κρόσια από τα ριχτάρια, τα κορδόνια των παπουτσιών, δεν κοιμόμαστε στις πολυθρόνες, στα φρεσκοπλυμένα παπλώματα, στις καρέκλες της τραπεζαρίας, δεν πηδάμε πάνω στους ανθρώπους, που κοιμούνται, στις τρεις η ώρα τη νύχτα επειδή εμείς είμαστε νυχτόβιοι και μας τη σβούρηξε να παίξουμε) έκανα έναν φουκοϊκό συνειρμό και έθεσα ένα από τα πολυάριθμα και περίφημα ερωτήματά μου (με λίγα λόγια πάλι κοινωνιολοπαραληρώ):
Ποια είναι αυτή η εξουσία και το δίκαιο που αφορά (τόσο το Θέμο όσο και) σ’ εκείνα τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα (που δε φέρναν μηνύματα από αγάπες, αλλά μηνύματα θανάτου)?
Μου φαίνεται ορθά είχαν απορρίψει (παιδιά και Θέμος) τον νόμο, καθώς (έστω και ενστικτωδώς) αντιλαμβάνονταν/αι ότι στην πραγματικότητα, αυτός ο νόμος δεν είναι μια καθολικά αποδεκτή αλήθεια, παρά μια κατασκευή, η οποία, αφού επιβληθεί η γενική αποδοχή της ως αυταπόδεικτης αξίας και αναχθεί σε γενική ρυθμιστική αρχή, διασφαλίζει ότι η άσκηση της εξουσίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυθαίρετη ή καταχρηστική, αλλά βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία μ’ ένα θεμελιακό και αποδεκτό δίκαιο.
Ένα δίκαιο, για το οποίο καθόλου δε ρωτήθηκε ο Θέμος που εδώ και πέντε λεπτά βολτάρει εκνευρισμένος πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού (στον τρίτο όροφο και κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή να προσγειωθεί στον κήπο) καταγγέλοντας (με τον τρόπο του) την καταπάτηση του μη καταγεγραμμένου (άρα και αναπόδεικτου) δικαιώματός του να διαβιεί ως γάτα στον κόσμο των ανθρώπων...
Τη στιγμή που η ΤV έδειχνε τα αστυνομικά όργανα πειθάρχησης και επιβολής που κυνηγούσαν τα παιδιά (που δεν έψάχναν στους δρόμους αλλά φλέγονταν στη μέση τους) εγώ και ο καλός μου, το φως των ματιών μου, το καμάρι του σπιτιού μας (στέκεται από πάνω μου και διαβάζει, να δει ποιος κατέχει την εξουσία και ποιος είναι οι δυνάμεις καταστολής στην οικιακή μας μικροκλίμακα) παγιδεύαμε το Θέμο πίσω από το γιούκα και θριαμβευτικά (και με ελάχιστες γρατζουνιές έκαστος/η) τον κατεβάζαμε από το κάγκελο (μπαίνω συχνά στον πειρασμό να περάσω κοτετσόσυρμα ένα γύρο, αλλά αφ’ ενός πληγώνεται η αισθητική μου, αφ’ ετέρου σκέφτομαι -δεν το έβαλα για το παιδί, θα το βάλω για το γατί?) διασφαλίζοντας (και οι μεν και οι δε) τη συνοχή και μακροημέρευση του κοινωνικού (οικογενειακού) σώματος.
Καθώς τα εξεγερμένα παιδιά (που καθόλου δεν έμειναν παιδιά – αν ποτέ υπήρξαν) κοιτούν σιωπηλά το τανκ πίσω απ’ τα κάγκελα του Πολυτεχνείου και ο Θέμος γλείφει για να καθαρίσει από τη μάχη τα (θριαβολογούντα) μουστάκια του πάνω στα πόδια της ασυλοδοτούσας κόρης μου, κάτω από το βιβλίο της (φυσικά πάνω στο κρεβάτι και οι δυο, στα φρεσκοπλυμένα παπλώματα), αντιστρέφεται, μέσα μου, το θεώρημα του Κλαούζεβιτς (ξέρετε, ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα) και επιβεβαιώνεται ο Foucault: Η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Η κάθοδος του Θέμου από το κάγκελο, ΔΕΝ είναι η τελευταία μάχη... Η τελευταία μάχη δίνεται στα πόδια ενός εφηβικού κρεβατιού, με τον Θέμο απόλυτα σιωπηλό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν του εμπνεούμε κανέναν φόβο καθώς ξέρει πια ότι η εξέγερση (που πηγάζει από τη γνώση των συνεπειών της εξουσίας) ενάντια στον (ήδη διαβρωμένο, εκ των έσω) θεσμό, δεν μπορεί παρά eventually να επικρατήσει, επιβάλλοντας το δικό της εξουσιαστικό καθεστώς...
Οπότε, αφού το ξέρω, η εκπαιδευτικός, η γατοϊδιοκτήτρια και εφηβομάνα, η διαχείριση της εξουσίας επιβάλλοντας την ειρήνη δεν έχει σκοπό να αναστείλει τις πληγές του πολέμου, αλλά να διατηρήσει την ανισορροπία που καταγράφηκε στην τελική μάχη του πολέμου και να διαιωνίσει τον συσχετισμό δυνάμεων, υπέρ του νικητή....θέτω το μεγάλο ερώτημα: πώς δεν είχα καταλάβει τόσον καιρό ότι η απόλυτη εξουσία σ’ αυτό το σπίτι ανήκει στο Θέμο?

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

...Για τους DJ μας...


Επειδη (όπως σωστά παρατήρησε και η Μετεωρίτης) αυτό το κεράκι στοίχειωσε και κάθε φορά που μπαίνω/μπαίνουμε μας ψυχοπλακώνει, είπα να βάλω κάτι που θα μου/μας φτιάξει το κέφι, κάτι που θα μας πείσει ότι τίποτα δεν είναι εντελώς χαμένο...
Και σαν συμπλήρωμα στην εικόνα (που μου την έστειλε ένας από τους καλύτερούς μου φίλους για να αντιμετωπίσω τις ημικρανίες μου), ακούστε (ειδικά εσείς οι εναλλακτικοχαρντροκάδομεταλοχιπχοπάδες μου, που προσπαθώ να σας παρακολουθήσω, αλλά όλο στα κλασικά ακουσματάκια μου γυρνώ, να βρω καταφύγιο) και το πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο πιο (δεν ξέρω αν καταλάβατε το πνεύμα...) αγαπημένο κομμάτι μου στον κόσμο... Είναι το Abdelazar suite του Purcell , η απλότητα και η ομορφιά του οποίου (ειδικά στο Rondo), δείχνει με πόσα ελάχιστα πράγματα παράγεται η τελειότητα :)
01 Abdelazar Suite...

Υ.Γ. Επειδή μ' αρέσει πάρα πολύ, θα κάνω την υπέρβαση και θα το βάλω (σήμερα και αύριο μόνο, μην τρομάζετε) στο auto-play, (το οποίο μισώ και όταν βρίσκομαι σε σελίδες με αυτόματη μουσική, ψάχνω σαν τρελλή που είναι το ρημάδι για να το κλείσω...)
Υ.Γ2. Το Abdelazar, εναλλακτικοί μου, το θεωρούσε και ο Britten (αυτός που έβγαλε την κλασική από το δωδεκάφθογγο, με λίγα λόγια ο πατέρας ολωνών σας) τόσο τέλειο, που το χρησιμοποίησε στον Οδηγό Ορχήστρας για Νέους (του)

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

...σσσσσς..

Αντίο ψυχούλες μου...

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

...κυρά, ξελογιάστρα, χρυσή...

Απανουτζήδες (αυτή η ατάκα της Μετεωρίτη έγραψε και καθιερώθηκε, τέλος...) και φερτοχαμουτζήδες αφήστε την πόλη μου ήσυχη.... Αυτό ξεκίνησε να είναι το σχόλιο στο ποστ του Ινδίκτου για το πού μένει… Αλλά, αυτή τη φορά ξεπέρασα και τον εαυτό μου σε φλυαρία… το «σχόλιο» κόντεψε να φέρει την Wordpress (η οποία δεν είναι και στα καλυτερά της τελευταία) στα όριά της, οπότε το μάζεψα (σαν καλό κορίτσι) και το έκανα ποστ. Εξ άλλου μια χρήση και μια λειτουργία των blog δεν είναι η αλληλεπίδραση και ο διάλογος? Το ξαναγράφω λοιπόν κι εδώ: Η Αθήνα ήταν και ΕΙΝΑΙ όμορφη. Η πόλη ΜΟΥ (κάτω από τα κουρέλια και τα χοντροπάπουτσα που της φόρεσε η αντιπαροχή, η τεράστια -εξ ανάγκης- εσωτερική μετανάστευση της δεκαετίας του 60 και η αλήστου μνήμης αισθητική της δικτατορίας τη δεκαετία του 70, με τα κτήρια τέρατα, για να την κάνουν να μοιάσει στη Ν. Υόρκη, τρομάρα τους) ήταν και είναι κούκλα. Η πόλη που εγώ μεγάλωσα και μεγάλωσαν οι γονείς και οι παππουδογιαγιάδες μου (γενιές πίσω Αθηναία), όχι απλά η πόλη που φτιάχνει η νοσταλγία μου, αλλά η πόλη όπου περπατώ κάθε μέρα ήταν και είναι ωραία. Η πόλη όπου γεννήθηκε η μητέρα μου κάπου στο λόφο του Σκουζέ, και για αυτό ο πατέρας μου την λέει "επαρχιώτισα" αφού αυτός γεννήθηκε λίγο πιο πάνω στον Κολωνό (κάτω απ’ την σκιά του Οιδίποδα, ο σεβάσμιος, ενώ στου Σκουζέ, σου λέει, ήταν περιβόλια, λίγο πιο κάτω άρχιζαν τα Σεπόλια –παρυφές της πόλης – και το Μπουρνάζι, άλλος δήμος…) ήταν και είναι μια πόλη καλλονή. Η πόλη όπου στις αλάνες τις στην πλατεία Αττικής έχω παίξει, η πόλη όπου έχω κάνει ποδήλατο από τον Άγιο Παντελεήμονα, ως την πλατεία Αμερικής (που ο μπαμπάς μου λέει πάντα με το παλιό της όνομα πλατεία Αγάμων), ήταν και είναι αισθησιακή. Η πόλη όπου στις αλάνες τις στη Φυλής και στην Ηπείρου, στην Αριστοτέλους και στην Αγ. Μελετίου, έπαιζα ποδόσφαιρο και δερνόμουν με τα άλλα παιδιά (για να γυρίσω σπίτι και να φάω κι άλλο ένα χέρι ξύλο, που γύριζα και τσακωνόμουνα «κορίτσι πράμα»), η πόλη που ήταν το σχολείο μου (9ο πρότυπο θηλέων στη Βάθη, δίπλα στα μπουρδέλα, με τις πόρνες να ξεκουράζονται στα καφενεία της περιοχής και να τσακώνονται με νταβατζήδες, που χαμήλωναν τις φωνές έξω από το σχολείο που κάναν μάθημα, πιθανά, τα παιδιά τους), ήταν και είναι φωτεινή… Η πόλη όπου πρωτοέκανα σκασιαρχείο 14 χρονών και πήγα στο περίφημο (τότε) ΣαβόΥ (με ύψιλον παρακαλλλλώ) στην πλατεία Βικτωρίας (άλλη μια πλατεία που οι γονείς μου ακόμη της δίνουν ένα όνομα παλλαϊκό: πλατεία Κυριακού), ήταν και είναι ζωντανή. Η πόλη που αφήσαμε, το 75 για τα προάστια, για ένα σπίτι με κήπο για τα παιδιά (μιλάμε λες και ξενιτευόμασταν έκανε η μάνα μου… πού μας παααας (ούτε στην παραμεθόριο να μας πήγαινε ο χριστιανός), δεν έχει συγκοινωνία (επισήμως κάθε τέταρτο ανεπισήμως κάθε Τετάρτη, αλλά το συνηθίσαμε), δεν έχει σουπερμάρκετ (πουθενά στην Αθήνα δεν είχε σοβαρό σουπερμάρκετ, μόλις είχε ανοίξει ο Σκλαβενίτης στο ποτάμι και φυσικά, ως εξωτικό delikatessen, ο ΑΒ στο Φάρο) δεν έχει φροντιστήρια για τα παιδιά – έτσι κατέληξα να κατεβαίνω κάθε μέρα στο κέντρο, στη Μασσαλίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο γαλλικά, στην Πλατεία στο Βρετανικό Συμβούλιο αγγλικά, γυμνάσιο στο ένατο (στο Λύκειο, ευτυχώς, πήγα στο Λύκειο του Χολαργού - ολοκαίνουργο κτήριο, ούτε συγκρινόταν με αυτό στην Ακομινάτου, κόντευα να τα παίξω κι απ’ το πέρα δώθε - είπε να υποχωρήσει η Φράου Γκρέτσχεν, η μάνα μου), στο Ορόσημο στην Κάνιγγος φροντιστήριο (μιλάμε ενδοαστική μετανάστις), κοιμόμουν στα λεωφορεία, ευτυχώς τα έπαιρνα από το ένα τέρμα, στη Φανερωμένη και κατέβαινα στο άλλο τέρμα Ακαδημίας και τούμπαλιν, μόνο στον Κάβουρα στη Φειδιπίδου ξύπναγα - δλδ όοοολο το λεωφορείο των δέκα, γεμάτο μαθητές από τα φροντιστήρια, ξύπναγε, κατέβαινε, έτρωγε το μπιφτέκι του παππού και έπαιρνε το επόμενο), η πόλη μου ήταν και είναι ερωτική….

Μπορεί (όπως και κάθε πόλη της Ελλάδας που μπορώ να φέρω στο μυαλό μου) να μην έχει αρκετό πράσινο… μπορεί οι δρόμοι της να είναι χαοτικοί… μπορεί στα πεζοδρόμιά της να είναι παρκαρισμένα τα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα των ξύπνιων… μπορεί οι πεζοί, τα καροτσάκια των μωρών και των αναπήρων να σφηνώνουν και να αναγκάζονται να καταφεύγουν στο οδόστρωμα… μπορεί να μην έχει πάρκινγκ κι όπου έχει να είναι πανάκριβα…. Μπορεί να είναι βρώμικη, χωρίς κάδους ανακύκλωσης… μπορεί να είναι γεμάτη γιγαντοαφίσες με μπουζουκοτραγουδιαρηδες/άρες και σκισμένες αφίσες από τις προηγούμενες εκλογές… μπορεί οι δρόμοι της να είναι γεμάτοι λακούβες και τα πεζοδρόμιά της σπασμένα παντού… μπορεί…. μπορεί… μπορεί…

Όμως έχει το Ερέχθειο στην Ακρόπολη, το καινούργιο μουσείο Ακρόπολης, το κτίριο της Εθνικής με τη γυάλινη αυλή για να βλέπεις την ανασκαφή στην Πλατεία Κοτζιά, τον σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα με το «Αίθριο» του Ζογγολόπουλου δίπλα στα αρχαιολογικά ευρήματα, το σταθμό της Ομόνοιας με την «Ουρά» του Κεσσανλή, το σταθμό του Πανεπιστημίου με το έργο του Μόραλη, τον σταθμο στον σταθμό Λαρίσης (γελοίο και ασύντακτο ακούγεται αυτό) με τα ανθρωπάκια του Γαϊτη, τον Δρομέα του Βαρώτσου στο Χίλτον, και τον γυμνό έφηβο του Απάρτη (τρυπημένο από τις μάχες του εμφυλίου) στην Καλλιρρόης και την πανέμορφη Κοιμωμένη του Χαλεπά στο Α΄ νεκροταφείο.

...έχει το πλακόστρωτο του Πικιώνη στου Φιλοπάππου, την έκθεση βιβλίου στον πεζόδρομο της Αρεοπαγίτου, τη ρομβία και τους πλανόδιους μουσικούς στην Ερμού, τον Στάβλο στην Απ. Παύλου στο Θησείο, την (εντελώς ανατολίτικη, μιλάμε οι τουρίστες πρέπει να παθαίνουν πολιτισμικό σοκ, όταν τη διαβαίνουν) Βαρβάκειο αγορά (με τους νυχτερινούς πατσάδες του Ίνδικτου και τις Αφρικανές πόρνες) στην Αθηνάς, τα μπουζουκομάγαζα, τη Σχολή Καλών Τεχνών και την (κούκλα πια) Βιοσώλ του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού στην Πειραιώς, τον Φωκιανό (όπου μαζεύονται τα Δευτερότριτα οι όλο ζωή παππούδες και παίζουν βόλλευ, μέχρι τελικής πτώσης) στη συμβολή Βασ.Όλγας και Βασ. Κωνσταντίνου.

....έχει τα παλιατζίδικα στην πλατεία Αβησσυνία και τον Luis Vuiton στην Βουκουρεστίου, τα παπουτσάδικα στη Χαρ Τρικούπη και το Ζάρα στη Σκουφά, τα κοσμήματα του Ruberize στην Σπ. Τρικούπη στα Εξάρχεια και τον Gavello στην Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι, τα μπαχαρτζήδηκα στην Ευριπίδου, την παλιά αγορά στο τέρμα της Φωκίωνος Νέγρη και το Άττικα στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην Πανεπιστημίου.

....έχει το Τζαμί Τσισδαράκη στο Μοναστηράκι, τους Άγιους Ασώματους στην Αδριανού, τη Ρώσικη Εκκλησία στη Φιλελλήνων, την Καπνικαρέα στην Ερμού και τον Αγ. Νικόλαο τον Ραγκαβά στην Επιχάρμου στα Αναφιώτικα.

....έχει το παζάρι των συλλεκτών στα συρματοπλέγματα της Αδριανού (δίπλα στην Ρωμαϊκή αγορά και την αρχαία βιβλιοθήκη), τα παλαιοβιβλιοπωλεία και παλαιοδισκοπωλεία στην Άστιγγος και στην Νορμάνου και το πατάρι της Εστίας στη Σόλωνος, την Πολιτεία στην Ασκληπιού, το καφέ στην Άγκυρα στη Σόλωνος και τον Ιανό στην Σταδίου.

...έχει τις παλιές μονοκατοικίες από τα Πετράλωνα ως το Θησείο και τον Αρειο Πάγο (πίσω από του Φιλοπάππου τον αρχαίο, όχι των Ξηρών και του Κούγια…), την πολυκατοικία με τις γοργόνες στη συμβολή Βασιλίσης Σοφίας και Β. Κωνσταντίνου, τη Ροζ πολυκατοικία στα Εξάρχεια, τα νεοκλασικά της Καλλιδρομίου, τις μεσοπολεμικές κατοικίες στην Ιθάκης στην Κυψέλη, που τις έκαναν πολύχρωμο χωριό οι μετανάστες και τις εργατικές κατοικίες στην Αλεξάνδρας…

...έχει το ρολόι του Κηρύστου και από πίσω το Χαμάμ στους Αέρηδες, την (εντελώς) Bauhaus Αμερικανική Πρεσβεία του Walter Gropius στη Βασιλίσης Σοφίας στην πλατεία Μαβίλης και δίπλα στην Σούτσου, του Λώρα, όπου τα ποτά σερβίρονται στο πεζοδρόμιο (εντελώς μιλάμε, κάτω καθόμαστε σαν τα άστεγα) και την καντίνα του Πολωνού με το καθαρότερο (και νοστιμότερο) βρώμικο στην πόλη.

...έχει τον Αστρολάβο δίπλα στη Δεξαμενή, (όπου οι Φιλιπινέζες βγάζουν τα σκυλιά των μεγαλοκυριών...) που κάθε Κ. Δευτέρα, μοιράζει χαρταετούς με έργα τέχνης και την Τεχνόπολη στο Γκάζι με τα φεστιβάλ κόμιξ, τζαζ, γκράφιτι, το City link με τις συναυλίες, το Jazz upstairs στο Bar Guru Bar στην πλατεία Θεάτρου με τις τζαζ βραδιές και στην Τριβωνιανού το Half note

...έχει τον Απόλλωνα στη Σταδίου και την Ααβόρα στην Ιπποκράτους, το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στη Στοά Βιβλίου, τον πολυχώρο στην Αθηναϊδα, το Εθνικό στην Αγ. Κωνσταντίνου, το Ολυμπιά στην Ακαδημίας (όπου στεγάζεται η Λυρικούλα – ξέρετε τι κλάμα έχω ρίξει εγώ εκεί στις Κάρμεν, στις Νόρμες και τις Τόσκες?), την Όπερα ακριβώς απέναντι, το Τραίνο στο Ρούφ επί της Κωνσταντινουπόλεως και το Αμόρε στην Πριγκηπονήσων.

...έχει το Αεριοφώς στην Ιάκχου και τα ορθάδικα στη Βουτάδων, το Πρυτανείο στη Βαλαωρίτου και τη Βιβλιοθήκη στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας (το Κολωνάκι είναι μάγκες), τον Πλάτανο στη Διογένους και το 48 πάνω από την γκαλερί της Ιλεάνα Τούντα στην Αρματωλών και Κλεφτών…

...έχει το Circus στην Ναυρίνου πίσω από το Παιδαγωγικό και το Χημείο, τα ορθάδικα στην Πανόρμου δίπλα στον Δαναό, το Tribeca, το ΕνΔελφοίς, το Dolce (παλιό Φίλιον) στη Σκουφά και την Αστοιβή στη Γιατράκου δίπλα στο Θέατρο Μεταξουργείο της Αννας Βαγενά…

...έχει την China(ή μάλλον την multiethnic) town της στο τρίγωνο Αθηνάς, Ευριπίδου και Σωκράτους και έχει το Πολυτεχνείο του Καυταντζόγλου Αβέρωφ και Πατησίων, την Grand Brettagne του 1874 στο Σύνταγμα και τη νεοκλασική τριλογία του Χάνσεν (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη) στο τετράγωνο Ιπποκράτους, Ακαδημιας, Σίνα και Πανεπιστημίου) απέναντι από την οικία Ράλλη Πανεπιστημίου και Κοραή (που την έσωσε η Μελίνα)…

...έχει την παιδική βιβλιοθήκη, (όπου πήγαινα την κόρη μου τα Σάββατα, διαβάζαμε παραμύθια και ζωγραφίζαμε) κρυμμένη μέσα στον Εθνικό κήπο, το θέατρο μέσα στο πεδίο του Άρεως που κάνει τις συναυλίες το Indy free festival, το καφέ στο Αττικό Άλσος στα Τουρκοβούνια, (το πάλαι ποτέ Τάμα της Δέσποινας του Παπαδόπουλου ντεεε!) απ’ όπου βλέπεις ως την Αίγινα, το θεατράκι στο λόφο του Κολωνού, όπου σπρώχνουν τα καροτσάκια τους Αλβανίδες μικρομάνες και τα μονοπάτια που τρέχουν οι δακτυλοδυχτούμενοι/ες ελληνες/ιδες joggers στον λόφο του Αρδητού, πάνω από το Καλλιμάρμαρο.

Σιγουρα στα τελευταία εξήντα χρόνια (ακόμη και στα τελευταία 35 που μπορώ να θυμηθώ εγώ) η πόλη άλλαξε. Μπορεί να χάθηκαν οι γειτονιές, οι αλάνες, οι μονοκατοικίες που τόσο νοσταλγικά φέρνουμε στο μυαλό μας όσο μεγαλώνουμε, αλλά η πόλη δεν χάλασε... Δεν γίνεται χειρότερη η Αθήνα, αλλάζει και γίνεται μια όλο και πιο ευρωπαϊκή, μεγαλούπολη, μια μεγαλούπολη, με δομές που δεν αρέσουν, που είναι ξένες στους κατοίκους της και, ενώ τις χρησιμοποιούν δεν σκοπεύουν να τις αποδεχτούν. Οι κάτοικοί της Αθήνας (σε ποσοστό 80% γεννημένοι εκτός αυτής) δεν την αγάπησαν, δεν την αγαπούν κι έτσι δεν την προστατεύουν. Οι περισσότεροι αισθάνονται περαστικοί από εδώ, εσωτερικοί μετανάστες της ανάγκης, και ονειρεύονται (από τώρα) την σύνταξη στο χωριό. Έτσι, δεν την πονάνε (ούτε καν ψηφίζουν εδώ), την ξεζουμίζουν και είναι οι ξυνισμένες φάτσες τους /μας (κάθε πρωί, έτοιμες να τσακωθούν, για το προσπέρασμα, για το πάρκινγκ, για τον καφέ, για τη θέση στο λεωφορείο, αλλά στην πραγματικότητα γιατί δεν ξύπνησαν στο (φαντασιακά) ειδυλλιακό χωριό τους), που την υποβαθμίζουν και, εν τέλει, την ασχημίζουν...

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

... Εις μνήμην...

Συνήθως δεν αναρτώ κείμενα για επετείους (αυτό το έχει αναλάβει εργολαβικά ο Ίνδικτος) αλλά σαν σήμερα πέθανε ο μεγάλος Μητρόπουλος... Κι επειδή δε θέλω να μετανοιώνω μετά σαν την Μετεωρίτη και τον Chris Penn... λέω να του αφιερώσω το δεύτερο μέρος από την πρώτη συμφωνία του (αγαπημένου του ) Mahler (Εξ' αλλου πέθανε στη Σκάλασε σε πρόβα της τρίτης συμφωνίας ) και να παραπέμψω όσους ενδιαφέρονται για λεπτομέρειες για τη ζωή του στο καταπληκτικό άρθρο του Πολιτικού καφενείου

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Extra large κι ακόμη παραπάνω....

Λοιπόν, κατά τις 3 το μεσημεράκι, μπήκα να φάω το σαντουιτσάκι μου, ήσυχα ήσυχα σε ένα από αυτά τα μεταμοντέρνα του κέντρου όπου στις γιγαντοοθόνες (όσο πιο μοδάτο το μαγαζί τόσο πιο τεράστια η γιγαντοοθόνη) περνούν διάφορες εικόνες από ψηφιακά και δορυφορικά κανάλια και από τα στερεοφωνικά του μαγαζιού (όσο πιο μοδάτο τόσο πιο εξελιγμένο το ηχοσύστημα, και τόσο πιο δυνατό) ακούγεται αυτή η (και καλά) mainstream μουσική, η οποία επιπλέον είναι παντελώς (αλλά μιλάμε, παντελώς) άσχετη με την εικόνα (σχετικοάσχετο, που λέει και η Κερασιά, ποια ακριβώς η λογική αυτής της πρακτικής?). Και εκεί που είμαι με τον οδόντα στο μαρούλι και την μοτσαρέλα (έχω περάσει το πάνω ψωμάκι και ετοιμάζομαι να διαπεράσω και το έτερο), τσούπ, στην γιγαντοοθόνη περνάνε σκηνές από το ένα reality που λέγεται "extra large", απ' ότι με πληροφόρησε η πάντοτε (μιλάμε αυτό δεν το χωνεύω καθόλου... το ίδιο διαβάζουμε, το ίδιο δουλεύουμε - κι εγώ έχω και παιδί που όσο να πεις μια ενημέρωση περί του trash, την έχω από πρώτο χέρι - πώς διάλο γίνεται και αυτή προφταίνει και είναι?) ενήμερη για τα πάντα φίλη μου και όπου κάποιοι υπέρβαροι θα περπατήσουν από την Πρέβεζα στο Βόλο (ή τέλος πάντων μια τέτοια απόσταση). Άναυδη, έμεινα να κοιτώ μια κυρία, που (δε βοηθούσε και η άσχετη μουσική από πίσω, δεν άκουγα και σχεδόν τίποτα) νομίζω εγκατέλειψε την προσπάθεια και προσπαθούσε να δικαιολογήσει ακριβώς αυτή την εγκατάλειψη σε όλους τους συντελεστές (και κατ' επέκταση και στους θεατές) που την αντιμετώπιζαν περίπου ως ρίψασπι!
Κι εκεί, με την Corona στο χέρι, η όλη σύλληψη του reality (μέσα από μια φοβερά στοχευμένη σκηνοθεσία και μια σοφή εικονοληψία, όπου τα ζουμ στα αλλοιωμένα από την προσπάθεια πρόσωπα των συμμετεχόντων και τα ταλαιπωρημένα σωματά τους, υποστηριζόμενα από μπαστούνια, εναλλάσονται με εικόνες βουκολικής ομορφιάς και gros plans στα επικριτικά πρόσωπα, των επαγγελματιών της υγείας - γυμναστές, γιατροί, διαιτολόγοι και λοιποί συγγενείς και φίλοι- αλλά και των ίδιων των συμπερπατούντων) με τρόμαξε.... Όλη η συζήτηση, η οποία περιστρεφόταν γύρω από το πόσο είχε προσπαθήσει η γυναίκα που εγκατέλειπε, πόσο είχε επιβληθεί στον εαυτό της και πόσο είχε ξεπεράσει τα όρια της, με φούντωσε... Αυτή η εικονογράφηση και η μυθοπλασία, μέσα από τη δημιουργία μιας ομάδας υπέρβαρων ατόμων, δομούσε την κοινότητα των υπέρβαρων, της απέδιδε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και μια διακριτή ταυτότητα. Σε αυτό το reality show δομείτο μια κοινότητα διαφοροποιημένη από την κοινότητα των ατόμων με φυσιολογικό(?) βάρος, μια κοινότητα της οποίας τα άτομα χαρακτηρίζονται (τουλάχιστον) ως ελειμματικά...
Γυρνώντας σπίτι, έβαλα στο γουγλοψαχτήρι τη λέξη παχυσαρκία... Βγάζει 161.000 αποτελέσματα!!! και στη λέξη obesity 30.800.000 αποτελέσματαααααα!! Η παχυσαρκία, έχει μετατραπεί σε ασθένεια. Είναι η πανδημία της εποχής (χειρότερη από την πανούκλα, αλλά ίσως λίγο καλύτερη από τη χολέρα), Οι δε (δυο όροι που, παρ' ότι σημαίνουν εντελώς διαφορετικό πράγμα χρησιμοποιούνται εν αλλάξ σε πείσμα κάθε επιστημονικής αλήθειας) υπέρβαροι (αυτοί/ες που έχουν βάρος πάνω από ένα δοσμένο - αυθαίρετα- όριο) ή παχύσαρκοι (όσοι έχουν υπερβολικό ποσοστό λίπους σε σχέση με τη μάζα του σώματός τους) οι αρνητικοί πρωταγωνιστές της (ένα είδος λεπρών, που πρέπει να απομακρυνθούν από το οπτικό μας πεδίο, κλεινόμενοι σε ινστιτούτα αδυνατίσματος, όπου θα μαστιγώνονται ωσότου ξαναγίνει δυνατή η ένταξή τους στην κοινωνία των κανονικών).
Και τελικά, συγγνώμη δλδ, που ρωτάω (μαζί με τον κ. Kirk εδώ), ποιο ακριβώς είναι το ζήτημα της παχυσαρκίας? Πόσο πραγματικό είναι το ερώτημα?
Στις περισότερες περιπτώσεις βλέπουμε ότι το ζήτημα αντιμετωπίζεται αμφίσημα. Τόσο με οικονομικούς όρους (πόσο στοιχίζει ο/η υπέρβαρος/η στην οικονομία) όσο και υγειινολογικούς/κανονιστικούς (πόσο απέχει από το φυσιολογικό και πως θα ξαναενταχτεί σε αυτό το φυσιολογικό). Σε οποιαδήποτε περίπτωση είναι προφανής η προσπάθεια επαναρύθμισης και ομαλοποίησης του παρεκκλίνοντος καθώς όλοι πρέπει να ταιριάζουμε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο διαβίωσης και η φύση μας επιτρέπεται να κυμαινεται μέσα σε συγκεκριμένα όρια ακόμα (και ίσως κυρίαρχα) σωματικά.
Παρακολουθώντας τη συζήτηση στα sites γίνεται προφανές ότι η παχυσαρκία αντιμετωπίζεται όχι απλώς ως μια παρέκκλιση από το κανονικό(?), αλλά ως απειλή για την ίδια την υπόσταση του έθνους (εδώ μπαίνουμε στην ευγονική και τις εθνικιστικές υστερίες των απανταχού δικτατόρων όπου το έθνος αποκτά ένα συλλογικό σώμα και η κατάσταση του απειλείται από το μη φυσιολογικό/τερατώδες). Η πασυσαρκία ανάγεται σε αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στις φυσιολογικές διατροφικές επιταγές (ξέρετε που οι μαμάδες όλους/ες μας μεγάλωσαν με ρόκα παρμεζάνα στο τραπέζι μας, την χωριάτικη με τις βούτες του ψωμιού, ούτε που να τις ακούσουν) και στις επιταγές του lifestyle για φυσική δραστηριότητα άσκηση και χαρά (ξέρετε, που οι μπαμπάδες μας όλη μέρα χτυπιόντουσαν με το σκουώς και τα σαββατοκύριακα κάναν κάνυονινγκ, ενώ το καφενείο, τον καναπέ και το γήπεδο ούτε να τα δούν στα μάτια τους), άρα, και οι προτάσεις για την αντιμετώπισή της είναι παρεμβατικές στον τρόπο ζωής των ατόμων, αφορούν σε μεθόδους φροντίδας του εαυτού (τις οποίες ο σοφός και όχι ξεχασμένος παππούς Foucault ονομάζει τεχνικές του εαυτού), στην πραγματικότητα μεθόδους αυτοεπιτήρησης, αυτοελέγχου και εντέλει αυτοπειθάρχησης (οι μεταμοντέρνες κοινωνίες δεν έχουν ανάγκη πρωτόγονες μεθόδους αστυνόμευσης και επιβολής, στην ουσία προάγουν ως μεθόδους καθυπόταξης μια σειρά από όλο και πιο άυλους περιορισμούς, οι οποίοι όπως στην περίπτωση της παχυσαρκίας, αφορούν στο σώμα).
Η διαρκής συζήτηση για την παιδική παχυσαρκία (γενικόλογη και χωρίς στοιχεία για το πόσο κοινωνικά ταξική είναι, καθώς όσο χαμηλότερη η κοινωνική τάξη, τόσο μεγαλύτερο το ποσοστό υπέρβαρων παιδιών) μεταθέτει την ευθύνη για την αντιμετώπισή της στο σχολείο, στην ήδη επιβαρυμένη με την πειθάρχηση του παιδικού σώματος Φυσική αγωγή, με την οποία ο μαθητής καλείται να (με τις κυριολεκτικές και μεταφορικές έννοιες του όρου) ενσωματώσει τις αρχές του καπιταλισμού (η οικονομική παραγωγή έχει ανάγκη από υγιή σώματα, εύρωστα και σε θέση να αντεπεξέρχονται στις συνθήκες εργασίας), να αποδεχτεί την έννοια της εξουσίας, της υποταγής σε αυτήν. Η επίθεση στο σωματικό μέγεθος, δεν είναι παρά μια άμυνα απέναντι στο σώμα του υπέρβαρου παιδιού (μελλοντικού υπέρβαρου ενήλικου) που φανερώνει μια περιφρόνηση (και μια αποτυχία του συστήματος να το εντάξει) στην κοινωνία των "υγειών" μελλοντικών εργαζόμενων.
Κύριο εργαλείο στην προπαγάνδα κατα της παχυσαρκίας είναι η απεικόνιση των υπέρβαρων σωμάτων ως αποκρουστικά σε σύγκριση με τα λεπτότερα σώματα, σε συνδυασμό με την απαρίθμηση τρομολάγνων στατιστικών για τη (γενικόλογη) διασύνδεση της παχυσαρκίας με θανάτους (στην πραγματικότητα, ως παράγοντας επιβάρυνσης σε περιπτώσεις θανατηφόρων ασθενειών, αλλά αυτό δεν αναφέρεται παρά στις υποσημειώσεις) και την παρουσίαση ερευνών όπου μόνο στην τελευταία σειρά του άρθρου αναφέρεται ότι είναι υπό επαλήθευση και ότι η παχυσαρκία μπορεί να συνδεθεί μόνο παραγοντικά με ασθένειες όπως ο καρκίνος). Ωστόσο (αφήνοντας στην άκρη τις ιατρικές κριτικές, όπου δεν έχω τις γνώσεις, ή τη φιλοδοξία να αντικρούσω) η οπτική της (στρατηγικά απεχθούς) απεικόνισης δε φανερώνει παρά τις προκαταλήψεις της εποχής απέχοντας από τα πληθωρικής σάρκας γυμνά του Schiele, του Renoir, ή του ακόμα νεώτερου (και πιο εμμονικού με τα πληθωρικά σώματα) Bottero, όπου το παχύσαρκο δεν είναι επ' ουδενί αποκρουστικό ή αντιαισθητικό.
Η απέχθεια που δημιουργείται μέσω της κουλτούρας του λεπτού σώματος, η οποία έχει φτάσει στην αντίπερα όχθη με άπειρες διατροφικές διαταραχές όπως η νευρική ανορεξία ή η βουλιμία φέρνει ως φυσικό επακόλουθο την πολυδάπανη κοσμετική με ακόμη ριζικότερες παρεμβάσεις στο σώμα, το οποίο μετατρέπεται σε έναν καμβά απεικόνισης του "ιδανικού" όπως το πρεσβεύει ο υγειινολογικός λόγος της καταναλωτικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που σου ζητά να καταναλώσεις τα πάντα αλλά απαιτεί να αυτοπειθαρχήσεις και να μη χρησιμοποιήσεις ότι αποκτάς ως καταναλωτής....Μιας κοινωνίας που αφού σου ζητήσει να καταναλώσεις οτιδήποτε θα σε οδηγήσει στην παχυσαρκία, μετά (σε ένα κλίμα μετάθεσης της ευθύνης στο άτομο) θα σε εξευτελίσει για την αδυναμία σου και θα απαιτήσει (με αμφιλεγόμενης χρηματοδότησης έρευνες) να καταναλώσεις τώρα και τις υπηρεσίeς απίσχνασης (φαρμακευτικές, αισθητικές, γυμναστικές και λοιπά καλούδια της υγειινολογικής αγοράς) ώστε να επανέρθεις (υγιής και άρα δριμύτερος/η) στη φυσιολογική κατανάλωση και να αισθανθείς ένας/μια ανανήψας/α, ένας/μια μετανοών/ουσα...
Εν τω μεταξύ (ούτε που το είχα προσέξει, καθώς ήμουν απασχολημένη με τη Μετεωρίτη να γιορτάζουμε την παγκόσμια μέρα των ζυμαρικών και να αποκρούουμε τις επιθέσεις που δεχόταν από τον Ίνδικτο και τους πατσαδοφάγους - μπλιέξ) η 24/10 είναι η παγκόσμια μέρα κατά της παχυσαρκίας. Άλλη μια ευκαρία (όπως όλες αυτές οι απεχθείς "παγκόσμιες ημέρες") ώστε να στιγματιστούν οι υπέρβαροι, να κατηγοριοποιηθούν ως μια μειοψηφική ομάδα για την οποία χρειάζονται ειδικά μέτρα ώστε να επιστρέψει στο "κανονικό". Μια ομάδα την οποία η κρατούσα κουλτούρα (κυρίως) κατηγορεί (ακριβώς) για έλλειψη αυτοπειθαρχίας (και γιατί παρακαλώ, ο Σχορτσιανίτης πρέπει να αδυνατίσει για να συνάδει με το θεωρούμενο φυσιολογικό σώμα του αθλητή?) και αδυναμία (άρνηση?) αυτορύθμισης και αυτοπειθάρχησης (πως ακριβώς βελτιώνομαι ως άτομο αν παραλείψω το παγωτό μου?). Η "παράδοση" στην πολυφαγία αντιμετωπίζεται περίπου ως αντίστοιχη της σεξουαλικής ασυδοσίας (ασυδοσία που εγώ προσωπικά βρίσκω επιθυμητότατη, αλλά o περιρρέων πουριτανισμός και καθωσπρεπισμός καταδικάζoυν) και ο παχύσαρκος θεωρείται όχι απλώς παρεκκλίνων αλλά ακόμα και έκφυλισμένος...
Το ποστ φυσικά δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως απόρριψη της φυσικής άσκησης ή της προσπάθειας για διατήρηση μιας όσο το δυνατό καλύτερης υγείας, άλλα ως διαμαρτυρία για τις υπερβολές, τον στιγματισμό και την στοχοποίηση των ατόμων με ζητήματα βάρους (μα καλά, δεν μπορεί να το ράψει το ρημάδι το στόμα του? και γιατί να το ράψει ρε παλλικάρια?). Και για να μην πλακώσετε, ισχυριζόμενοι/ες ότι το ζήτημα είναι προσωπικό, να σας διαβεβαιώσω ότι έχω δείκτη μάζας σώματος 21 (ούαου!).
Απλά αναρωτιέμαι (και ταυτόχρονα, απορρίπτω το) κατά πόσο η εξουσία στις διάφορες μορφές της υπόρρητα επιτηρεί, και στη συνέχεια χρήσιμοποιεί το βάρος, το σωματικό μέγεθος και την αυτοεικόνα (και ένα σωρό άλλα στοιχεία της προσωπικής μας ζωής, όπως το τι θεωρείται φυσιολογικό σεξουαλικά, τι θεωρείται φυσιολογικό ψυχολογικά κ.α) για να επεμβαίνει και να ρυθμίζει στις ζωές μας ?
Κι επειδή ως γνωστόν, Ιt ain't over till the fat lady (την περίπτωσή μας gent) sings....
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

...Το γονίδιό μου μέσα....

Δεν είμαι γενετίστρια, δεν είμαι των θετικών επιστημών (κρίμα!) αντίθετα προέρχομαι, μάλλον, από τις ανθρωπιστικές επιστήμες και δεν ασχολούμαι (παραπάνω από όλους όσους διαβάζουν τα ένθετα των εφημερίδων) με τις εξελίξεις γύρω από τις βιολογικές επιστήμες . Ίσως γι' αυτό είμαι τόσο βαθιά πεπεισμένη ότι όλες οι θεωρίες περί κληρονομικότητας, γονιδίων και εκ γενετής ικανοτήτων, έχουν ισχυρές πολιτισμικές ρίζες και ίσως γι αυτό το αγαπημένο μου βιβλίο (actually -μαζί με "Το εγωιστικό γονίδιο" του Dawkins - το μοναδικό που έχω διαβάσει πάνω στο θέμα) είναι το "Οι κληρονόμοι του Δαρβίνου" του Marcel Blanc. Ωστόσο, μετά από την ιστορία που ανέκυψε, με τον αξιότιμο επιστημονονομπελογενετιστή Watson και ένα σχόλιο του Adaeus στο προηγούμενο ποστ (κι αν είναι αλήθεια, τι?), άνθρωπος είμαι παρασούρθηκα και το ερώτημα που ανέκυψε αυτή τη φορά, ήτο πιεστικό, καθώς αφορούσε τη στάση ζωής μου...
Βρε, δε θες να έχει δίκιο ο εβδομηκονταεννούτης κι εγώ να είμαι μια εξωπιστημονικοαστήρικτα φανατική? (Γεγονός, που δε με χαλνά καθόλου, αλλά να το γιγνώσκω, βρε αδερφέ....)
Άρχισα λοιπόν να ψάχνω, οπότε ανακάλυψα, ότι:
Fistly, (που λέμε κι εμείς οι Αθήνησι ορμώμενες, οι και γκαγκάρες αποκαλούμενες...): ψιλοαμφιλεγόμενος ο βραβευθείς, ακόμη και ύποπτος για λογοκλοπή και οικειοποίηση ερευνητικών ευρημάτων της (πολύ βολικά για τους Watson & Crick -o έτερος Καπαδόκης του Νόμπελ) τεθνεούσης Rosalind Franklin...
Secondly, από την ιστορία και μόνο των επιγόνων (και κληρονόμων των γονιδιών) του κ. J. Watson, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η θεωρία της κληρονομικότητας δεν είναι και η πιο αξιόπιστη θεωρία που πρέπει να λάβει κανείς υπ' όψη του όταν αποφασίσει (με το καλό) να τεκνοποιήσει, πρακτική, που εγώ, ως τεκνοποιήσασα (καλά υπάρχει αυτή η λέξη?), συστήνω, βέβαια, να αποφεύγεται (κι αν επιμένετε, σας δανείζω ένα μήνα το σπλάχνο μου, να σας πείσει ή να σας αποτελειώσει...)
Κατά τρίτον (διότι βαρέθηκα ν' αλλάζω το πληκτρολόγιο), υποπτεύομαι ότι ο αξιότιμος νομπελίστας προτίθεται να ξεκινήσει πολιτική καριέρα στην Ελλάδα (ειδικά μετά την αποτυχία του ογκόλιθου της πολιτικής αστυνόμου Θεοχάρη) καθώς βιάστηκε να ισχυριστεί ότι οι δηλώσεις του διαστρεβλώθηκαν . Έφ' όσον έχει το βασικό προσόν, να αυτόδιαψεύδεται και να θεωρεί τους αναγνώστες μειωμένης αντίληψης (πιθανά, να νόμιζε ότι είμαστε όοοοοολοι κατίμαυροι και ποικίλων άλλων αποχρώσεων, οπότε εγώ διαλέγω το σοκολά, που πάει με το καινούργιο μου μαλλί), είναι βέβαιον ότι είναι περιζήτητος ανάμεσα στα ελληνικά κόμματα...
Κατά τέταρτον, όλος αυτός ο ντόρος που ξεσήκωσε ο κρυφοκαρατζαφερικός (το κόβω έγω) κ. J. Watson, οδήγησε πολλούς επιστήμονες να τον αντικρούσουν με επιστημονικά επιχειρήματα (που ημείς, ως βλόγον, ΔΕΝ διαθέτουμε, μηδέ ισχυριζόμαστε ότι διαθέτουμε) όπως ο νευροβιολόγος (ότι και αν σημαίνει αυτό) S. Rose σε συνέντευξή του εδώ, αλλά και να συνεχιστεί ο διάλογος πάνω σε θέματα κληρονομικότητας ή περιβάλλοντος, που ανεξάρτητα από τις ιδέες του κάθε κ. Watson, πάντα προωθεί την επιστημονική γνώση και αλήθεια.
Τέλος, η κάτοχος του παρόντος ιστολογίου, αντίθετα με την προσφιλή της συνήθεια, ΔΕΝ θέτει ερώτημα, (καθ' ότι δεν τίθεται θέμα), αλλά δηλοί ότι (μετά από ώριμη σκέψη, με γνώση των συνεπειών και ανεξάρτητα από επιστημονικές διαπιστώσεις) προτιμά (σε περίπτωση που της προταθεί, πιεστικά, μη φανταστείτε...) να διαιωνίσει τα ακριβώς από πάνω γονίδια παρά αυτά...


του επιστήμονος. Μπρρρρ! Ανατρίχιασα....

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Περί πολυπολιτισμικοφυλοχρωματικών γονιδίων...

Τόσος πανικός για ένα διαφορετικό σώμα? Πόση απειλή από ένα διαφορετικό σώμα?

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

...Ελλάδα Βοσνία 3-2







Στην αρχή όλα πάνε μια χαρά. Μάλλον είναι θέμα μεγέθους (είμαι μικροσκοπική και δε γίνομαι εύκολα αντιληπτή). Δυστυχώς δεν είμαι και μουγκή (κάθε άλλο μάλιστα, λαλίστατη η χρυσή σας!) οπότε αναπόφευκτα θ’ ανοίξω το στόμα μου, λέγοντας κάτι όπως ρεεεε! ή ουάου! και νομοτελειακά έχει έρθει η στιγμή της κρίσης (Πού να τολμήσω κι ολόκληρη λέξη: όπως φάουλ, οφ σάιντ, γκοοοοολ!)….
Στην αρχή ψάχνουν να εντοπίσουν τη φωνή (έχουν ακόμα μια ελπίδα ότι κάνουν λάθος) μετά ακολουθεί μια παγωμένη σιωπή (όπου συνήθως εγώ εκνευρίζομαι και λέω το χαρακτηριστικό – και ευφράδες – «ε, τι?»). Η επόμενη φάση περιλαμβάνει το σούσουρο και τον ψίθυρο... Κάποιοι οικτίρουν τον καλό μου που του κατσικώνομαι ακόμη και στ’ αθλητικά (οι υπόλοιποι τον οικτίρουν έτσι κι αλλιώς που του προέκυψα γενικώς). Τέλος περνάμε στα μεγαλόφωνα σεξιστικά σχόλια (και υπ’ όψην, οι φίλοι μας είναι, όπως λέει και ο Bourdieu, κάτοχοι ενός σχετικά υψηλού κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου) γύρω από την ανικανότητα του εγκεφάλου της γυναίκας να αντιληφθεί τη λογική του αθλήματος (ξεκινάμε με το ότι η μπάλα είναι στρογγυλή), τη φυσική αδυναμία της να παρακολουθήσει το παιχνίδι (γιατί ο κύριος με τα κίτρινα δεν παίρνει την μπάλα?) και γενικά την ασυμβατότητα των όρων φίλαθλος και γυναίκα (ο Γκατούσο δεν είναι ιταλική τσάντα, είναι ποδοσφαιριστής). Οι φίλοι μου (και όχι μόνο) θεωρούν ότι οι όροι άθλημα και θηλυκό αυτοναιρούνται, ειδικά όταν πρόκειται για άθλημα παραδοσιακά (ότι και να σημαίνει αυτό) ανδρικό, όπως το μπάσκετ, το χάντμπολ ή το πόλο και ακόμα χειρότερα το ποδόσφαιρο Φόρμουλα 1 είναι απαγορευμένη λέξη).
Ε, τι να κάνουμε τώρα? Ομολογώ (και τύπτομαι) είμαι ένα αντιφατικό πλάσμα. Από τη μια λατρεύω να κλαίω στην όπερα και από την άλλη τρελαίνομαι για βίαια αθλήματα με γρήγορες εναλλαγές, όπως το kick-boxing, το ice-hockey, και λατρεύω το ποδόσφαιρο. Δυστυχώς τα αποδεκτά για γυναίκες αθλήματα όπως το βόλεϊ, το τένις ή οι καταδύσεις με καμία σωματική επαφή ανάμεσα στους παίκτες δε μ’ ενθουσιάζουν καθόλου.
Ε, τι να γίνει? Από τη μια στήνομαι στις ουρές με τις ώρες να βρω εισιτήρια για μπαλέτα και πρωτοποριακές ομάδες χορού και από την άλλη φανατίζομαι με μηχανοκίνητα αθλήματα, όπως η Formula1 και το MotoGP ή αθλήματα με έντονη σωματική προσπάθεια όπως η ελληνορωμαϊκή ή η κωπηλασία. Και με αφήνουν παγερά αδιάφορη τα αθλήματα που υμνούν τη χάρη και την αρμονία όπως η ρυθμική αγωνιστική γυμναστική ή το πατινάζ στον πάγο.
Έχω αναρωτηθεί άπειρες φορές και ήρθε η ώρα να εκφράσω και δημόσια την απορία μου:
Για ποιο λόγο δημιουργώ τέτοια αμηχανία στους συν-θεατές μου και (είναι σίγουρο) προβληματίζω τους παραγωγούς του αθλητικού θεάματος και των αθλητικών εκπομπών (έχετε προσέξει κάτι διαφημίσεις για αφρολουτρομακιγιάζ που κάνουν δειλά την εμφάνισή τους ανάμεσα σε αυτοκινητοξυριστικόεργαλεία και ουισκομπυρομηχανές? Ε, σε μένα απευθύνονται) ενώ κάνω τον Ντε Κουμπερτέν (που ήθελε - σοφά και φαλλοκρατικά σκεπτόμενος - μετά την απαγόρευση της συμμετοχής αθλητριών, να απαγορέψει την είσοδο ΚΑΙ των θεατριών στο γήπεδο) να γυρίζει στον τάφο του????
Η αλήθεια είναι ότι ο αθλητισμός (και ειδικά ο αγωνιστικός ομαδικός) απαιτεί την αποδοχή και τη συμμόρφωση με τους κανόνες (διαιτητή άρχοντα του αγώνα!!) και την καθεστηκυία τάξη (Ρεχάγκελ θεέ!) για την επίτευξη του τελικού στόχου, που δεν είναι άλλος από τη νίκη (πόνεσε η τριάρα Μουσλίμοβιτς?). Άρα, μήπως η διάρρηξη ενός στερεότυπου έστω και αυτό του θεατή (η εισαγωγή της γυναίκας ως θεατή) δημιουργεί σοβαρές ανατροπές στη νοηματοδότηση του αθλήματος, κάνοντας αμφίβολη τη νίκη?
Κι ενώ στους φιλάθλους των ομάδων (ειδικά του ποδοσφαίρου) δημιουργείται το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινότητα, μήπως η συμπερίληψη της γυναίκας σε αυτή την κοινότητα είναι αδιανόητη αφού οι γυναίκες (από την Ελένη της Τροίας ως την Ελένη Λουκά) είναι ένας συνεχής κίνδυνος στην αρραγή ενότητα της κοινότητας?
Σ’ αυτή την κοινότητα της αθλοθέασης είναι επιτρεπτή η έκφραση αισθημάτων όπως η θλίψη με σωματικές εκδηλώσεις όπως τα δάκρυα. Μήπως λοιπόν η παρουσία της γυναίκας είναι ανεπιθύμητη καθώς λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας (η αρχετυπική σύγκρουση εκφρασμένη με το "Στο καλό καημέ μου πικρέ/ και μην κλάψεις για μένα ποτέ/ οι άντρες δεν κλαίνε, δεν κλαίνε" – Μαρινέλλα – μπάαα… "Όσοι δεν πόνεσαν, άστους να λένε/ κι όμως κυρία μου οι άντρες κλαίνε" – Καζαντζίδης), αποκλείοντας τη συναισθηματική εκτόνωση της φόρτισης? Σ’ αυτή την κοινότητα όπου οι παρέες των αντρών θεατών εκφράζουν τον ενθουσιασμό τους και εκτονώνουν τα αισθήματα τους αγκαλιαζόμενοι και χοροπηδώντας μήπως το σώμα της γυναίκας (σε μια απόλυτη έλλειψη απόστασης) δημιουργεί αμηχανία, καθώς η μόνη επαφή που αντιλαμβάνεται το αρσενικό αφορά στη σεξουαλική οικειότητα?
Επιπλέον (έστω και οριακά) στον αθλητισμό, τόσο μέσα στο γήπεδο, όσο και στις (αληθινές ή εικονικές) κερκίδες η (σωματική ή λεκτική) βία είναι μια (παραβατική μεν) αποδεκτή (δε) συμπεριφορά για τους άνδρες. (Σε τελική ανάλυση το ποδόσφαιρο – και μάλιστα η διαμεσολαβημένη από την τηλεόραση μορφή του – δεν είναι τίποτα άλλο από την αποθέωση του καταφέρνω-τα-πάντα-με-τον-τσαμπουκά μου «ανδρισμού»). Σε μια κοινωνία, ωστόσο, όπου μόνο οι γατούλες και οι Μπάρμπι είναι αποδεκτές μορφές θηλυκότητας και μια γυναίκα με την αδρεναλίνη (καθόλου ανδρικό προνόμιο, αγόρια, σας διαβεβαιώ) στα ύψη προκαλεί αποστροφή, μήπως η ίδια συμπεριφορά από τη μεριά μιας γυναίκας πέρα από το ότι θεωρείται αντιασθητική, γίνεται και τρομερά απειλητική για τον άντρα που αισθάνεται να αμφισβητείται η ίδια του η φύση από αυτή την έκδηλη επιθετικότητα?
Σε μια μετα-βιομηχανική εποχή όπου η δύναμη του αρσενικού έχει μετατεθεί από τον πόλεμο και την χειρωνακτική εργασία στο συμβολικό επίπεδο και στη σεξουαλική (καθώς συλλήβδην γαμιούνται οι αδερφές, οι μάνες και οι γυναίκες αντιπάλων και διαιτητών) κυριαρχία, μήπως το συν-ωρυόμενο σώμα της γυναίκας συμμετέχει εν δυνάμει σ’ αυτή την επίδειξη συμβολικής δύναμης? Μήπως από σώμα υφιστάμενο τη σεξουαλική κυριαρχία του αρσενικού, γίνεται ένας ενοχλητικός ισότιμος συν-κάτοχος της ίδιας δυνατότητας σεξουαλικής κυριαρχίας (κι έτσι ξαναθυμούνται το ΠΟΙΟΣ/ΤΙ σέρνει καράβι και μελαγχολούν για τη χαμένη τους ψευδαίσθηση…)?
Και τέλος αλλά όχι τελευταίο (ιεραρχικά) η αθλοθέαση πάει πακέτο με την κριτική και την αμφισβήτηση. Ο οπαδός μπορεί να σχεδιάσει καλύτερα από τον προπονητή, να εκτελέσει ακριβέστερα από τον παίκτη και φυσικά να κρίνει ορθότερα από τον διαιτητή. Μήπως αυτή η δυνατότητα αμφισβήτησης δεν είναι δυνατό να παραχωρηθεί σε μια γυναίκα, καθώς η αμφισβήτηση της ανδρικής κρίσης ή ικανότητας από το θηλυκό φέρει άλλη μια (μη επιτρεπτή) ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης του απολύτως ανδροκρατούμενου αθλοχώρου (εδώ είναι αδιανόητη η κριτική προσέγγιση σε άλλους κι άλλους χώρους όπου η γυναίκα είναι πλέον - λέμε τώρα - αποδεκτή) μια αμφισβήτηση της ίδιας της ανδρικής ταυτότητας?
Και έρχομαι τώρα να θέσω το τελικό ερώτημα (ρητορικό…): Με τόσα προβλήματα που δημιουργώ μου αξίζει ή όχι η πυρά της άθλιας φιλαθλοπροβληματικής οπαδού και ανατρεπτικόαθλοθεάτριας?